Βιβλιο

Βιτόριο Τζαρντίνο: Ο Ιταλός θρύλος των ευρωπαϊκών κόμικς μιλάει στην Athen Voice

«Χάρη στην άγνοιά μου και με πολλή τύχη, μετά από 45 χρόνια μπορώ ακόμα να κάνω τη δουλειά που αγαπώ»

yannis-papadopoulos
Γιάννης Χ. Παπαδόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 824
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
vittorio-giardino.jpg

Βιτόριο Τζαρντίνο: Ο ιταλός κομίστας, με αφορμή την κυκλοφορία του κόμικ «No Pasarán» (Jemma Press), μιλάει εφ' όλης της ύλης

Στην περίπτωση του Βιτόριο Τζαρντίνο δεν χρειάζεται καν να αναφερθούν τα πολλά και διαφορετικά βραβεία που έχει κερδίσει, στην Ιταλία, στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ, ούτε το γεγονός πως είναι ένας από τους πιο πολυδημοσιευμένους Ιταλούς κομίστες. Και αυτό γιατί ο Ιταλός δημιουργός, γεννημένος στην Μπολόνια, είναι ακόμα και τώρα, στα 75 του χρόνια, ένας ζωντανός θρύλος των ευρωπαϊκών κόμικς.

Με σπουδές σε εντελώς άσχετο με τα κόμικς αντικείμενο, εγκατέλειψε σε αρκετά μεγάλη ηλικία την καριέρα του τεχνικού ηλεκτρονικών υπολογιστών και αφοσιώθηκε στο σχέδιο και στα καρέ. Με πολλή δουλειά και συστηματική έρευνα έγινε σύντομα ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λεγόμενης «καθαρής γραμμής». Με επιρροές από τους Hergé και Jacobs, αλλά συγχρόνως με ένα εντελώς προσωπικό στιλ, ο Βιτόριο Τζαρντίνο αποδίδει τεράστια σημασία στην ακρίβεια και στη λεπτομέρεια ενώ τον διακρίνει και μια σχεδόν εμμονική προσκόλληση στην ιστορική τεκμηρίωση και στην απόλυτα οργανωμένη κατασκευή της πλοκής. Επηρεασμένος λογοτεχνικά από συγγραφείς όπως ο Τζον Λε Καρέ ή ο Ντάσιελ Χάμετ στα πιο hard boiled στοιχεία του, δημιούργησε από αστυνομικά και κατασκοπευτικά μέχρι κόμικς ακραίου ερωτισμού – στην Ελλάδα τον μάθαμε από το κορυφαίο κόμικ του «Ουγγρική Ραψωδία» (εκδόσεις Βαβέλ, 1990, μετάφραση Παυλίνα Καλλίδου).

Είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε μαζί του με αφορμή την κυκλοφορία του «No Pasarán» (Jemma Press, 2022, μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδης), πρώτο μέρος της ομώνυμης τριλογίας με ήρωα τον κατάσκοπο Μαξ Φρίντμαν και τοποθετημένο στον Ισπανικό εμφύλιο, λίγο καιρό πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ερωτήσεις μας έγιναν στα γαλλικά, οι απαντήσεις δόθηκαν στα ιταλικά και η ακρίβεια των απαντήσεών του αποδεικνύει γιατί ο Βιτόριο Τζαρντίνο είναι ένας από τους πιο εκλεπτυσμένους Ιταλούς κομίστες.

Το εξώφυλλο του «No Pasarán» (Jemma Press, 2022, μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδης)
Το εξώφυλλο του «No Pasarán» (Jemma Press, 2022, μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδης)

 Πώς θέλετε να αποκαλείστε ως καλλιτέχνης;

Στην Ιταλία τα τελευταία χρόνια με ονομάζουν συχνά «μαέστρο». Συνήθιζα να λέω πως δεν είμαι «μαέστρος», αλλά ένας αναγνώστης με ρώτησε: «Και τότε πώς να σας αποκαλώ;». Ξανασκέφτηκα την περίοδο που ήμουν μηχανικός και οι άλλοι με φώναζαν «μηχανικέ μου» και αντιλήφθηκα πως εκείνος ο αναγνώστης είχε δίκιο. Από τότε, ό,τι τίτλο και να μου δίνουν, είναι εντάξει.

