Βιβλιο

Ο Γιάννης Ξανθούλης ονειρεύτηκε τη Σανγκάη

Το «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη» είναι διαβαστερό σαν όλα τα βιβλία του Ξανθούλη, του συγγραφέα με την πιο τρελή φαντασία του κόσμου.

Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 833
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιάννης Ξανθούλης - «Ονειρεύτηκα τη Σαγκάη»: Παρουσίαση του νέου του μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Χρόνια διαβάζω βιβλία του Γιάννη Ξανθούλη χαμογελώντας πάνω από τις σελίδες και λέγοντας (μέσα μου) «Δεν υπάρχει!»… γιατί οι κόσμοι που δημιουργεί είναι ολοζώντανοι, ξεχειλισμένοι από χρώμα, διασκεδαστικοί με έναν σουρεαλιστικό τρόπο – διαβάζω και είναι σαν να πέφτω στο πηγάδι-Ξανθούλης, αυτό με τα απίστευτα γεγονότα και τα σπίτια από ζάχαρη… εντάξει, όχι από ζάχαρη, τότε από πέτρα, όπως στο «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη», το τελευταίο του μυθιστόρημα. Στο οποίο τα πάντα είναι με πολλή πέτρα, ξεκινώντας από τον Πετρόκαμπο, το ξεχασμένο χωριό στη μέση ενός κάμπου, μέχρι τους κατοίκους που είναι Πέτροι και Πετρούλες. Υπάρχουν κι άλλοι, ο Λάκης Φικιφίκας, ο πορνοστάρ χωριανός με τις παράλογες απαιτήσεις περί του μουσείου έργων και ημερών του, ο υπέργηρος αλλά πιτσικωτός παπα-Τσιλιβήθρας, ο Τραμπάλας, η Αραχτούλα, η Πιπίνα Τραχανά και το βουνό Μαρμαρόγκας με το μαγικό νερό που τους κάνει όλους να νυχτοπερπατάνε ως υπνοβάτες. Και να κάνουν σεξ αναμεταξύ τους, πάνω στην υπνοβασία – ναι, είναι ένα από αυτά τα χωριά ο Πετρόκαμπος, όλα μπορεί να τα περιμένει κανείς εκεί.

Μπαίνεις λοιπόν με τα μούτρα στην ιστορία: ένα γράμμα παραδοσιακού τύπου φτάνει στον Πέτρο Μακκαβαίο, τον βασικό ήρωα, και ο αποστολέας είναι ο ξάδερφός του ο Λάκης, που έκανε τρελή καριέρα παίζοντας σε τσόντες στη Γερμανία – μεγάλο του σουξέ, «Το Τρίτο πόδι του Ρήνου», καλλιτεχνική ταινία η οποία έγινε καλτ στη Σανγκάη όπου λατρεύτηκε ο Λάκης. Μόνο που ο Λάκης είναι στα τελευταία του και ζητάει από τον Πέτρο, ως μοναδικό του συγγενή, να αναλάβει τη δημιουργία ενός μουσείου αφιερωμένου στην Τέχνη του. Την Τέχνη του Λάκη, δηλαδή τη σωστή τσόντα, και στον ίδιο τον Λάκη ως προσωπικότητα που έλαμψε διεθνώς χάρη στο μοναδικό, γιγάντιο τσουτσούνι του, υποχρεωτικό έκθεμα του μουσείου.

Όλα αυτά είναι αστεία, τα διαβάζεις και σε κάποια σημεία γελάς δυνατά, σε άλλα χαμογελάς απλώς, άλλα τα διαβάζεις στα παιδιά σου, που ψιλο-γελάνε κι αυτά ενώ κοιτάνε στα κινητά κάτι τικ-τοκ. Ή ίσως τσόντες του Λάκη. Γιατί όσο διαβάζεις, όλοι αυτοί οι ήρωες και οι περιπέτειές τους γίνονται τρισδιάστατοι, κι ακόμα και οι «πλαϊνοί», οι δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν ζουμί, ή μάλλον ψυχή. Ο Ξανθούλης ξέρει να φτιάχνει μαγικούς κόσμους και μαγεμένους ήρωες, που με έναν περίεργο τρόπο, πατάνε με το ένα πόδι στη σκληρή πραγματικότητα: υπάρχει ο διεφθαρμένος πολιτικός που κάνει τα πάντα για πέντε ψήφους παραπάνω, η μάνα-μαμή ίσως και πηδούκλω που έζησε στα περιθώρια της κοινωνίας του χωριού, η κοκορόμυαλη δημοσιογράφος με τοπική τηλεοπτική καριέρα, ακόμα και η προδομένη κόρη που θα πάει κατά διαόλου αν δεν βρει ένα σκοπό στη ζωή της.

