- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Στη θέση του οδηγού», ένα καθηλωτικό ψυχολογικό θρίλερ
Με μια πέρα για πέρα αλλόκοτη ηρωίδα που ψάχνει απεγνωσμένα έναν θύτη και ένα θύμα
Για τη νουβέλα της Muriel Spark, «Στη θέση του οδηγού» (μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου, Εκδόσεις Κλειδάριθμος)
Όταν μια νουβέλα είναι μαστορικά φτιαγμένη, έτσι δηλαδή όπως πρέπει σ’ αυτό το πιο υποτιμημένο από τα λογοτεχνικά είδη, είναι ανώτερη από πολλά καλά μυθιστορήματα. Αυτό ακούγεται βέβαια υπερβολικό και είναι σίγουρα ατεκμηρίωτο, αλλά έτσι κι αλλιώς το εννοούμε. Είναι φορές που κανείς πρέπει να μπορεί να βγάλει ένα βιβλίο μέσα σε ένα απόγευμα όλο κι όλο, βυθισμένος στις λέξεις του και αποκομμένος πλήρως από τον κόσμο — γιατί οι πολλές συνάφειες μαζί του φέρνουν πονοκεφάλους και διανοητική καταβολή, ανάμεσα σε άλλα. Οπωσδήποτε, το «Στη θέση του οδηγού» μπορεί να διαβαστεί με διαλείμματα, αλλά αν κανείς έχει τη δυνατότητα να του αφιερώσει δυο-τρεις ώρες, θα αποζημιωθεί με το παραπάνω.
Η νουβέλα της Σπαρκ —ένα κλασικό βιβλίο από αυτά που πράγματι πρέπει να διαβάσει όποιος θέλει να έχει μία καλή άποψη για τη σύγχρονη λογοτεχνία— είναι ιδανική για κάτι τέτοιο. Και, ναι, είναι πολύ καλύτερη από πολλά χοντρά, φλύαρα μυθιστορήματα του είδους που συνήθως λέμε «ψυχολογικό θρίλερ» ή, γενικεύοντας επικίνδυνα, «αστυνομικό μυθιστόρημα». Το βιβλίο είναι απολύτως και «ψυχολογικό» και θρίλερ—θρίλερ μάλιστα με έναν τρόπο ύπουλο, με έναν τρόπο που προβάλλει ανησυχαστικά πίσω από κάθε σελίδα του, βγάζοντας ολοένα και πιο έξω το κεφάλι του—, αν και δεν θα γίνει ποτέ «αστυνομικό». Κι ας έχουμε εδώ και ένα, πιθανώς απολύτως αθώο, θύμα, και έναν (άγριο) φόνο, και έναν δολοφόνο με στοιχεία σίριαλ κίλερ. Παρά ταύτα, και μολονότι, όπως είπαμε, το «Στη θέση του οδηγού» είναι μικρό, καταφέρνει να έχει πολλά περισσότερα από «μόνο» αυτά. Και καταφέρνει εύκολα και «ανεπαισθήτως» να σε στοιχειώσει.
Πρώτα-πρώτα, έχει μία αξέχαστη ηρωίδα. Η Λιζ δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό σου, και πλέον δεν θα υπάρξει κανένα αεροπορικό ταξίδι στη ζωή σου που να μην τη θυμηθείς, έστω και φευγαλέα, όπως δεν μπορεί να υπάρξει σκηνή «μπάνιου» στον κινηματογράφο που να μην αισθάνεται την ανάσα τού «Ψυχώ» από πάνω της. Γιατί το φάντασμα της Λιζ, ντυμένο με τα αλλοπρόσαλλα ρούχα του,θα είναι πάντα κάπου εκεί, να σε εξετάζει: να βλέπει αν είσαι «ο τύπος της». (Κι εσύ θα ελπίζεις πως, προς Θεού, δεν είσαι). Όπως επίσης στοιχειώνει —η Λιζ— και τα εμπορικά κέντρα, από τότε που, μισόν αιώνα πριν, πρωτοέκανε την εμφάνισή της ψάχνοντας να αγοράσει το ένα και το άλλο. Με δυο λόγια, η Λιζ δεν μπορεί να ξεχαστεί. Κι αν δεν είχε, ίσως, πολλά για να τη θυμάται κανείς όσο ζούσε, απέκτησε τα πάντα πεθαίνοντας.
