- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι Ξενοφών Κοντιάδης, Εύα Στεφανή, και Θωμάς Τσακαλάκης συζητούν για τον πανδημικό μετά-άνθρωπο του Θανάση Δρίτσα, στην προσφατη παρουσίαση του βιβλίου του
Τρείς κορυφαίοι στοχαστές (Ξενοφών Κοντιάδης, Εύα Στεφανή, Θωμάς Τσακαλάκης) συζητούν και γράφουν κείμενα με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «Πανδημιολόγιον-Homo Novus Epidemicus» (*) του Θανάση Δρίτσα που έγινε στη Μουσική Βιβλιοθήκη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών στις 21 Μαρτίου 2022.
Ακολουθούν οι εισηγήσεις της παρουσίασης:
(Πρώτη εισήγηση): γράφει ο Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου.
Στη βραβευμένη ταινία επιστημονικής φαντασίας «Μάτριξ» (1999), όπου νοήμονες μηχανές έχουν υποτάξει και εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους, η εικονική πραγματικότητα δημιουργείται από έναν μεγαϋπολογιστή στον οποίο είναι συνδεδεμένοι όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη. Ο πραγματικός κόσμος στον οποίο ξυπνάει ο πρωταγωνιστής (Keanu Reeves) είναι το ερημωμένο τοπίο που άφησε πίσω του ένας παγκόσμιος πόλεμος. Τη στιγμή της αφύπνισής του τον υποδέχεται ο Μορφέας, ηγέτης της αντίστασης, με την εμβληματική φράση: «Καλωσόρισες στην έρημο του πραγματικού». Πώς εισέρχεται όμως στον πραγματικό μας κόσμο το γεγονός της πανδημίας;
Με αφορμή τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και την καταστροφή των Δίδυμων Πύργων, ο φιλόσοφος Slavoj Zizek έθεσε το προκλητικό ερώτημα αν «ζούσαμε στην πραγματικότητά μας μόνο πριν από την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων» ή αν «δεν ήταν η πραγματικότητα αυτή που εισέβαλε στην εικόνα μας, αλλά η εικόνα εκείνη που εισέβαλε στην πραγματικότητά μας – δηλαδή στις συμβολικές συντεταγμένες οι οποίες καθορίζουν τι βιώνουμε ως πραγματικότητα – και τις θρυμμάτισε». Σε ποια πραγματικότητα εισέβαλε η πανδημία, τους πρώτους μήνες του 2020, σε ολόκληρο τον πλανήτη;
Οι βιοπολιτικές ρυθμίσεις, που σχεδόν ομόθυμα υιοθέτησαν όλα τα κράτη του κόσμου, αποτέλεσαν ένα ξύπνημα στην «πραγματική πραγματικότητα» ή τη μεταφορά σε μια νέα εικονική πραγματικότητα, επανακαθορίζοντας τις συντεταγμένες αυτού που βιώνουμε ως πραγματικότητα; Η επιτάχυνση των αργόσυρτων μετασχηματισμών, που με τρόπο δεδηλωμένο ή λανθάνοντα μετέβαλαν θεσμούς, πρακτικές, παραγωγικές δυνάμεις και ιδιωτικές σχέσεις, αποτελεί την απότομη αφύπνιση σε μια πραγματικότητα που δεν ήταν ακόμη πλήρως ορατή ή πρόκειται για άλλη μια πανουργία της εικονικής πραγματικότητας;
Το βιβλίο ξεκινάει με μια εξομολόγηση του συγγραφέα: Από νέος παθιάζεται με τη ζωγραφική, την οποία αποκαλεί «αυτοθεραπεία μέσω της τέχνης», ένα «ψυχοθεραπευτικό δημιουργικό εργαλείο σε περιόδους με άγχος και ένταση». Μπροστά στην ψυχολογική πίεση που άσκησε στη ζωή όλων μας η πανδημία, ο «ζωγραφικός του εαυτός» επανέρχεται ως ανάγκη αποσυμπίεσης. Τα πρωτότυπα σχέδιά του με χρωματιστούς μαρκαδόρους, που απεικονίζουν την αλλοίωση, την παραμόρφωση, την παράνοια που υπέστη η ζωή μας, περιλαμβάνονται στο τέλος του βιβλίου, χιουμοριστικά, θλιμμένα, συγκλονιστικά.