 Γιατί επιλέξατε τα κόμικς ως μέσο για να εκφραστείτε;

Ειλικρινά δεν ξέρω. Ίσως γιατί από μικρός αγαπούσα το να σχεδιάζω και να σκαρφίζομαι ιστορίες. Ή ίσως να είναι σωστό ένα ρητό που λέει: «Αν σου αρέσει να σχεδιάζεις, αλλά δεν είσαι και πολύ καλός, κι αν σου αρέσει να γράφεις, αλλά δεν είσαι και τόσο καλός, τότε είσαι ιδανικός για να κάνεις κόμικς».

 Πώς δημιουργείτε τους χαρακτήρες σας; Ποια είναι η μέθοδός σας;

Ο Σαμ Πέτζο ήταν ο πρώτος μου χαρακτήρας και προέρχεται από την αγάπη μου για τις ταινίες και ειδικά για τα αμερικανικά αστυνομικά φιλμ του ’30 και του ’40. Προσθέτοντας λίγη ειρωνεία και τοποθετώντας τον στην ιταλική πραγματικότητα, όλα γίνονται αυτομάτως πιο αυθεντικά. Η ιταλική χωροθέτηση είναι εξαιρετικά πρωτότυπη.

​Ο Μαξ Φρίντμαν είναι ένας πιο ώριμος χαρακτήρας, που τον φαντάστηκα ως πρωταγωνιστή και παρατηρητή σημαντικών ιστορικών γεγονότων στο τέλος του ’30. Ο Τζόνας Φινκ είναι από ένα κόμικς που αφηγείται το πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα των σοσιαλιστικών χωρών σε φάσμα σχεδόν 50 ετών, όπου οι χαρακτήρες γερνούν με το πέρασμα του χρόνου. Η Λιτλ Έγκο γεννήθηκε από την ανάγκη αφηγήσεων λιγότερο απαιτητικών και πιο διασκεδαστικών, και από την επιθυμία μου να αποτίσω φόρο τιμής στον Γουίνσορ Μακ Κέι και τον Λιτλ Νέμο του.

Βινιέτες από κόμικ του Vittorio Giardino.
© Vittorio Giardino

 Πώς αποφασίσατε να εγκαταλείψετε την καριέρα σας ως μηχανικός υπολογιστών σε μια –όχι και τόσο– νεαρή ηλικία και να κυνηγήσετε μια καριέρα στη βιομηχανία των κόμικς;

Οι αιτίες ήταν πολλές. Η κυριότερη πως το σχέδιο για μένα δεν είναι μόνο ένα αληθινό πάθος αλλά περισσότερο ένα βίτσιο το οποίο δεν μπορώ να στερηθώ. Ακόμα και όταν δούλευα ως μηχανικός, τον ελεύθερο χρόνο μου σχεδίαζα. Αλλά ο ελεύθερος χρόνος ήταν ελάχιστος και δεν μου έφτανε. Στο τέλος αποφάσισα πως ήθελα να αφιερωθώ στο σχέδιο ολοκληρωτικά. Έφτασα σ’ αυτή την απόφαση στα 31 μου. Δεν παρακολούθησα ποτέ σχολές σχεδίου και δεν είχα καθόλου υπόψη μου το επαγγελματικό περιβάλλον των καλλιτεχνών. Αυτό ήταν μεγάλη τύχη, γιατί αν ήξερα πόσο δύσκολο είναι να κερδίσεις τα προς το ζην με τα κόμικς πιθανότατα θα είχα εγκαταλείψει αμέσως την ιδέα. Χάρη στην άγνοιά μου και με πολλή τύχη, μετά από 45 χρόνια μπορώ ακόμα να κάνω τη δουλειά που αγαπώ.

 Έχετε δημιουργήσει τόσο αστυνομικά και πιο περίπλοκα κατασκοπικά κόμικς όσο ερωτικές ιστορίες ενηλίκων. Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στο να σχεδιάζετε τόσο διαφορετικά είδη;

Η πιο απλή απάντηση είναι ότι μ’ αρέσει πολύ να σχεδιάζω γυναικείες φιγούρες. Το κάνω και στις αστυνομικές ιστορίες και στις κατασκοπευτικές, αλλά στο «Λιτλ Έγκο» υπάρχουν γυναίκες σε όλες τις σελίδες. Έπειτα, να προσθέσω πως οι ιστορίες της Λιτλ Έγκο είναι πιο «ελαφριές». Άλλωστε και στη ζωή, όπως και στην τέχνη, χρειάζεται και κάτι ανάλαφρο, πρέπει να δίνεις χώρο και στην ελαφρότητα, όπως έλεγε περίπου και ο Ίταλο Καλβίνο.

