Βιβλιο

«Λατρεία» της Χάνα Κεντ: Δεν είναι μια απλή ιστορία αγάπης

Ένας ασεβής, αδόκιμος, βέβηλος έρωτας ανθίζει ανάμεσα σε δυο κορίτσια της ανορθόδοξης κοινότητας

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 829
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Λατρεία» της Χάνα Κεντ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Πάντα μου άρεσε ο περίκλειστος χώρος των αιρέσεων, της σέκτας, της ετεροδοξίας. Θυμάμαι, μια μέρα που τριγύριζα στην γειτονιά της εφηβικής αγαπημένης μου περιμένοντας μήπως τη δω να εμφανίζεται στο μπαλκόνι της – πρόσεξα ένα οίκημα με την επιγραφή στο υπέρθυρο Αντβεντιστές της Έβδομης Ημέρας. Έτυχε να είναι ανοιχτά και μπήκα μέσα με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Δεν συνάντησα τον Σατανά, μονάχα κάποιους ενήλικες που έψαλαν ύμνους κι ένωσα κι εγώ για λίγο μαζί τους τη φωνή μου για να μη φανώ εντελώς παράταιρος.

Αργότερα έμπλεξα με μια κοπέλα από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά (αλλά αυτό το περιγράφω λεπτομερώς στο μυθιστόρημά μου. Δεν ήξερες… δεν ρώταγες! )

Εννοείται πως βλέπω κάθε ταινία που έχει να κάνει με τους Amis. Οπότε, το βιβλίο της Χάνα Κεντ «Λατρεία» έπεσε στα χέρια μου σαν μάννα εξ ουρανού. Η συγγραφέας περιγράφει την ιστορία μιας δράκας Παλαιολουθηρανών, μιας εξόχως συντηρητικής θρησκευτικής κοινότητας που λόγω των δοξασιών της που έρχονται σε ρήξη με την επίσημη θρησκεία της Γερμανίας του προπερασμένου αιώνα αναγκάζεται να αποδημήσει στην Αυστραλία ώστε να μπορεί να ασκεί ανεμπόδιστα τα πιστεύω της. Ένας ασεβής, αδόκιμος, βέβηλος έρωτας ανθίζει ανάμεσα σε δυο κορίτσια αυτής της ανορθόδοξης κοινότητας. Φυσικά, κάθε εκδήλωση ενός τέτοιου συναισθήματος θα οδηγούσε σε ακραίες λύσεις και βέβαια δεν περνούσε καν από το μυαλό των αγνών εκείνων παρθένων να δοκιμάσουν να ψελλίσουν τέτοιες σκέψεις. Όλα έπρεπε να παραμείνουν εν κρυπτώ και παραβύστω. Κι ενώ η τρομαγμένη από τα συναισθήματά της αφηγήτρια δεν ξέρει τι να πράξει, η κοινότητα αποφασίζει να μετοικήσει στην εξωτική Αυστραλία. Το τσούρμο επιβιβάζεται σε καράβι και το ταξίδι ξεκινάει. Πρόκειται να παραμείνουν στη θάλασσα για έξι μήνες. Σήμερα κάτι τέτοιο ακούγεται εφιαλτικό. (Εγώ δεν έχω πάει μέχρι σήμερα στη Δονούσα γιατί αρνούμαι να πιστέψω ότι για να βρεθώ τόσο κοντά θα χρειαστώ 7 ώρες σε καράβι).

Η συγγραφέας περιγράφει με τρόπο εξόχως ποιητικό το εξοντωτικό αυτό ταξίδι. Για την ακρίβεια, παίρνει τον αναγνώστη πάνω σε εκείνη τη σκούνα και τον κάνει κοινωνό των άθλιων συνθηκών που έζησαν οι μέτοικοι στα αμπάρια του πλοίου. Βγάζω το καπέλο μου στη Χάνα Κεντ αλλά και στους μεταφραστές της στα ελληνικά, τη Μαρία Αγγελίδου και τον Άγγελο Αγγελίδη (πολλοί άγγελοι σε μια πρόταση –αυτό θα το θεωρούσαν καλό οιωνό οι Παλαιολουθηρανοί αποδημούντες στους Αντίποδες). Στη μέση περίπου του μυθιστορήματος, η συγγραφέας αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ένα τέχνασμα που θα τη βοηθήσει να οδηγήσει τους ήρωές της σε ένα πιο παράδοξο μονοπάτι. Το τέχνασμα αυτό δεν πρόκειται να το φανερώσω εδώ καθώς απεχθάνομαι κάθε είδους αποκαλύψεις εν μέσω της ιστορίας. Είναι όμως αυτό που δίνει την ποιητική χροιά στον λόγο της ηρωίδας, μια ποιητική χροιά που όμως δεν αποσυντονίζει διόλου τον στέρεο πεζογραφικό χαρακτήρα του βιβλίου. Είναι μια ιστορία αγάπης; Είναι ίσως κάτι παραπάνω. Είναι Λατρεία. Κι η αγάπη μαζί με την λατρεία μπορούν να κινήσουν βουνά. Εμείς μένει να κινηθούμε ως το κοντινότερο βιβλιοπωλείο.