Η πανδημία άλλαξε τον τρόπο που ζούμε και τον τρόπο που σκεφτόμαστε, επιταχύνοντας και επεκτείνοντας σε όλο τον κόσμο κατακλυσμιαίες μεταβολές οι οποίες εκκολάπτονταν τις προηγούμενες δεκαετίες. Περιορισμοί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, βιομετρική επιτήρηση, τηλεργασία και τηλεκπαίδευση, κοινωνική πειθάρχηση και εργασιακή απορρύθμιση, βιοπολιτικές ρυθμίσεις και αποικιοποίηση του φαντασιακού συνθέτουν τον νέο μεταπανδημικό κόσμο, όπου η ψηφιακή συνδεσιμότητα υποκαθιστά τη σωματοποιημένη επικοινωνία.
Αν η ζωή είναι το ύψιστο ατομικό αγαθό, ο φόβος αποτελεί, όπως γράφει ο Hobbes, ένα ορθολογικό συναίσθημα στο οποίο θεμελιώνεται η πολιτική τάξη. Ο φόβος είναι σημαντικός για την αυτοσυντήρηση και οι ευεργετικές του συνέπειες δεν περιορίζονται στα άτομα, αλλά και στον σχηματισμό ή τη διατήρηση των πολιτικών κοινωνιών. Από την άλλη πλευρά όμως, ο φόβος συνεπάγεται την εύκολη παραίτηση των πολιτών από τις εγγυήσεις των ελευθεριών τους χάριν της ασφάλειας που επιζητούν για τους ίδιους και τους οικείους τους. Έτσι, μπροστά στην απειλή, πραγματική ή εικονική, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σχετικοποιείται, ανοίγοντας τον δρόμο για την παραβίασή τους.
Μέσα από τα συντρίμμια του παλιού κόσμου ξεπροβάλει ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος, ένας «Μετα-Άνθρωπος» όπως τον αποκαλεί ο γιατρός και ζωγράφος Θανάσης Δρίτσας στο πρόσφατο βιβλίο του με τον τίτλο «Πανδημιολόγιον». Συνομιλώντας ιδίως με κλασικά φιλοσοφικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά και μουσικά έργα, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τον Καμύ και τον Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, τον Ντοστογιέφσκι και τον Μαρκές, τον Σαχτούρη και τον Εγγονόπουλο, τον Μπετόβεν και τον Γκέρσουιν, ο συγγραφέας σχολιάζει διαφορετικές όψεις του βίου υπό συνθήκες πανδημίας: Αλιεύοντας από τους τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου, τον απασχολούν η εργασία την εποχή των έξυπνων μηχανών, η κοινωνική κουλτούρα ως κλειδί για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας, το πέταγμα του χαρταετού σε καιρούς κορωνοϊού, οι δολοφονίες ποιητών στα χρόνια του φόβου, ο έρωτας στα χρόνια του κορωνοϊού, η διαφανής κοινωνία του ελέγχου και η εξορία της τέχνης από τον κόσμο της χρησιμότητας.
