Βιβλιο

Ο Άγγελος Σπάρταλης, «Η Μαρία και η Στέλλα» και ένα εικονογραφημένο lesbo western

Συνέντευξη με τον συγγραφέα του πρώτου ελληνικού Lesbo Western

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 830
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο συγγραφέας Άγγελος Σπάρταλης μιλάει για το βιβλίο του «Μαρία και Στέλλα - Ένα εικονογραφημένο lesbo western» που κυκλοφορεί από την Athens Voice Books.

Πριν λίγες εβδομάδες έφθασε στα χέρια μας το πρωτότυπο από ένα βιβλίο ενός φίλου, του κινηματογραφιστή, ζωγράφου και συγγραφέα Άγγελου Σπάρταλη. Ήταν σε ψηφιακή μορφή, κάθε σελίδα αριστερά ένα ζωγραφικό έργο του και κάθε σελίδα δεξιά, κείμενο. Ήταν μία μαθηματική διάταξη ενός άναρχα δομημένου κειμένου που σε απορροφούσε σαν να βλέπεις ένα μοντέρνο γουέστερν, όντως. Ένα βιβλίο γεμάτο υγρό σεξ («ανοίγεις τη βρύση μου» λέει η Μαρία στη Στέλλα της), ηδυπάθεια, τρελό έρωτα μέχρι θανάτου. Μοντέρνο, αστείο, τρομακτικό, νεανικό, έξαλλο, με ανατροπές, ξύλο, μαθητικούς έρωτες, ταξίδια στο Άμστερνταμ, μηχανές Ντουκάτι και περίστροφα, κοινόβια στο Λόφο του Στρέφη, LSD, εκδίκηση, ζήλια, τζάνκια και πούσερς, χιούμορ, αγάπη, ανατριχίλα, θεωρίες περί αριθμών, μέθοδο για να μετράς πόσο λεσβία είσαι, κυνηγημένες ερωτευμένες γυναίκες, ξύλο ξανά, γλωσσόφιλα και πάλι ξύλο.

Διαβάζεται μονορούφι σαν σενάριο – ας πούμε του Ταραντίνο.

Χρειάστηκαν λίγες μόνο μέρες για να εκδοθεί το Lesbo Western του Σπάρταλη στις εκδόσεις μας, Athens Voice Books και να το αναζητούν όλοι να το πάρουν στα χέρια τους – ακόμα και σαν μέγεθος και υφή χαρτιού είναι σέξι, έτοιμο να μπει σε σακίδια και καράβια, να φύγει παντού για το καλοκαίρι.

Η συζήτηση με τον χειμαρρώδη συγγραφέα, απολαυστική.

Άγγελος Σπάρταλης (Φωτο.: Αγγελική Σβορώνου)

Περίεργο concept, από την άποψη της δομής. Τι θα έλεγες σε κάποιον που δεν ξέρει, για αυτό το βιβλίο;
Το βιβλίο το έγραψα στην Κρήτη και ανέβηκα στην Αθήνα για να βρω εκδότη και μέσα σε μια εβδομάδα δώσαμε τα χέρια με τον Φώτη Γεωργελέ. Δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό. Είναι ένα βιβλίο που εγώ δεν έχω ξαναδεί παρόμοιό του. Ίσως αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του. Δεν είναι κόμικς, δεν είναι κλασικό graphic novel, δεν είναι ένα εικονογραφημένο βιβλίο, είναι ένα παράξενο πράγμα. Καταρχήν είναι ένα πάρα πολύ ωραίο αντικείμενο, έτσι όπως το σχεδιάσαμε με τον Γεωργελέ. Η ιδέα είναι ότι έχουμε μία ιστορία την οποία αφηγούμαστε θραυσματικά – αυτό το εμπνεύστηκα, για παράδειγμα, από τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, από το Logico-Philosophicus του Βιτγκενστάιν που λέει 1. τάδε, 2. τάδε, σπαράγματα δηλαδή. Δεν υπάρχει μια συνοχή. Βέβαια, με πονηριά, όλα αυτά τα έχω βάλει με μία σειρά ώστε το βιβλίο να βγάζει νόημα – μη τρελαθούμε!