 Αποδίδετε μεγάλη σημασία στην ακρίβεια της απεικόνισης της χρονικής περιόδου στην οποία εκτυλίσσεται η πλοκή: στην αρχιτεκτονική, στο κλίμα, στα αντικείμενα στα ρούχα. Ερευνάτε απλώς την περίοδο ή ταξιδεύετε κιόλας στα μέρη που απεικονίζετε στο χαρτί;

Έχω ταξιδέψει σ’ όλα τα μέρη που εκτυλίσσονται οι ιστορίες μου. Τα μέρη που επέλεξα μού είχαν προσφέρει δυνατές συγκινήσεις, και μόνο μετά από χρόνια μετουσιώθηκαν σε κόμικς. Φυσικά για τα κόμικς που αναφέρονται στο παρελθόν, όπως ο Τζόνας Φινκ ή ο Μαξ Φρίντμαν, έκανα έρευνες για να σεβαστώ την εποχή που διαδραματίζονται, έρευνες στους χώρους και το αστικό περιβάλλον, σε ρούχα, αντικείμενα κ.λπ. Οι έρευνες αυτές είχαν πολύ ενδιαφέρον για εμένα αλλά συχνά είναι πολύ απαιτητικές και χρονοβόρες. Ακόμα και αυτή, ωστόσο, είναι μια παράμετρος της δουλειάς που με παθιάζει.

Από το κόμικ «No Pasaràn» του Vittorio Giardino.
© Vittorio Giardino

 Στον πρόλογο του «No Pasarán» λέτε ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα που να μην έχει κάνει κάτι στην ιστορία της για το οποίο να ντρέπεται. Ιστορικές στιγμές τις οποίες τα κράτη θα προτιμούσαν να ξεχάσουμε. Κατά πόσο, πιστεύετε, η ιστορία διδάσκεται επαρκώς σήμερα, ότι γνωρίζουμε το παρελθόν ώστε να πορευόμαστε στο μέλλον με μεγαλύτερη σιγουριά;

Σκέφτομαι πως μπορούμε να γνωρίζουμε καλύτερα το παρελθόν απ’ ό,τι το παρόν χάρη στις έρευνες των ιστορικών. Οι ιστορικοί μπορούν να συμβουλεύονται αρχεία που για τους σύγχρονους είναι απόρρητα, οπότε γι’ αυτούς που θέλουν να ξέρουν υπάρχουν πολλές δυνατότητες και προοπτικές. Πιστεύω πως η γνώση της Ιστορίας, αν και συχνά πολύ ελλιπής, είναι πολύ σημαντική για να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει σήμερα. Δυστυχώς, όπως αποδεικνύεται και στις μέρες μας, η ιστορία δεν φαίνεται να διδάσκει πολύ.

 Από πού αντλείτε έμπνευση για τα θέματά σας;

Οι ιδέες που γεννούν τα βιβλία μου, πηγάζουν πάντα από δυνατές συγκινήσεις. Συχνά αυτές οι συγκινήσεις γεννιούνται από τα ιστορικά γεγονότα. Για παράδειγμα από την πτώση του τείχους στο Βερολίνο εμπνεύστηκα τον Τζόνας Φινκ, ενώ ο πόλεμος στη Βοσνία με οδήγησε στο «No Pasarán» και τον εμφύλιο της Ισπανίας. Φυσικά οι ιδέες πηγάζουν και από συγκινήσεις της ιδιωτικής μου ζωής που όμως δεν μετασχηματίστηκαν ποτέ σε αυτοβιογραφικό αφήγημα.