Οι νέες βιοπολιτικές ρυθμίσεις προαναγγέλλουν έναν κόσμο διαρκούς βιομετρικής επιτήρησης, εργασιακής απορρύθμισης και επισφάλειας, κοινωνικής πειθάρχησης, περιορισμού των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, υποχώρησης της δημοκρατίας, διεύρυνσης των ανισοτήτων και επικράτησης μιας συνθήκης όπου ο αρχαϊκός φόβος για τη ζωή θα έχει την τελευταία λέξη μπροστά σε κάθε εγχείρημα θέσπισης μιας καλύτερης κοινωνίας. Ωστόσο υπάρχει και ένας διαφορετικός τρόπος πρόσληψης της πανδημίας. Με τη φωνή του Αμερικανού συγγραφέα Henry Miller από τη δεκαετία του 1930, «ενώ ο κόσμος είναι έτοιμος για κάτι το διαφορετικό, για να το καταλάβουν αυτό οι λαοί φαίνεται ότι χρειάζεται ένας πόλεμος ή μια κολοσσιαία καταστροφή». Θα μπορούσε η πανδημία να εξελιχθεί σε μια τέτοια καταστροφή, που μετά από τον φόβο θα προκαλέσει τη συλλογική αφύπνιση;
Ο λόγος του Θ. Δρίτσα είναι γλαφυρός, οξύς, ευθύβολος και δεικτικός. Με αφορμή την απόφαση να χαλαρώσουν τα περιοριστικά μέτρα αρχίζοντας από το άνοιγμα κομμωτηρίων και κέντρων αισθητικής-νυχάδικων, σχολιάζει τον «πολιτισμό των ελεύθερων ονύχων», όπου ο νέος, ευτελής και ακίνδυνος Μετα-Άνθρωπος, τον οποίο αποκαλεί «Homo Novus Epidemicus», θα αναβαθμιστεί πλέον οριστικά με σούπερ-μάρκετ, κομμωτήριο, νυχάδικο, ακριβό κινητό, αλλά «χωρίς τέχνη, χωρίς σχολεία, χωρίς αθλητισμό, χωρίς πολιτισμό, χωρίς εσωτερική ζωή, με προτεραιότητες τις στοιχειώδεις για μία μελλοντική ζωή ανάλογη με εκείνη της αμοιβάδας».
Η διαχείριση της πανδημίας αποτελεί μία σοβαρή δοκιμασία της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην πολιτική εξουσία. Ο τεχνοκρατικός – υγειονομικός λόγος με τον οποίο περιενδύονται οι πολιτικές αποφάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελεί μεν εύλογη επιλογή, όμως αποτυπώνει ταυτόχρονα την κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής. Η αποπολιτικοποίηση των κρατικών αποφάσεων και η τεχνοκρατική τους νομιμοποίηση δεν είναι απότοκες μόνο της υγειονομικής κρίσης, αλλά ενδημούν εδώ και δεκαετίες στο πλαίσιο των μεταδημοκρατικών μετασχηματισμών.
Ένα μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στις ανορθολογικές όψεις αντιμετώπισης της πανδημίας από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού: Γιατί πολλοί δεν αποδέχονται την πραγματικότητα και αρνούνται τη βοήθεια της επιστήμης σε μία στιγμή κρίσιμη για την επιβίωσή τους; Η απάντηση που προτείνει ο συγγραφέας είναι ότι η ιατρική επιστήμη έκανε τεράστια βήματα σε διαγνωστικό και θεραπευτικό επίπεδο, όμως έμεινε πίσω στο επίπεδο της επικοινωνίας και της ενσυναίσθησης. Με βάση πρόσφατη μελέτη της γιατρού Lisa Rosenbaum, επισημαίνεται ότι οι αρνητές δεν απορρίπτουν πρωτίστως την ορθολογική σκέψη, αλλά εκφράζουν τη δυσπιστία τους απέναντι στις αξίες των ανθρώπων τη επιστήμης.
Έτσι, η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής συμπληρώνεται από την κρίση αξιοπιστίας της επιστήμης, μπλοκάροντας τους διαύλους επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Ο ασθενής, γράφει ο Θ. Δρίτσας, για να ακούσει προσεκτικά τον γιατρό του πρέπει προηγουμένως να τον εμπιστευθεί, πρέπει να αισθανθεί ότι ο γιατρός τον νοιάζεται και σέβεται τις αξίες του. Το ίδιο, συμπληρώνουμε, μπορεί να ισχυριστεί κανείς και για τη σχέση της κοινωνίας με την πολιτική τάξη.
Το πυκνό, στοχαστικό βιβλίο του Θ. Δρίτσα για την πανδημία είναι γεμάτο φιλοσοφικά εναύσματα, ποίηση, μουσική και ζωγραφική. Αυτό που κινητοποιεί τη σκέψη του, παραφράζοντας τον Μαρκούζε, είναι ο ορθολογιστικός χαρακτήρας της ανορθολογικότητας των μεταπανδημικών κοινωνιών. Το διακύβευμα για τον συγγραφέα δεν είναι να διασώσουμε μόνο τον εαυτό μας, «αλλά τις αξίες, το κλίμα και τον πλανήτη». Ένα βιβλίο γραμμένο από έναν γιατρό-καλλιτέχνη, που με τη σύνθεση της αισθητικής και της στοχαστικής διάστασης επιτελεί για τον αναγνώστη μία ιαματική λειτουργία.