Δεν θέλω να δώσω το μυθιστόρημα – το διαβάζεις άλλωστε χωρίς να αναρωτιέσαι ΠΩΣ θα τελειώσει, αν έχεις διαβάσει Ξανθούλη, ξέρεις να περιμένεις τα πάντα. Αν ο Ξανθούλης έγραφε στην Αγγλία θα ήτανε τώρα «εθνικός θησαυρός», θα του έδινε παράσημο η βασίλισσα ενώ θα τον έκανε ιππότη. Δυστυχώς η βασίλισσα έχει άλλες δουλειές κι ο Ξανθούλης ζει στην Ελλάδα, με όλους αυτούς τους καλλιτεχνικούς τύπους μέσα του, τον έναν πάνω στον άλλον, αλλά με την απαραίτητη πειθαρχία και συγκέντρωση που προϋποθέτει η οποιαδήποτε δημιουργία. Είχα δει θεατρικά έργα του πριν πολλά χρόνια: το «Λόξα και δόξα» και τα «Σκουπίδια» στο θέατρο Αποθήκη της Αλίκης Γεωργούλη. Ήταν τα πρώτα έργα που με άφησαν με το στόμα ανοιχτό, χάρη στη δομή, την υπόθεση, τα σκηνικά, τη σκηνοθεσία, τους ηθοποιούς αλλά κυρίως χάρη στους διαλόγους, τις καθημερινές ατάκες που πέφτουν η μία μετά την άλλη και βγάζουν γέλιο η μία μετά την άλλη. Υπήρχε κάτι το μαγικό στα θεατρικά του, και μια ταχύτητα πολυβόλου όσον αφορά τα «αστεία», που δεν ήταν «αστεία» παρά κουβέντες οι οποίες έβγαζαν τρελό γέλιο. Θυμάμαι ακόμα, από το 1990 μάλλον, το ζευγάρι που φιλοξενεί μια γαλοπούλα κι έναν φαντάρο, άγνωστο για ποιο λόγο, και η φαγανή γαλοπούλα φουσκώνει συνέχεια, μη σας πώ σαν ποιόν (πολιτικό) γίνεται, ενώ καποιανού άλλου «δεν πιάνεται ο τσενές του;»… ναι δεν ακούγονται αστεία εδώ, έτσι ξεκάρφωτα, αλλά άμα πετύχετε το «Λόξα και δόξα» στην ΕΡΤ θα πέσετε κάτω λέμε από τα γέλια, δεν παλεύεται, κι ο ίδιος ο Ξανθούλης ως ηθοποιός είναι α-πό-λαυ-ση. Εκτός που είχε κάνει και τα κοστούμια, στην πιο σουρεαλιστική παράσταση που είχα δει ως τότε, εγώ και χίλιοι άλλοι άνθρωποι. Ή δέκα χιλιάδες, ή τριάντα, όσοι είδαν τη «Λόξα και Δόξα» και τα «Σκουπίδια» του στην «Αποθήκη». 

Πάμε στο μυθιστόρημα «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη»: είναι τρεχούμενο σα νεράκι, ευχάριστο σαν αεράκι, διαβαστερό σαν τα βιβλία του Ξανθούλη… κι ακόμα περισσότερο, μια και γίνεται όλο και καλύτερος ο Ξανθούλης. Χάνει, η βασίλισσα της Αγγλίας, που δεν τον διαβάζει να του δώσει παράσημο. Θα του έδινα καμιά δεκαριά παράσημα, όχι μόνο για όσα γράφει, όχι μόνο για την παντελή έλλειψη σοβαροφάνειας, αλλά και για το ότι απελευθέρωσε κάμποσους άλλους συγγραφείς (βάζω κι εμένα ανάμεσά τους), μας έμαθε να γυρνάμε ανάποδα τον σκληρό ρεαλισμό, το μέσα-έξω, με αεράτες, δόσεις Ξανθούλικου σουρεαλισμού.


«Ονειρεύτηκα τη Σαγκάη», Γιάννης Ξανθούλης, εκδ. Διόπτρα. Τα σχέδια του Πετρόκαμπου, οι πίνακες στο τέλος του βιβλίου και η σύνθεση του εξωφύλλου είναι του συγγραφέα.