Από το κόμικ «No Pasaràn» του Vittorio Giardino.
© Vittorio Giardino

 Πώς νιώθετε όταν εκφράζετε προσωπικές σας ιδέες ή πολιτικές απόψεις στο χαρτί και με τη συνακόλουθη επιτυχία τους;

Όταν δουλεύω ένα βιβλίο δεν σκέφτομαι ποτέ τους αναγνώστες, ή μάλλον σκέφτομαι έναν μοναδικό αναγνώστη που δεν είναι άλλος από τον εαυτό μου. Κανονικά δημιουργώ ένα βιβλίο που θα μου άρεσε να διαβάσω. Αν αυτό το βιβλίο το είχε κάνει κάποιος άλλος θα ήμουν το ίδιο ευχαριστημένος και θα γλίτωνα και τον κόπο. Για κάθε βιβλίο ξέρω πως με περιμένουν τουλάχιστον δύο με τρία χρόνια δουλειάς. Γι’ αυτό θέλω να επιλέγω προσεκτικά τα θέματά μου. Όσο για τους αναγνώστες, μπορώ μόνο να ελπίζω ότι αυτά τα θέματα ενδιαφέρουν και άλλους εκτός από εμένα. Ποτέ δεν έκανα ωστόσο ένα βιβλίο για να έχω επιτυχία, ίσως και γιατί δεν θα ήξερα πώς να το κάνω, αλλά πάντα έκανα βιβλία που προσφέρονται για ανάγνωση.

 Ποιες είναι οι μεγαλύτερες επιρροές σας στα κόμικς;

Οι δημιουργοί κόμικς που με επηρέασαν είναι πάρα πολλοί και η λίστα θα ήταν μακροσκελής. Οπότε θα αναφέρω μόνο τους βασικούς. Στην παιδική μου ηλικία έμαθα να διαβάζω με τις ιστορίες του Ντόναλντ Ντακ (Carl Barks) και με εκείνες του Floyd Gottfredson (Μίκυ Μάους) και δεν τις ξέχασα ποτέ. Στα νιάτα μου (τα χρόνια του πανεπιστημίου) ανακάλυψα τον Κόρτο Μαλτέζε του Hugo Pratt. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτοί οι δημιουργοί είναι οι πιο σημαντικοί στην ιστορία των κόμικς, αλλά είναι αυτοί που άφησαν το πιο βαθύ και ανεξίτηλο σημάδι σε μένα.

Από το κόμικ «No Pasaràn» του Vittorio Giardino.
© Vittorio Giardino

 Ποια είναι τα πιο αστεία, χαρούμενα, δύσκολα και λυπηρά περιστατικά που σας έχουν συμβεί στην καριέρα σας μέχρι σήμερα;

Θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο βιβλίο για να διηγηθώ τα σημαντικότερα επεισόδια που συνδέονται με τη δουλειά μου, όλα αυτά τα χρόνια. Θα αναφέρω, όμως, ένα. Το πρώτο σημαντικό βραβείο που πήρα ήταν το Yellow Kid το 1982 στο Φεστιβάλ της Λούκα για το καλύτερο κόμικς της χρονιάς, την «Ουγγρική Ραψωδία» (σ.σ. εκδ. Βαβέλ, 1990, μτφ. Παυλίνα Καλλίδου). Εκείνη την εποχή είχα συμπληρώσει μόλις 3 χρόνια δημοσιεύσεων και αυτό ήταν το πρώτο μου έγχρωμο βιβλίο. Η τελετή απονομής των βραβείων έγινε στο θέατρο του Τζίλιο, ένα θέατρο όπερας με πάλκα, θεωρεία και εξώστες. Η επιτροπή, που αποτελείτο μεταξύ άλλων από τον Hugo Pratt και τον Alberto Breccia, καθόταν στη σκηνή.

Εγώ ήμουν τόσο σίγουρος πως δεν θα ήμουν μεταξύ των βραβευθέντων, που είχα κάτσει στις τελευταίες θέσεις του τελευταίου εξώστη, στο πιο μακρινό σημείο από τη σκηνή, τρία πατώματα πιο ψηλά. Όταν λοιπόν άκουσα να βραβεύουν το βιβλίο μου κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και διέσχισα όλη την πλατεία μέχρι να ανέβω στη σκηνή. Μου έδωσε το βραβείο ο Ούγκο Πρατ και όλα τα μέλη της επιτροπής μού έσφιξαν το χέρι. Το κοινό (επαγγελματίες του χώρου των κόμικς) χειροκροτούσε.