(Δεύτερη εισήγηση): γράφει η Εύα Στεφανή, σκηνοθέτης.
Είναι μεγάλη μου χαρά και τιμή που μιλώ σήμερα για τον αγαπημένο μου φίλο Θανάση Δρίτσα, τον κατεξοχήν αναγεννησιακό άνθρωπο. O γιατρός, μουσικός, συγγραφέας και εικαστικός Θανάσης Δρίτσας εξασκεί την ιατρική ως τέχνη και την τέχνη ως ίαση. Και τα δύο, τέχνη και επιστήμη, έχουν ως στόχο την συνάντηση του ανθρώπου με έναν ανώτερο εαυτό. Σε περιόδους κρίσης η Τέχνη τείνει να αποκαλύψει με τρόπο θαυμαστό και αινιγματικό αυτό που συμβαίνει στην ιστορική και κοινωνική συγκυρία.
Μου έρχεται στο νου το κίνημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, κίνημα που άνθισε μεταξύ πρώτου και δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στη Γερμανία και μέσα από τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία εκφράζει το γενικότερο κλίμα παράνοιας και κινδύνου στο οποίο είχαν περιέλθει οι άνθρωποι. Κυρίαρχο συναίσθημα ο τρόμος και η καχυποψία. Κανείς δεν είναι αυτό που λέει ότι είναι, όλοι κρύβουν σκοτεινές πλευρές του εαυτού. Το περίφημο κιάρο σκούρο, χαρακτηριστικό στοιχείο του γερμανικού εξπρεσιονισμού, εκφράζει τον διπλό εαυτό, το δυσυπόστατο της ανθρώπινης φύσης, της μάχης του καλού με το κακό. Ο Μετα-Άνθρωπος της επιδημίας όπως τον καταγράφει στο βιβλίο του ο Δρίτσας είναι ένας άνθρωπος ο οποίος μοιάζει με τον άνθρωπο του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Ζει κι αυτός σε ένα κόσμο παράνοιας και κινδύνου, σε μια κοινωνία όπου βασιλεύει η καχυποψία για τον άλλον αλλά και τον ίδιο εαυτό. Είμαι ή δεν είμαι άρρωστος; Μεταδίδω; Τι σχέση έχει άραγε ο Νοσφεράτου του Μουρνάου με τον σημερινό μετα-άνθρωπο; Σήμερα, η έννοια του διπλού εαυτού αναδύεται ισχυρή όπως ακριβώς και στον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Η Χάννα Άρεντ μιλώντας για τον σπουδαίο εξπρεσιονιστή ζωγράφο Γκεόργκ Γκρος είπε ότι τα σχέδια του δεν είναι σατιρικά σκίτσα αλλά μικρά ρεπορτάζ, ντοκυμαντέρ της τοτε πραγματικότητας. Όπως ο Γκρος, ο Θανάσης Δρίτσας κάνει ένα προσωπικό ντοκιμαντέρ για την πανδημία. Προσφέρει την δική του οπτική για την πραγματικότητα, την ερμηνεύει με το δικό του βλέμμα.
Θα σταθώ ιδιαίτερα στα σχέδια που κοσμούν αυτό το βιβλίο. Πως εικονογραφεί ο Δρίτσας την δυσφορία τον φόβο και το δέος στο βιβλίο του Πανδημιολόγιον-Homo Novus Epidemicus; Τα έντονα εξπρεσιονιστικά σχέδια που υπάρχουν το βιβλίο δεν συμπληρώνουν μόνο αλλά αποτελούν-κατά τη γνώμη μου-ισοδύναμο κομμάτι με το γραπτό κείμενο. Χωρίς την εικαστική αυτή παρέμβαση, ο λόγος δεν θα ήταν τόσο ήχηρός. Αλλά και χωρίς τον λόγο τα σχέδια δεν θα ήταν το ίδιο αιχμηρά.
