Βιβλιο

Skagboys: οι ημέρες πριν το Trainspotting

Ο Irvine Welsh ξετυλίγει την απαρχή της ιστορίας

Δημήτρης Καραθάνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είκοσι χρόνια μετά το παταγώδες «Trainspotting», ο συγγραφέας που έδωσε φωνή στη γενιά του ακραίου περιθωρίου επαναφέρει το ίδιο κουαρτέτο ανυπόληπτων οπιουχομανών –Ρέντον, Αρρωστάκι, Μπέγκμπι, Σπαντ– στις πιάτσες και τους τεκέδες του Εδιμβούργου, προκειμένου να ξύσει τον πάτο του κουταλιού. Το «Skagboys» είναι η απαρχή της ιστορίας τους.

n

Δυο γραμμές μέσα στο βιβλίο και καταλαβαίνεις αυτομάτως πως ο Ίρβιν Γουελς δεν θα πήγαινε κόντρα στον μύθο των χαρακτήρων που τον ανέδειξαν, πως παρά τη δικαιολογημένη δυσπιστία απέναντι στα sequel και τα prequel, το «Skagboys» είναι ένα βιβλίο που όφειλε να γραφτεί. «Οι μαλάκες που προσπαθούν να ψυχαναλύσουν τους τελειωμένους παραβλέπουν ένα καίριο σημείο: μερικές φορές το κάνεις γιατί απλώς είναι εκεί κι εσύ είσαι όπως είσαι».

Καλά τα λες, κοκκινοτρίχη, συχνά τα πράγματα είναι έτσι ακριβώς. Όλα τα ελαττωματικά γονίδια και τα κοινωνικοοικογενειακά δράματα του κόσμου (υπάρχουν άφθονα στο «Skagboys») δεν αρκούν για να ξαποστείλουν κάποιον στον λάκκο με τους βρικόλακες χωρίς σταυρό και σκόρδο. Δεν υπάρχει βιολογικός ντετερμινισμός στην πρέζα, όπως κανείς δεν υπέκυψε στην έξη επειδή η ζωή παραείναι αδυσώπητη για να της επιβληθεί. Ο εθισμός δεν υπόκειται σε απλουστεύσεις.

Στην περίπτωση του Μαρκ Ρέντον, μπορεί να είναι ένας έμφυτος ανηδονισμός που καταπραΰνεται μονάχα από το μακάριο «γαμώτο μου… γαμημένη ομορφιά… είμαι αθάνατος, ακαταμάχητος» της χρήσης. Ο Σάιμον Γουίλιαμσον, το Αρρωστάκι, διέπεται από τη φιλοσοφία ότι κανείς δεν ευεργετήθηκε για τις επιφυλάξεις του και, αποφασισμένος καθώς είναι να τα γευτεί όλα από μία φορά, σκορπά τη νιότη του προσπαθώντας να διαιωνίσει εκείνη την πρώτη φορά. Υπάρχουν ασφαλώς και τα γεννημένα θύματα σαν τη μικρή Μαρία, ανεπανόρθωτα βεβηλωμένη, εξαρτημένη και βγαλμένη στο κλαρί προτού προλάβει να το αντιληφθεί. Είναι ένα πανσπερματικό σύμπαν, φτιαγμένο από άπειρες ψηφίδες και κανείς δεν ξέρει να το συνθέτει καλύτερα από κάποιον που το βίωσε στο πετσί του, σαν τον Ίρβιν Γουέλς.

n

Το «Skagboys» ήταν ένα γραμμάτιο που περίμενε να ξεπληρωθεί. Ευθύς αφότου ολοκλήρωσα την πυρετική ανάγνωση του βιβλίου, άρπαξα τη φθαρμένη πρώτη έκδοση του «Trainspotting» (ημερομηνία με ξεθωριασμένο μελάνι: Νοέμβριος 1995 - πώς περνάει ο καιρός!) και την ξεκοκάλισα σε μια καθισιά. Μπορεί το βιβλίο να είναι σκαλισμένο στο δέρμα μου σαν τατουάζ, αλλά είχα λησμονήσει τη συνέντευξη του συγγραφέα στο παράρτημα. Λέει εκεί ο Γουέλς: «Πολλοί μου έχουν προτείνει να γράψω ένα sequel, αλλά νομίζω ότι θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον ένα prequel, τοποθετημένο στο Εδιμβούργο τη δεκαετία του ’80. Κάτι που να δείχνει από πού προέρχονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι, τα θεμέλια για όλη αυτή την υποκουλτούρα που απεικονίζεται στο βιβλίο». Αν έμοιαζε άκαιρο τότε, τίποτε δεν θα μπορούσε να το δικαιολογεί περισσότερο τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Η Βρετανία τη δεκαετία του ’80… Η σημερινή Ελλάδα ωχριά. Με τον πληθωρισμό και την ανεργία να εκτινάσσονται σε ανήκουστα μεταπολεμικά επίπεδα, η Θάτσερ ανέρχεται στην εξουσία την άνοιξη του 1979 με το σύνθημα «Οι Εργατικοί δεν δουλεύουν», μονάχα για να τριπλασιάσει τον αριθμό των ανέργων από τα 1,2 στα 3,6 εκατομμύρια έως το 1982, αριθμός που θα παραμείνει σταθερός μέχρι το 1986. Οι μακροχρόνια άνεργοι ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο, ενώ μία θέση εργασίας αντιστοιχεί σε 35 άτομα. Το ίδιο διάστημα, η εργασία πλήρους απασχόλησης αντικαθίσταται από θέσεις μερικής απασχόλησης και σεμινάρια επανεκπαίδευσης, αλλά οι στατιστικές μέθοδοι πραγματοποιούν άλματα προόδου: 29 αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού της ανεργίας καταστούν πρακτικά αδύνατη την κατάδειξη του πραγματικού αριθμού των ανέργων. Εκατοντάδες χιλιάδες διαγράφονται από τα μητρώα ανεργίας καθώς γίνεται ολοένα δυσκολότερο να πάρει κανείς επίδομα, και, στη συνέχεια, στα νούμερα ανεργίας προσμετρώνται μόνο όσοι λαμβάνουν βοήθημα και όχι όσοι το ζητούν.

