Βιβλιο

Δήμητρα Παπαδοπούλου: Όλοι οι μεγάλοι έρωτες είναι μια μυθοπλασία

Εξάρχεια, τέλη ’70 με αρχές ’80, συγκρούσεις, άρωμα επανάστασης, ροκ, ρεμπέτικα — και ένας μεγάλος έρωτας

Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για το μυθιστόρημα της σεναριογράφου, θεατρικής συγγραφέως και ηθοποιού Δήμητρας Παπαδοπούλου, «Ο έρωτας είναι παιχνίδι, μωρό μου» (Εκδόσεις Διόπτρα)

Δεν είναι μόνο που ξέρω καλά τους χώρους, τις καταστάσεις, τους χαρακτήρες και τον χρόνο στον οποίο διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου της Δήμητρας Παπαδοπούλου, «Ο έρωτας είναι παιχνίδι, μωρό μου». Είναι και πολλά ακόμα. Αλλά αυτό, τα Εξάρχεια στις αρχές της δεκαετίας τού ’80, είναι μαγικό στοιχείο και σε τραβά από το χέρι. Δεν μπορείς να του αντισταθείς.

Οπότε δεν άφησα το βιβλίο μέχρι να τελειώσει, όχι μόνο επειδή είναι πράγματι γραμμένο για να διαβαστεί μονορούφι —με ωραίες δόσεις χιούμορ, γλυκιά μελαγχολία, ξέχειλη εξομολογητική διάθεση και τόνους ειλικρίνειας που, συχνά, σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό—, αλλά και γιατί η τρελή εκείνη εποχή, με την πλατεία, τα μπαρ της, τα μαγέρικά της, τους απίθανους και θεότρελους τύπους της, την αμφισβήτηση, την αφέλεια μεγατόνων, τη ροκ και τα ελληνικά, τη Φραγκοσυριαν ή και το Εναλλάξ, τα πρεζάκια και τους αναρχικούς, την Καλλιδρομίου και το 5ο, το Πολυτεχνείο και τις συγκρούσεις, τις οδομαχίες και το ξύλο, τις «φιλοσοφίες» και τα τσιτάτα, το μεθύσι και τον έρωτα — ναι, όλα αυτά δεν τα αφήνεις να σου φύγουν έτσι και τα πετύχεις. Και αυτό το μυθιστόρημα τα περιέχει σε μεγάλες, χορταστικές ποσότητες.

Όμως δεν είναι ένα βιβλίο για τα Εξάρχεια «τω καιρώ εκείνω». Όχι. Βασικά είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Ή μάλλον, ένα μυθιστόρημα γύρω από έναν μεγάλο, και βέβαια αδιέξοδο, έρωτα. Ή καλύτερα, ούτε αυτό: είναι ένα σπιντάτο μυθιστόρημα ενηλικίωσης, με ηρωίδα ένα κορίτσι, μία φοιτήτρια, που διαφέρει από τους άλλους όσο ο καθένας μας διαφέρει από τους άλλους επίσης, ένα κορίτσι που δεν ξέρει «τι να κάνει όταν μεγαλώσει», δεν θέλει να ακολουθήσει τις πατρικές επιταγές για καλές σπουδές, σίγουρη αποκατάσταση και αυτονομία, ένα κορίτσι που ψάχνεται και —κυρίως— που ερωτεύεται. Τον λάθος άντρα φυσικά, αλλιώς δεν θα ’χε αξία. Και που εντέλει ζει για χρόνια γύρω του, τη μια κοντά του και την άλλη πολύ μακριά του, σαν εκείνες τις πεταλούδες που γοητεύονται από ένα απατηλό φως, ή από μια φωτιά που μπορεί να τις κάψει χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει μέσα στην πύρινη εγωπάθειά της.

Η ίδια δεν το μετανιώνει, ή όχι πάντα, γιατί είναι σαφής: «Καλά τα λέτε εσείς, επανάσταση, ανατροπή, όλα αυτά — αλλά εγώ θέλωαυτόν, και θέλω να είμαι μαζί του. Όμως να είναι μαζί μου κι αυτός». Μα νά που εκείνος δεν είναι απλώς όμορφος, σέξι, επαναστάτης, και γενικώς τέλειος — είναι και κοινόχρηστος. Και η ηρωίδα μας πασχίζει να το αντέξει αυτό. Και πασχίζει, και πασχίζει, και μια της βγαίνει και μια δεν της βγαίνει, και τρώει τα μούτρα της. Και κάποτε, δόξα τω Θεώ, θα γνωρίσει και ένα χρυσό παιδί, στον αντίποδα του επαναστάτη, και θα ζήσει μαζί του μια βαθιά, ειλικρινή αγάπη. Μα, από την άλλη, μπορεί να συγκριθεί η αγάπη με τον έρωτα; με το πάθος; με εκείνη τη φωτιά που υπόσχεται τα πάντα και που μπορεί να σε κάψει;