Ηomo Novus Epidemicus. Ο άνθρωπος που ξεπηδά από την επιδημία. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του Ηomo Νovus Εpidemicus όπως τον αντιλαμβανόμαστε από τα σχέδια του Δρίτσα; Είναι άφυλος, έχει και δεν έχει σώμα, φοβάται. Το σώμα του είναι ένα σύρμα. Ή μια κλωστή. Διάφοροι σωλήνες τον ενώνουν με τους άλλους ανθρώπους. Είναι άνθρωπος αλλά και δεν είναι. Δεν έχει χαρακτηριστικά. Μύτη στόμα. Ο ένας είναι ίδιος με τον άλλο. Ο Άνθρωπος μονάδα. Εικόνες μαρτυρίου ζωγραφισμένες σαν παιδικές ζωγραφιές. Γιατί αυτή η πρόθεση της naivite στα σκίτσα; Eίναι σαν γρήγορα σχέδια που τα έχουν κάνει θυμωμένα παιδιά σε μία επείγουσα κατάσταση. Αυτά τα επείγοντα, ακαριαία, αιμάτινα σχέδια μου φέρνουν στο νου όλο το κίνημα του Γερμανικού εξπρεσιονισμού, τον Γκρος, τον Δρ Καλιγκάρι, την αγωνία και την παράνοια που εξέφραζε αυτή η εποχή αλλά και κάτι πολύ απλό ένα παιχνίδι που παίζαμε ξανά και ξανά την κρεμάλα. Το παιχνίδι που παίζαμε τόσο συχνά ως παιδιά που αν και μακάβριο ήταν τόσο ανακουφιστικό. Το ανακουφιστικό φυσικά ήταν ότι μπορούσε να διαρκεί για πάντα, πράγμα που στην ουσία αναιρούσε και το γεγονός του ίδιου του θανάτου. Αφού πάντα θα υπήρχαν άλλοι να κρεμαστούν, αυτό σήμαινε ότι ο κόσμος δεν τελείωνε ποτέ και με ένα μαγικό τρόπο συνέχεια γεννιόταν μέσα από τις στάχτες του.
Σκέφτομαι αμέσως το βιβλίο «Ηomo ludens» του υπέροχου Χουιζίνκα, «τον άνθρωπο που παίζει». Να σχετίζεται άραγε ο τίτλος του Δρίτσα με το βιβλίου του Xουιζίνκα και τον Homo Ludens; Στο βιβλίο του ο Χουιζίνκα μας υπενθυμίζει ότι ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης είναι η όρεξη και η δυνατότητα για παιχνίδι και μας μιλά και για τη θεραπευτική διάσταση του παιχνιδιού. Το παιχνίδι είναι άμεσα συναρτημένο με τη ζωή. Πως συνδέεται ο Homo Novus Epidemicus με τη διαδικασία του παιχνιδιού; Πως μπορεί να παίζει κανείς σε συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης χωρίς άλλους παίκτες; Γραμμένο σε μια περίοδο παγκόσμιας υγειονομικής και ηθικής κρίσης ο Δρίτσας μας υπενθυμίζει την ζωογόνα θεραπευτική σημασία του παιχνιδιού στη ζωή του Mετα-Ανθρώπου. Αλλά αυτός ο Homo Novus Epidemicus μου φέρνει στο νου και κάτι άλλο, τον πίνακα του Klee, Angelus Novus, για τον οποίον έχει γράψει τα ακόλουθα ο Βάλτερ Μπένγιαμιν:
«Δείχνει έναν άγγελο που φαίνεται σα να ετοιμάζεται να απομακρυνθεί από κάτι που κοιτάζει. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα, το στόμα του χάσκει, τα φτερά του είναι τεντωμένα. Τέτοια ύψη πρέπει να ‘χει ο άγγελος της Ιστορίας. Εκεί όπου εμείς βλέπουμε μπροστά μας μια αλυσίδα συμβάντων, αυτός βλέπει μια και μόνη καταστροφή και ασταμάτητα συσσωρεύει ερείπια πάνω στα ερείπια και τα εκσφενδονίζει στα πόδια του. Θα ήθελε να χασομερήσει, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να μαζέψει ό,τι έχει γκρεμιστεί. Αλλά μια θύελλα φυσά από τον παράδεισο κι έχει μπερδέψει τα φτερά του, ώστε ο άγγελος να μην μπορεί πια να τα κλείσει. Αυτή η θύελλα τον ωθεί αδιάκοπα προς το μέλλον, προς το οποίο γυρίζει την πλάτη του, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του υψώνεται ώς τα ουράνια. Αυτό που ονομάζουμε πρόοδο είναι η θύελλα», καταλήγει ο Μπένιαμιν.
