Βιβλιο

Κορετζιντόρα της Gayl Jones: ένα μυθιστόρημα-σταθμός για τα αμερικανικά γραμμάτα

Ένα βιβλίο που δεν πρέπει να προσπεράσετε

Στέφανος Τσιτσόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κορετζιντόρα της Gayl Jones: Βιβλιοκριτική του μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

«Όταν κάποιοι μου είπαν ότι τους άρεσε το τραγούδι μου, ήταν σ’ εκείνο το μέρος που θύμιζε περισσότερο σπίτι παρά εστιατόριο. Όταν η μαμά το έμαθε, ήρθε και με πήρε. “Δεν θα σ’ αφήσω να τραγουδάς τη μουσική του διαβόλου. Εγώ εδώ πέρα να κάθομαι στην εκκλησία και να υμνώ τον Κύριο κι εσύ εκεί, στου Πρέστον, να τραγουδάς τον σατανά”». Το «Κορετζιντόρα», που εκδόθηκε το 1975, όταν η Γκέιλ Τζόουνς ήταν μόλις είκοσι έξι ετών, ευτύχησε να πέσει στα χέρια της Τόνι Μόρισον, που εκείνο τον καιρό ήταν επιμελήτρια στον εκδοτικό Random House. Η Μόρισον έπιασε κατευθείαν την ποιότητα και τα γράδα του, κατάλαβε πως το μυθιστόρημα που κρατούσε ήταν ένα λογοτεχνικό διαμάντι.

Η κεντρική ηρωίδα, η Ούρσα, είναι μια χαρισματική Αφροαμερικανή μπλουζ τραγουδίστρια, στο Κεντάκι του 1949. Με φωνή, κορμί και ψυχή σμιλεμένες από τον κληρονομικό πόνο και την αγριάδα που υπέστησαν η γιαγιά της και η μητέρα της από έναν ιδιοκτήτη σκλάβων του δέκατου ένατου αιώνα, η Ούρσα αδυνατεί να αντεπεξέλθει στην υποχρέωση που θέλει τις μαύρες γυναίκες να δημιουργούν απογόνους, καθώς μένει στείρα μετά από έναν άγριο καυγά. Η Ούρσα Κορετζιντόρα πήρε το επίθετό της από τον δουλέμπορο Κορετζιντόρα που εκπόρνευε γυναίκες αλλά και κοιμόταν μαζί τους, τεκνοποιώντας απανωτά και αιμομικτικά. Η Ούρσα Κορετζιντόρα, στοιχειωμένη από τη βία, τον ρατσισμό και τη χειραγώγηση, αποφασίζει να θέσει νέους, δικούς της όρους για να υπερασπιστεί τη γυναικεία της υπόσταση.

Η Ούρσα Κορετζιντόρα πρέπει να τα βάλει με όλους και με όλα: «Και οι παλιοί δίσκοι της γιαγιάς με τα παλιά μπλουζ; Δεν είπες ποτέ τίποτα σ’ εκείνη». Δεν απάντησε αμέσως, αλλά αργότερα είπε: «Αυτό που βγαίνει από το στόμα σου είναι ο ίδιος διάβολος». Της είπα ότι δεν χρειαζόταν να με ντροπιάζει και να με σέρνει έξω από του Πρέστον κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπροστά σε όλους. Θα μπορούσε απλώς να μου το πει. Είπε ότι δεν ήξερα καμιά Κορετζιντόρα να συμμορφώνεται μόνο με τα λόγια. Τότε ήταν που της είπα ότι εγώ δεν ήμουν μια Κορετζιντόρα. Έμεινε να με κοιτάζει, κι έπειτα είπε ότι καλά θα κάνω να μη με ξαναπιάσει εκεί στου Πρέστον, αλλιώτικα θα μου έβγαζε τον διάβολο από μέσα μου, όχι μόνο από το στόμα αλλά κι από τον πισινό μου». Χωρίς αγάπη και απανωτά άτυχη με τους άντρες της ζωής της, τον Ματ, τον Τάντπολ και μερικούς ακόμα Αφροαμερικανούς, που λειτουργούν το ίδιο πατριαρχικά και βίαια με τους λευκούς δυνάστες τους, η Ούρσα Κορετζιντόρα είναι μια κακοποιημένη γυναίκα που ολοένα και περισσότερο, καθώς προχωράς τις σελίδες του βιβλίου, θα παλεύει έντονα και αμετανόητα για να κατακτήσει την ανεξαρτησία και την ελευθερία της.

Το «Κορετζιντόρα», που εκδόθηκε φέτος από τον Κλειδάριθμο, είναι ένα μυθιστόρημα που η Τόνι Μόρισον, η Μάγια Αγγέλου, ο Τζέιμς Μπάλντγουιν και η αφρόκρεμα των αφροαμερικανικών γραμμάτων το θεώρησαν κομβικό ως προς την εξέλιξη της μαύρης κουλτούρας. Η Ούρσα τραγουδά πονεμένα σαν την Μπίλι Χολιντέι και λυσσασμένα σαν τη Νίνα Σιμόν, είναι στιγματισμένη ανελέητα από τον ρατσισμό του λευκού, που όμως μπήκε και σακάτεψε και την ψυχή των μαύρων αντρών και γυναικών, με τρόπο σοκαριστικό, όπως τον καταγράφει η συγγραφέας Γκέιλ Τζόουνς.

Στο «Κορετζιντόρα» δεν υπάρχει ο κακός ασπρουλιάρης και ο πονεμένος Αφροαμερικανός, δεν υφίσταται το εύκολο (και χολιγουντιανό) δίπολο, απεναντίας η ψυχολογική βία και η σεξουαλική εκμετάλλευση, που ρημάζουν την ψυχή και το κορμί της Ούρσα, πηγάζουν από την ομόχρωμη πλευρά, από την ίδια τη φυλή της. Σοκαριστικό και καινοτόμο, το 1975 όταν τυπώθηκε το «Κορετζιντόρα», αλλά και έως σήμερα, παραμένει ένα μυθιστόρημα-σταθμός. Με διαλόγους κοφτούς και γρήγορους, με την απελπισία και τη σεξουαλική βία να μετατοπίζουν τα όρια του ρατσισμού, που προσδιορίζει αμείλικτα τις σχέσεις ανάμεσα στις μαύρες γυναίκες και τους μαύρους άντρες, το «Κορετζιντόρα» έκανε την Τόνι Μόρισον να πει πως «Μετά από αυτό, κανένα μυθιστόρημα με μαύρη ηρωίδα δεν θα είναι πια το ίδιο». Έτσι ακριβώς.

Διαβάζοντάς το ήταν σαν να ακούω ένα ατελείωτο μπλουζ δωδεκάμετρο, έναν ανελέητο εσωτερικό μονόλογο που θα μπορούσε να τον διηγηθεί με νότες το πιάνο της Νίνα Σιμόν και πάνω του να γρυλίζουν σε ρόλο δεύτερων φωνητικών αποσπάσματα από τη ζωή της Μπίλι Χολιντέι. Η Αργυρώ Μαντόγλου μετέφρασε εξαίσια ένα μυθιστόρημα που, εκτός από μελάνι και λέξεις, είναι φτιαγμένο από ψυχές που αποτύπωσαν τον πόνο τους μέσα σε βινύλια. Μην το προσπεράσετε.