Σπαράγματα από θεωρίες, μαθηματικά, φιλοσοφία…
Που αν το πιάσεις όμως δεν μπορείς να το αφήσεις. Για να μην τρομάξουμε τον κόσμο! Είναι ευδιάβαστο. Σε βουτάει από τα μούτρα και σε πάει παρακάτω. Τώρα, μια σελιδούλα που έχει με ανώτερα μαθηματικά, ας την προσπεράσει κάποιος. Το προτέρημά του, πάντως, είναι ότι δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Είναι νεανικό, είναι ζωντανό.

Όλες οι αριστερές σελίδες του βιβλίου είναι εικόνες, ζωγραφισμένες από εσένα. Σε κάποιο σημείο λες ότι κάποιες εικόνες έγιναν για τα κείμενα και κάποια κείμενα έγιναν για τις εικόνες.
Αυτό ήταν μία απόφαση που πήρα γιατί δεν ήθελα να το κάνω κόμικ. Δεν ήθελα καρεδάκια. Αλλά δεν ήθελα και να σπείρω τις εικόνες ανάμεσα στις σελίδες. 97 εικόνες απέναντι σε 97 σελίδες ήταν ένας περιορισμός που εμένα με βοήθησε. Γιατί, ξέρεις, με τις πολλές ελευθερίες τελικά δεν κάνεις τίποτα. Ο δημιουργός είναι υποχρεωμένος από μόνος του να βάζει περιορισμούς.

Το στόρι προϋπήρχε στο μυαλό σου;
Όχι, καθόλου. Η βασική ιδέα ήταν να κάνω ένα σύγχρονο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Έπρεπε λοιπόν να σκεφτώ δύο πράγματα: πρώτον πώς να διαχειριστώ ότι η σχέση πρέπει να ήταν δύσκολη – δεν μπορούσα να βάλω δύο οικογένειες που αντιμάχονται, αυτό είναι ξεπερασμένο. Οπότε εκεί έβαλα το στοιχείο της ομοφυλοφιλίας, της νεότητας –τα δύο κορίτσια ήταν συμμαθήτριες όταν έγιναν ζευγάρι– και το τοποθέτησα στην Κρήτη του 1980. Κι ακόμα, η μία από τις δύο με πατέρα υποστράτηγο και η άλλη ορφανή με τον παππού της αντάρτη. Ε, εντάξει, τι άλλο δηλαδή πιο δύσκολο! Γι’ αυτό και θέλω να τονίσω ότι το στοιχείο της ομοφυλοφιλίας είναι υπόθετο και όχι επίθετο. Δηλαδή, δεν είπα "είναι της μοδός, ας μιλήσω για λεσβίες”.

Και το δεύτερο πράγμα;
Ένα άλλο στοιχείο που πήρα από τον Σέξπιρ είναι το θέμα που διαπραγματευόταν σε όλα τα σονέτα του: το θέμα της ομορφιάς και πώς αυτή καταστρέφεται από τον χρόνο. Πώς βλέπεις έναν όμορφο άνθρωπο που θα καταλήξει μια σακούλα σάπια άντερα. Ο Σέξπιρ θέλει να τη διατηρήσει την ομορφιά. Και το κάνει γράφοντας: εγώ σε υμνώ και οι στίχοι είναι αιώνιοι, άρα η ομορφιά σου θα μείνει αιώνια. Εδώ πάλι ήθελα να τον πειράξω τον Σέξπιρ και τις σκότωσα τις δύο κοπέλες, στα 27 τους. Πάνω στα καλύτερά τους.

Μόλις δώσαμε το φινάλε, ε;
Δεν έχει σημασία. Είναι ένα ταραντινικό αφήγημα. Κάποιοι τρελάρες που σκοτώνονται όλοι.

Κρήτη λοιπόν, 1980, δύο κορίτσια ερωτεύονται, χάνονται και ξαναβρίσκονται.
Ναι, ξαναβρίσκονται μετά από 7 χρόνια, αφού τις έχουν χωρίσει – τη μία την παντρέψανε κιόλας. Ξαναβρίσκονται μέσα στο μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ. Είναι ένα μουσείο που το έχω ζήσει. Στο βιβλίο μιλάω για τόπους που τους έχω ζήσει.