Διαβάζοντας τον Μπένγιαμιν να μιλά για τον πίνακα του Klee νομίζω ότι βλέπω τα αιμάτινα ανθρωπάκια του Θανάση Δρίτσα, αυτούς τους αιμάτινους αγγέλους να μου τρυπούν τα μάτια.
(Τρίτη εισήγηση): γράφει ο Θωμάς Τσακαλάκης, Δρ. Πολιτισμικών Σπουδών και Επικοινωνίας (ΕΚΠΑ), λογοτέχνης και μεταφραστής.
Μολονότι ο χαρακτηρισμός «αναγεννησιακός άνθρωπος» συχνάκις αποδίδεται με περισσή ευκολία, σε ελάχιστους προσιδιάζει περισσότερο από ό,τι στον Θανάση Δρίτσα, ιατρό, μουσουργό (και εφευρέτη μίας ─μεταφορικής─ «μηχανής τού χρόνου» χάρις στην αξιοποίηση της μουσικής), κοινωνικό αναλυτή, ποιητή, και ζωγράφο. Εντούτοις, σε μίαν εποχή στην οποίαν το Δυτικό πολιτισμικό όχημα περιδινείται, δίχως σύστημα φρένων και με απόλυτη σύγχυση φρενών, σε μία καθοδική σπείρα αντιδιανοουμενισμού που ιεροποιεί τη χυδαιότητα και την επιδερμικότητα ενώ μυκτηρίζει την ευρυμάθεια, οι πολυσχιδείς δραστηριότητες του Δρίτσα λαμβάνουν τις διαστάσεις τολμήματος.
Ήδη προ 40 ετών, ο Καθηγητής βιοχημείας και περιώνυμος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Isaac Asimov στηλίτευε την θρησκευτικής έξαρσης «λατρεία τής αγνοίας,» όπως ονόμαζε την εσφαλμένη εντύπωση ότι δημοκρατία σημαίνει «η άγνοιά μου είναι εξίσου καλή με τις γνώσεις σου». Στη μετανεωτερική εποχή τής δυσπιστίας έναντι των «Μεγάλων Αφηγήσεων», με την επιστήμη και τη θρησκεία να συνιστούν δύο εξ αυτών, παρατηρείται ένας κατακερματισμός τής γνώσης και μία αμφισβήτηση της αυθεντίας, με αποτέλεσμα στις μέρες μας να δηλώνουν πια σχεδόν όλοι «ειδικοί», με βάση τα συναισθήματα ή το γούστο τους. Η ηγεμονική θέση που κατέχει σήμερα ο αντιδιανοουμενισμός αποτυπώνεται στον ασφυκτικό εγκλωβισμό τού πολιτισμού στη λογική τής διαρκώς βελτιούμενης οικονομικής δραστηριότητας και της αποδοτικότητας, στην υποταγή του στις ανάγκες τής σύγχρονης αγοράς, και εντέλει στον αποχρωματισμό τού ουρανίου τόξου του. Παραφράζοντας τον περιβόητο αφορισμό τού αφηρημένου εξπρεσιονιστή ζωγράφου Barnett Newman, εδώ και δεκαετίες η αισθητική παιδεία, η συνολική πνευματική καλλιέργεια, και η ειδημοσύνη παρουσιάζονται ως εάν να είχαν την ίδια χρησιμότητα που θα είχε η ορνιθολογία για τα πουλιά. Ωστόσο, όπως ευφυώς διασαφηνίζει ο πολιτικός επιστήμονας Tom Nichols, όσο και αν ενίοτε αρεσκόμαστε στο να ακούμε όσους «σπεύδουν μετά χαράς να μας διαφωτίσουν για τα πάντα, από την ιστορία τού ιμπεριαλισμού μέχρι το πόσο επικίνδυνα είναι τα εμβόλια», μία προηγμένη κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει αν βασίζεται σε celebrity ακτιβιστές και όχι σε ειδικούς και διανοούμενους. Λόγου χάριν, υπάρχουν άτομα τα οποία διστάζουν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους ένεκα των αποτρεπτικών συμβουλών που έλαβαν μέσα από διαδικτυακές πλατφόρμες από την ηθοποιό και πρώην μοντέλο τού περιοδικού Playboy Jenny McCarthy, η οποία είχε τη θρασύτητα να δηλώσει πως τα σπούδασε όλα εμβριθώς στο «Πανεπιστήμιο της Google».