Τι συμβαίνει όμως σ’ αυτό το βιβλίο; Διαβάζουμε: «Η Λιζ έχει εξαντληθεί έπειτα από συνεχή δουλειά δεκάξι χρόνων στο ίδιο γραφείο. Έτσι, αφήνει τα πάντα πίσω της, µεταµορφώνεται σε µια γελαστή, κακόγουστα ντυµένη ξελογιάστρα και φεύγει αεροπορικώς στο εξωτερικό για τις καλύτερες διακοπές της ζωής της. Αλλά η αναζήτηση περιπετειών, σεξ και καινούργιων εµπειριών παίρνει µια σκοτεινή τροπή και µετατρέπεται σε ένα ταξίδι αυτοκαταστροφής».
Έτσι είναι. Η πρωταγωνίστρια προετοιμάζεται σχολαστικά γι’ αυτό το ταξίδι, δηλώνει εμφαντικά την παρουσία της σε όποιον πρέπει να την προσέξει, δημιουργεί μικρές, εφήμερες σχέσεις με τυχαίες γυναίκες και τυχαίους άντρες —άντρες που απλώνουν συνεχώς χέρια, την πιάνουν από το μπράτσο, από τους ώμους, από το γόνατο, άντρες που τη φέρνουν κοντά τους και τρίβονται επάνω της και σκύβουν για να τη φιλήσουν—, και υφαίνει ένα αριστοτεχνικό εργόχειρο-παγίδα, έτοιμη να γίνει κάτι πολύ παραπάνω από ό,τι την προόριζε η ζωή. Και έτοιμη να κάνει μία σειρά από μεγάλες αποκαλύψεις.
Μολονότι η ίδια φανερώνει, έστω και κρυπτικά, τις προθέσεις της σχεδόν από την αρχή —όλοι καταλαβαίνουμε τι έχει στο μυαλό της, πάνω-κάτω—, δεν θέλουμε στο παρόν μικρό σημείωμα να αποκαλύψουμε περισσότερα. Ο αναγνώστης είναι καλό να αφεθεί σ’ αυτό το ταξίδι —σ’ αυτή την κάθοδο στην Κόλαση— χωρίς να έχει πολλά στο μυαλό του, όπως δεν είχαμε και εμείς πριν το διαβάσουμε. Έτσι το βιβλίο θα καταφέρει να τον στοιχειώσει πιο εύκολα.
Η αριστουργηματική αυτή νουβέλα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τίτλο «Identikit» το 1974 (σκηνοθεσία Giuseppe Patroni Griffi, ελληνικός τίτλος: «Μεσάνυχτα και ένα λεπτό») με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στον πρωταγωνιστικό ρόλο — στην ταινία, που δεν είναι αντάξια του βιβλίου, έχει έναν ρόλο και ο Άντι Γουόρχολ. Το βιβλίο ήταν υποψήφιο για το Lost Man Booker Prize του 1970. Η Σπαρκ (1918-2006) υπήρξε κορυφαία, και θα ήταν καλό να τη μαθαίναμε εξαρχής. Πολύ καλή επιλογή από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος, ιδανική η Χίλντα Παπαδημητρίου για τη μετάφραση.
* * *
Διασχίζοντας τον διάδρομο απογείωσης προς το αεροπλάνο, η Λιζ ακολουθεί από πολύ κοντά, με τον αρκετά μεγάλο διασκελισμό της, τον συνεπιβάτη στον οποίο φαίνεται ότι έχει τελικά επιλέξει να προσκολληθεί. Πρόκειται για έναν ροδομάγουλο γεροδεμένο νεαρό γύρω στα τριάντα· φοράει σκούρο επαγγελματικό κουστούμι και κρατάει μαύρο χαρτοφύλακα. Η Λιζ τον ακολουθεί αποφασιστικά, προσέχοντας να κλείνει τον δρόμο σε οποιονδήποτε άλλο ταξιδιώτη που λόγω άσκοπης βιασύνης μπορεί να χωθεί ανάμεσα στην ίδια και σε αυτόν τον άντρα. Εν τω μεταξύ, σε μικρή απόσταση και πίσω από τη Λιζ, σχεδόν πλάι της, περπατάει ένας άντρας που με τη σειρά του φαίνεται να ανυπομονεί να βρεθεί κοντά της. Προσπαθεί ανεπιτυχώς να τραβήξει την προσοχή της. Φοράει γυαλιά, μισοχαμογελάει, είναι νέος, μελαχρινός, με μακριά μύτη και βαδίζει κάπως σκυφτός. Φοράει καρό πουκάμισο και μπεζ κοτλέ παντελόνι. Στον ώμο του κρέμεται μια φωτογραφική μηχανή και στο μπράτσο του ένα πανωφόρι.