Το βιβλίο όμως έχει και δομή σεναρίου, δίνεις χρόνο, σκηνή, πλοκή. Είχες όντως Ταραντίνο στο μυαλό σου;
Κοίταξε. Όλοι έχουμε Ταραντίνο στο μυαλό μας. Εγώ έπαιξα πονηρά και έβαλα και Σέξπιρ μέσα. Και Σολωμό και Βιτγκενστάιν. Όλοι όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο λένε ότι πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να φτάσει στα χέρια του Ταραντίνο. (Γέλια) Θα έκανε χαμό.

Είναι μεγάλο μπάτζετ έτσι που είναι γραμμένο το βιβλίο αλλά ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να ενδιαφερθούν οι Έλληνες παραγωγοί.
Όχι μωρέ, οι περισσότερες εταιρείες παραγωγής όταν βλέπουν κάτι με χιούμορ τους γυρίζουν τ’ άντερα. Παρατήρησέ το να δεις. Ενώ στο βιβλίο πεθαίνεις στο γέλιο.

Με το χιούμορ και τις ανατροπές που βάζεις στο βιβλίο, νιώθω σαν ο στόχος σου να ήταν ο αστικός έρωτας. Το γράφεις και σε κάποιο σημείο.
Κοίταξε, εγώ είμαι δύο φορές παντρεμένος και έχω και δύο παιδιά. Ζω τον αστικό έρωτα. Έχω τη γυναίκα μου, το σπίτι μου, όλα αυτά. Για μένα ήταν μία εκτόνωση αυτό το βιβλίο. Σκέφτηκα πώς θα ήμουν σήμερα, αν ήμουν 27 χρονών. Πώς θα σκεφτόμουνα στα 27; Έχει σημασία. Εντελώς θεωρητικά πιστεύω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη καταστροφή από την αστική αγάπη: οικογένεια, παιδιά και συγγενείς. Αλλά (γέλια) είναι το μόνο που δουλεύει. Συνεχίζει να υπάρχει, σου παρέχει μίαν ασφάλεια την οποία, όσο περνάνε τα χρόνια την έχεις και περισσότερο ανάγκη. Μέχρι τα 35 εντάξει, μετά τα πράγματα ζορίζουν πολύ.

Κρήτη, γυμνισμός στη Γαύδο, Άμστερνταμ, Εξάρχεια, Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Τα έκανες αυτά εσύ στα 80s;
Έβαλα επίτηδες τις ηρωίδες να είναι στην ηλικία μου. Γεννήθηκαν στις 11 Ιανουαρίου του 1983, όπως εγώ. Το γυμνάσιο και το λύκειο εγώ τα τελείωσα στη Γερμανία. Κάθε Σαββατοκύριακο, με την παρέα μου, πηγαίναμε στο Άμστερνταμ, ήταν δύο ώρες από εμάς. Όπου κάναμε χρήση όλων αυτών τέλος πάντων που περιγράφονται στο βιβλίο. Όλες αυτές τις περιοχές τις ξέρω – εκτός από το Στάνφορντ, έχω πάει όμως σε άλλα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Ήθελα να βάλω το Στάνφορντ στην ιστορία μου γιατί από εκεί έχουν βγει όλοι οι μεγάλοι της τεχνολογίας. Στα μέρη που περιγράφω πήγαινα κι εγώ σε αυτές τις ηλικίες, των κοριτσιών. Οριακά η τεχνολογία έχει φτάσει, στην ηλικία τους, να έχουν email και να στέλνουν sms.

Έχεις συναντήσει τέτοιες γυναίκες στη ζωή σου; Εννοώ με τέτοιο πάθος και ένταση.
Ναι, βέβαια! Εμείς του κινηματογράφου, λόγω της δουλειάς μας, έχουμε πολλή επαφή με νέο κόσμο, 20 με 25 χρονών. Ο κόσμος αυτός πειραματίζεται σήμερα με την ταυτότητά του. Εμένα με κουράζουν οι πιτσιρικάδες αλλά μου δίνουν μια χαρά απίστευτη, δεν την μπορώ τη δικιά μας τη γενιά, τους πενηντάρηδες κι ας πενηνταρίζω. Όλο κόβιντ, κόβιντ, πόλεμος, πόλεμος. Εντάξει, να κάτσουμε 20 λεπτά να τα πούμε, να μου δώσεις καμιά πληροφορία αν έχεις, να σου δώσω κι εγώ, να τελειώνουμε, να πάμε παρακάτω. Οι πιτσιρικάδες έχουν ένα όραμα. Λένε σαχλαμαρίτσες βέβαια αλλά, γιατί, κι εγώ δεν λέω; Αυτοί με γεμίζουν ενέργεια. Κι ο πειραματισμός τους γύρω από τη σεξουαλική τους ταυτότητα είτε γνήσιος είτε κάλπικος δεν με ενδιαφέρει, δεν θα τον κρίνω εγώ, με ενέπνευσε. Αυτά για το λεσβιακό κομμάτι.