Κράτος πρόνοιας, πλήρης απασχόληση, ισότητα στην εκπαίδευση, όλα τα δεδομένα έχουν πάει περίπατο ή συρρικνώνονται σε σημείο εξαφάνισης. Σε αυτό το τοπίο εστιάζει ο Γουέλς και εκεί ανιχνεύονται οι ρίζες των ηρώων του, σε μια κοινωνική καμπή όπου «τώρα είναι πράγματι ο καθένας για τον εαυτό του». Παρά την κατάλυση του κοινωνικού συμβολαίου, ο Ρέντον δεν παύει να εμπνέεται από τα ιδεώδη της εργατικής τάξης και να της εκδηλώνει τη βαθιά αφοσίωσή του. Υπάρχει το γήπεδο, υπάρχουν οι φίλοι, τα καλαμπούρια, οι βόλτες, οι μπάντες, οι κασέτες, το σεξ, υπάρχει η Northern Soul και τα ταξίδια για πάρτι στο Μπλάκμπουλ. Υπάρχει εκείνη η αίσθηση που συνεπαίρνει ένα παιδί σαν τον Ρέντον, το συναίσθημα πως «είναι υπέροχο να είμαι εγώ: ένα νέο, έξυπνο παιδί της εργατικής τάξης από αυτά τα πανέμορφα νησιά. Πόσο πιο ευλογημένο μπορεί να είναι ένα ανθρώπινο ον;».

Ο τρόπος που η ζωή του Ρέντον και της ανέμελης κουστωδίας του μετατρέπεται από αστερισμός δυνατοτήτων σε ένα άθλιο μονοπάτι γεμάτο λακκούβες, ο τρόπος που η σφοδρότητα του κοινωνικού πολέμου διυλίζεται μέσα στις προσωπικές ανασφάλειες και τις εσωτερικές συγκρούσεις των χαρακτήρων προκειμένου να τους εμποτίσει με παραίτηση και αυτοκαταστροφικότητα, είναι μια ιστορία που μόνο ο Ίρβιν Γουελς γνωρίζει πώς να περιγράψει. Δηλαδή με χιούμορ, στοργή, ανθρωπιά, ωμό ρεαλισμό και απλή γλώσσα που απευθύνεται σε εσένα και σε εμένα – για πολλοστή φορά πιστοποιεί πως είναι ο Χιούμπερτ Σέλμπι τζούνιορ της γενιάς μας.

«Οι περισσότεροι είναι απλά καθημερινά παιδιά που βυθίστηκαν στο μηδέν με τις ουσίες για να αποτινάξουν την ντροπή του να μην κάνουν τίποτα» αποφαίνεται σε κάποιο σημείο. Και αν στα χρόνια του «Trainspotting» η σήψη απαλυνόταν από το ηδονικό τριπάρισμα του έκστασι και του ρέιβ, εδώ δεν διαβάζουμε για τίποτε άλλο παρά για την εξαθλίωση της ηρωίνης.

Στο τέλος, με τη συνθηματολογική υστερία των ανίδεων να απαγορεύει την πρόσβαση των χρηστών ενδοφλέβιων ουσιών σε καθαρά σύνεργα και τα προγράμματα ανταλλαγής συρίγγων να σφραγίζονται, ένας καινούργιος ιός, εκείνη την εποχή αναφερόμενος αποκλειστικά σαν ασθένεια των ομοφυλόφιλων, θερίζει την κοινωνία των πρεζάκηδων που μοιράζεται βελόνες φόρα παρτίδα, ενώ το Εδιμβούργο κατακτά τον τίτλο της «ευρωπαϊκής πρωτεύουσα του AIDS». Σε μια τέτοια γκρίζα αστική άβυσσο αναζητούν τη φτιάξη τους οι Ρέντον και Σία. Ζουν ανάμεσά μας.

*Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