Αλλά επίσης, πέρα από τους έρωτες: πώς θα γίνει να βρει τελικά τον δρόμο της η ηρωίδα μας; Και θα τον βρει άραγε κάπου μέσα της, όπως «πρέπει»; Ή μέσω τρίτων πάλι;

Εν μέρει αυτοβιογραφικό (το θρυλικό εξαρχειώτικο Εναλλάξ, που λέγαμε, το άνοιξε και το δούλεψε η ίδια η συγγραφέας, και η φοιτητική ζωή που περιγράφει είναι η δική της φοιτητική ζωή), εν μέρει σύνθεση πορτρέτων άλλων κοριτσιών της εποχής, το πρώτο μυθιστόρημα της σεναριογράφου, θεατρικής συγγραφέως και ηθοποιού Δήμητρας Παπαδοπούλου, ένα απολαυστικό και αφοπλιστικό γυναικείο μυθιστόρημα (πιο γυναικείο δεν έχει), τα σπάει.

Αντί παραθέματος, κλείνουμε με δυο λόγια από την επιμελήτρια του βιβλίου, την καλή συνάδελφο Βίκυ Κατσαρού:

Η Δήμητρα Παπαδοπούλου αναβιώνει μια εποχή και τη γενιά της, ζωγραφίζει με χρώματα θερμά μια γειτονιά αμφιλεγόμενη. Όμως όπως συμβαίνει με τα έργα της λογοτεχνίας, το πρώτο της αυτό μυθιστόρημα υπερβαίνει τα όρια του τόπου και του χρόνου. Δεν είμαι η γενιά της ηρωίδας, καθώς η ιστορία ξεκινάει μετά τον Μάη του ’68. Αλλά ανήκω σε εκείνους που συνέχισαν την κληρονομιά αυτή. Μεγάλωσα στις γειτονιές του κέντρου και της Αθήνας, τα Εξάρχεια ήταν το δεύτερό μου σπίτι και μέχρι τα 30 μου ήμουν το κορίτσι με τη μαύρη ζακέτα που έβαζε στοίχημα όταν διέσχιζε τους δρόμους της Ομόνοιας αν θα περάσει πιο γρήγορα αυτή ανάμεσα από τα αυτοκίνητα ή οι αφελείς γάτες. Η ηρωίδα είμαι εγώ. Για αυτό και η ηρωίδα αυτή δεν έχει όνομα. Γιατί είσαι και εσύ. Κι η μάνα μου. Κι η κολλητή μου. Κι εκείνη η κοπέλα που είδα προχθές στον δρόμο να στέκει σκεφτική πλάι σε ένα παγκάκι αν πρέπει να ξαποστάσει ή όχι. Για αυτό και δεν θα ακούσετε ούτε μια φορά να ξεστομίζεται το όνομά της. Η ηρωίδα αυτή είμαστε όλες μας που μάθαμε να συμβιβαζόμαστε με τη δυσκολία, το λίγο των άλλων, που βλέπαμε τα εμπόδια ως ευλογία. Όλες εμείς που περάσαμε τη νιότη μας και αισθανόμαστε σκληρό τον χρόνο στον καθρέφτη γιατί η κοινωνία μαζί μας είναι αμείλικτη. Όλες εμείς που θεωρήσαμε ότι έχουμε απόθεμα χρόνου και τον ξοδέψαμε λάθος. Κι όμως, ο χρόνος αυτός ήταν η μόνη μας αληθινή περιουσία. Όλες εμείς που ενίοτε το πάπλωμα έγινε σωσίβια λέμβος. Όλες εμείς που έπρεπε να χωρέσουμε στα θέλω των άλλων και το μόνο που θέλαμε ήταν ένα χάδι. Όλες εμείς που πληγωθήκαμε τόσο κι αυτή η πληγή της γυναίκας που δεν αγαπήθηκε όσο ήθελε δεν επουλώνεται ποτέ. Μένει κορίτσι επτά χρονών που το λυγίζει το παράπονο. Η Δήμητρα με το πρώτο της βιβλίο γίνεται όλες εμείς.

Δήμητρα Παπαδοπούλου