Η «μιντιοποίηση» αποτελεί έναν μηχανισμό άσκησης μακροπρόθεσμης και ευρείας κλίμακας μετασχηματιστικής επίδρασης των ΜΜΕ, και κυρίως των ψηφιακών, στη δομή ποικίλων κοινωνικοπολιτικών θεσμών και πολιτισμικών φαινομένων, από τη θρησκεία μέχρι τον πόλεμο και από τη λογοτεχνία έως τις επιστήμες. Αποπλαισιώνει ή αναπλαισιώνει τις κοινωνικές σχέσεις και τους τρόπους καθορισμού των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, ενώ υποστασιοποιεί εκείνην την πλευρά τής μεταμοντέρνας κατάστασης που επιτρέπει στα social media να διαμορφώνουν μία νέα συνείδηση και μίαν καινούργια πολιτισμική τάξη πραγμάτων πρωτίστως, όπως τονίζει ο Δρίτσας, μέσω τής ένταξης σε ομάδες (ή σε αρτιγενείς «κοινωνικές φυλές», θα συμπλήρωνα). Ένα από τα μιντιακά στερεότυπα για τους επιστήμονες είναι το ότι ουδέποτε ψεύδονται, και αυτό τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση αφού, όπως επισημαίνει ο Δρίτσας, «είναι και εκείνοι κοινοί θνητοί (όπως όλοι μας)». Η επιλογή τους να ασχοληθούν με την επιστήμη εκπηγάζει από ένα ποικιλόμορφο μείγμα παρορμήσεων και ροπών, οι οποίες δεν περιορίζονται απαραιτήτως στην ακραιφνή και ορθολογική ενδόμυχη ανάγκη τους για την εύρεση της «αλήθειας» αλλά πιθανόν να περιλαμβάνουν και την όχι και τόσο ευγενή άμιλλα, τη διάθεση να σοκάρουν λόγω τού σύμφυτου αντικομφορμισμού τους ή, απεναντίας, την επιθυμία να γίνουν αρεστοί, ακόμη και μέσω αυτολογοκρισίας, την έπαρση, την τάση για «παιγνίδι,» και ούτω καθεξής.
Με λιτό και περιεκτικό ύφος, και εμφορούμενος από ένα ελευθεριακό πνεύμα (δηλαδή δίχως ιδεολογικές αγκυλώσεις, ήτοι ακόμη ένα αξιέπαινο μα ριψοκίνδυνο εγχείρημα εκ μέρους του), ο Δρίτσας κατορθώνει να ενοφθαλμίσει την επιστημοσύνη του σε ουκ ολίγους από τους γόνιμους βιοηθικούς και κοινωνικοπολιτισμικούς προβληματισμούς που γέννησε (ή αναζωπύρωσε) η πανδημία σε μεγάλο μέρος τής κοινής γνώμης.