Υπάρχει όμως και βία στις ηρωίδες σου.
Όσο για το σαδομαζοχιστικό κομμάτι λοιπόν, το πρόβλημα της Στέλλας, αυτή είναι η αδίστακτη σαδίστρια, δεν είναι η ομοφυλοφιλία της αλλά το ότι είναι πανέξυπνη. Γράφει, ας πούμε, στη διπλωματική της μία πραγματεία για τη θεωρία των αριθμών και μένει στην ιστορία. Αυτοί οι άνθρωποι, που κι αυτούς τους έχω γνωρίσει (εγώ ευτυχώς δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία), είναι ευαίσθητοι. Έχουν εκρηκτική ενέργεια και είναι πειραματιστές, και κάνουν τα πάντα, διαβάζουν τα πάντα, γουστάρουν τα πάθη τους. Το 50% κάθε ηρωίδας μου, λοιπόν, είναι πραγματικό πρόσωπο. Το υπόλοιπο 50% είναι οι χαρακτήρες όπως τους ώθησα εγώ στα άκρα.

Καταλαβαίνω ότι δεν έχει σημασία ότι είναι γυναίκες, αλλά γιατί δεν ήταν άντρες οι ήρωές σου;
Μου είναι πολύ πιο εύκολο να γράψω για γυναίκες και πολύ συχνά γράφω σαν γυναίκα. Σε πολλά ποιήματά μου για παράδειγμα. Πάντα μπορώ να γράψω για μία γυναίκα και, μάλιστα, αν σε αυτόν τον χαρακτήρα υπάρχει μία υπερβολή. Και νομίζω, στον χώρο της λογοτεχνίας δεν είναι σπάνιο αυτό.

Γιατί γουέστερν;
Στην υπερβολή, έτσι; Το σκέφτηκα καταρχήν γιατί η μία ηρωίδα μας κουβαλάει πάντα μαζί της ένα σκαλιστό κολτ και της αρέσει να σκοτώνει, να ληστεύει και λοιπά. Επίσης το βιβλίο έχει το στοιχείο της περιήγησης το οποίο, δεν ξέρω γιατί, μου έφερε ένα γουέστερν στο μυαλό. Δύο ανεπιθύμητες ηρωίδες που ταξιδεύουν συνέχεια, ζουν επικίνδυνα και προκαλούν τον πανικό. Αλλά και για λόγους μάρκετινγκ – δεν είναι κακό να το πω. Όταν σκέφτηκα το «γουέστερν», πήδηξα πάνω. Είναι προβοκατόρικος υπότιτλος.

Εσύ δεν θέλεις να σκηνοθετήσεις για τον κινηματογράφο αυτή την ιστορία;
Όχι, εγώ δεν μπορώ να κάνω εμπορικό σινεμά. Αυτό αν γίνει ταινία μπορεί να κάνει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Εγώ θα ήθελα να το πάρει ο Ταραντίνο ή ο Ρίντλεϊ Σκοτ ας πούμε, να το γυρίσει, κι από τα λεφτά που θα πάρω να κάνω μία δική μου ταινία.

Και πού ξέρει ο Ταραντίνο τον Λόφο του Στρέφη και τη Γαύδο και όλα αυτά;
Ας είναι συμπαραγωγή τότε. Το αμερικάνικο κομμάτι, στο Στάνσφορντ να το κάνει ο Ταραντίνο, Κρήτη-Γαύδο να το κάνει ο Οικονομίδης, κι από κοινού μαζί μου να κάνουμε το Άμστερνταμ. Το φαντάζεσαι;


Το βιβλίο «Μαρία και Στέλλα» του Άγγελου Σπάρταλη μπορείτε να το παραγγείλετε εδώ