Όλο αυτό μου το διηγήθηκαν και υπάρχουν και τα φωτογραφικά ντοκουμέντα, όμως η τελευταία ανάμνηση που έχω από εκείνη τη βραδιά ήταν η στιγμή που άκουσα «Το καλύτερο βιβλίο για το 1982 είναι η “Ουγγρική Ραψωδία”». Τα υπόλοιπα συνέβησαν σ’ ένα είδος υπνοβασίας και στη μνήμη μου δεν άφησαν κανένα ίχνος. Αφήνω στην κρίση σας αν αυτό είναι ένα επεισόδιο αστείο, χαρούμενο, δύσκολο ή λυπηρό…

 Ποιες είναι οι σκέψεις σας αναφορικά με την κατάσταση στην ήπειρό μας σήμερα, με αυτόν τον φρικτό πόλεμο στην Ουκρανία;

Δεν ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει στην Ουκρανία, ούτε γιατί. Μπορώ μονάχα να το φανταστώ. Ανέκαθεν προσπαθώ να μπω στη θέση των άλλων, όλων των άλλων, συμπεριλαμβάνοντας ακόμα και αυτούς με τους οποίους δεν συμφωνώ: ακόμα και αυτό αποτελεί μέρος της δουλειάς μου. Έτσι, φαντάζομαι πως ανάμεσα στους Ρώσους στρατιώτες υπάρχουν πολλοί νέοι, ίσως 20χρονοι, που ίσως περίμεναν να τους υποδεχθούν σαν απελευθερωτές. Πόσο πρέπει να έμειναν έκπληκτοι από την αντίδραση των Ουκρανών συνομηλίκων τους;! Το ’68, μια άλλη εισβολή ρωσική, εκείνη της Πράγας, δεν τελείωσε με ένα λουτρό αίματος, μόνο γιατί η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας διέταξε να μην υπάρξει αντίσταση. Αλλά οι πολίτες, σκαρφαλωμένοι πάνω στα εχθρικά τανκς ρωτούσαν τους Ρώσους στρατιώτες «Pochemu», που σημαίνει «Γιατί;» Σήμερα, όπως τότε, η ερώτηση παραμένει ίδια: «Γιατί;».

Από το κόμικ «No Pasaràn» του Vittorio Giardino.
© Vittorio Giardino

 Έχετε ταξιδέψει στην Ελλάδα; Έχετε αναμνήσεις;

Έχω έρθει στην Ελλάδα πολλές φορές στο παρελθόν, δυστυχώς δεν ξαναγύρισα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Έχω πάει όμως στις ακτές του Ιονίου, στην Πελοπόννησο, στις Κυκλάδες, στη Θράκη, στη Χαλκιδική και στην Αθήνα, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Κόρινθο, Καβάλα, Μυκήνες, Ολυμπία, Δελφοί, Δήλος… Αγαπώ την Ελλάδα και κυρίως τους κατοίκους της. Πάντα με συγκινούν οι ιταλικές λέξεις που λέτε ελληνοποιημένα εσείς οι Έλληνες: «ούνα φάτσα ούνα ράτσα», που εμείς οι Ιταλοί δεν τις αξίζουμε αν σκεφτώ τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν θα υπήρχε η Δύση χωρίς την Ελλάδα, δεν θα υπήρχε λογοτεχνία χωρίς τον Όμηρο.

— Είναι μεγάλη μας τιμή που σχεδιάσατε το εξώφυλλο της Athens Voice (τ. 824). Πείτε μας δυο λόγια για το πώς προέκυψε.

Η εικόνα του εξωφύλλου γεννήθηκε από την ανάμνηση ενός καλοκαιριού στην Τορώνη της Χαλκιδικής, όπου το ντους ήταν υπαίθριο ακριβώς όπως στο σχέδιο.

Το εξώφυλλο που σχεδίασε ο Vittorio Giardino για την Athens Voice

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Λέσχη Ανάγνωσης Νορβηγικής Λογοτεχνίας: Συζητήσεις γύρω από τη νεότερη και σύγχρονη νορβηγική λογοτεχνία
Λέσχη Ανάγνωσης Νορβηγικής Λογοτεχνίας: Συζητήσεις γύρω από τη νεότερη και σύγχρονη νορβηγική λογοτεχνία

Κάθε τελευταία Τετάρτη του μήνα, στις 7 μ.μ., το Ζάτοπεκ γεμίζει από χρώμα: κόκκινο, μπλε και λευκό ― της αγάπης, της θάλασσας και του χιονιού

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.