Ανεβαίνουν τα σκαλιά, ο ροδαλός και λαμπερός επιχειρηματίας, η Λιζ μια ανάσα πίσω του κι εκείνος ο άλλος άντρας, με το φιλόδοξο βλέμμα, μια ανάσα πίσω από εκείνη. Ανεβαίνουν τα σκαλιά και μπαίνουν στο αεροπλάνο. Η αεροσυνοδός καλημερίζει τους επιβάτες στην είσοδο, ενώ ένας άντρας του προσωπικού καμπίνας στο βάθος του διαδρόμου της οικονομικής θέσης εμποδίζει τη δίοδο των επιβατών που περπατάνεαργά ο ένας πίσω από τον άλλο για να βοηθήσει μια νεαρή γυναίκα με δύο μικρά παιδιά να φυλάξει τα πανωφόρια τους στη σχάρα πάνω από τις θέσεις. Η δίοδος επιτέλους ανοίγει.Ο επιχειρηματίας της Λιζ βρίσκει μια θέση δίπλα στο παράθυρο στα δεξιά, σε μια σειρά τριών θέσεων. Η Λιζ πιάνει τη μεσαία θέση δίπλα του, στα αριστερά του, ενώ ο άλλος άντρας, που μοιάζει με λιπόσαρκο γεράκι, πετάει στα γρήγορα το πανωφόρι του στη σχάρα, βολεύει και τη φωτογραφική του μηχανή εκεί και κάθεται δίπλα στη Λιζ, στη θέση στον διάδρομο.
Η Λιζ αρχίζει να ψαχουλεύει για να βρει τη ζώνη ασφαλείας της. Πρώτα απλώνει το χέρι της στη δεξιά πλευρά του καθίσματός της που εφάπτεται με εκείνο του άντρα με το σκούρο κουστούμι. Ταυτόχρονα πιάνει το αριστερό τμήμα της ζώνης. Αλλά η αγκράφα που πιάνει με το δεξί της χέρι είναι της ζώνης του διπλανού της. Όσο κι αν προσπαθεί, δεν θηλυκώνει με το αριστερό κομμάτι. Ο διπλανός της με το σκούρο κουστούμι, ο οποίος επίσης ψαχουλεύει για να βρει τη ζώνη του, συνοφρυώνεται καθώς φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται πως εκείνη έχει πιάσει το δικό του μισό της ζώνης και βγάζει έναν ακατάληπτο ήχο. Η Λιζ λέει: «Νομίζω ότι έχω πάρει τη δική σας».
Εκείνος ψαρεύει την αγκράφα που κανονικά ταιριάζει στη ζώνη ασφαλείας της Λιζ. Η Λιζ λέει: «Ω ναι. Χίλια συγγνώμη». Ύστερα χαχανίζει, ενώ εκείνος χαμογελάει με τυπική ευγένεια για μια στιγμή και μετά σοβαρεύει, δένει προσεκτικά τη ζώνη του και στη συνέχεια κοιτάζει έξω από το παράθυρο το φτερό του αεροπλάνου, ασημί με ορθογώνια μπαλώματα.
Ο διπλανός της Λιζ από την αριστερή μεριά χαμογελάει. Από το μεγάφωνο ακούγεται η οδηγία προς τους επιβάτες να δέσουν τις ζώνες ασφαλείας τους και να μην καπνίζουν. Τα καστανά μάτια του θαυμαστή της εκπέμπουν ζεστασιά, το χαμόγελό του, πλατύ όσο και το μέτωπό του, μοιάζει να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του αδύνατου προσώπου του. Η Λιζ λέει δυνατά για να ακουστεί πάνω από τις άλλες φωνέςστο αεροπλάνο: «Μοιάζεις με τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας. Θέλεις να με φας;»