Ενδεικτικώς: Η αδήριτη ανάγκη να ενστερνιστούν οι ιατροί την ιδέα τού νευρολόγου και ιστορικού τής επιστήμης Oliver Sacks, σύμφωνα με τον οποίον η αρρώστια αποτελεί συστατικό μέρος τής πεμπτουσίας τής ανθρώπινης κατάστασης και όχι μία κατάσταση εξαίρεσης, άρα οφείλουμε να επαναφέρουμε το πάσχον υποκείμενο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος διά μέσου μίας βιογραφικής αφήγησης που επανασυνδέει τη φυσιολογία με την ψυχολογία, την πάθηση με την ανθρώπινη ταυτότητα. Ναι μεν ο Ιπποκράτης εισήγαγε την ιδέα τού ιστορικού ενός νοσήματος, ήγουν τής εξέλιξης μίας παθολογικής κατάστασης σαν να πρόκειται για μίαν αφήγηση με κρίσεις, κλιμακώσεις, και λύση τού δράματος, εντούτοις τα σύγχρονα ιατρικά ιστορικά δεν μνημονεύουν το παραμικρό για την προσωπική διαδρομή τού ασθενούς, με άλλα λόγια για τις εμπειρίες του ή για τους αγώνες του προκειμένου να αντιμετωπίσει την αρρώστια του, αλλά, απεναντίας, ενδέχεται να κάνουν λόγο για ένα «λευκοπαθικό θήλυ με τρισωμία 21» δίχως να γνωρίζουμε αν εννοούν έναν άνθρωπο ή ένα ποντίκι. Επομένως, οφείλουμε να τοποθετήσουμε το τραυματολογικό cogito ─ «πονάω, άρα υπάρχω» ─ στον πυρήνα μίας ολοκληρωμένης αφήγησης, ούτως ώστε να μην έχουμε απλώς το τι τής νόσου αλλά και το ποιος τη φέρει. Σε αυτό θα βοηθήσει, κατά τον Δρίτσα, η «ηθική τής φροντίδας,» που λογίζεται ως μορφή τής αριστοτελικής αρεταϊκής ηθικής, και έχει να κάνει με την επίδειξη ενσυναίσθησης εκ μέρους των ιατρών προς την οδύνη τού «Άλλου» και με την καλλιέργεια μίας ολιστικής ανθρώπινης επικοινωνίας με τους ασθενείς. Ο Καθηγητής βιοηθικής Carl Elliott διατείνεται ότι τα ηθικά μας ένστικτα ενεργοποιούνται όταν γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τους «χαρακτήρες», δηλαδή για την ιστορία των ασθενών.
Τα προαναφερθέντα, τονίζει ο Δρίτσας, δεν μπορούν να υλοποιηθούν σε ένα βιοπολιτικό πλαίσιο που αποδίδει έμφαση αποκλειστικώς στον εξορθολογισμό των «προβλημάτων» τα οποία προκαλούνται από τους αγελαίους πληθυσμούς. Σύμφωνα με τον Michel Foucault, βιοπολιτική είναι ο εκ μέρους τού κράτους ρυθμιστικός έλεγχος της γεννητικότητας, της θνησιμότητας, του επιπέδου υγείας, της κατοικίας, και της μετανάστευσης της ανώνυμης μάζας ─εφόσον οι πολίτες δεν αντιμετωπίζονται ως άτομα με δικαιώματα αλλά ως άμορφο σύνολο─ χάρις στην τεχνοκρατική προσαρμογή των πληθυσμιακών φαινομένων στις οικονομικές διαδικασίες. Η πραγμάτευση της βιοπολιτικής οφείλει να έχει ως σημείο εκκίνησής της την έμφαση στον οικονομισμό ο οποίος διέπει τον τρόπο άσκησης της εξουσίας από κυβερνήσεις που επιχειρούν να «εξορθολογήσουν» «προβλήματα» όπως η προστασία τής δημόσιας υγείας, οι ασφαλιστικές πιέσεις, ο ρυθμός αναπαραγωγής, το προσδόκιμο ζωής, και άλλα συναφή. Αν κάτι είναι ασύμφορο, περικόπτεται: προνοιακά επιδόματα, πλήρης ασφαλιστική κάλυψη, ιατροφαρμακευτικές έρευνες δίχως καλή σχέση κόστους-αποτελέσματος, δαπανηρές θεραπείες, και ούτω καθεξής. Η εν λόγω μέθοδος πολιτικής ορθολογικότητας, που έχει ως θεμελιώδη γνώμονά της τη μέγιστη δυνατή εξοικονόμηση πόρων και κυβερνητικών παρεμβάσεων, δεν αποτελεί θεωρία, ιδεολογία, ή τρόπο αυτοέκφρασης της κοινωνίας, όπως θέλουν να πιστεύουν οι υποστηρικτές της, αλλά μία πρακτική επίτευξης των οικονομικοπολιτικών στόχων τής εξουσίας. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η σύγχρονη επιστήμη, και δη η ιατρική, συχνά υπακούει όχι στο αξιακό ιδεώδες τής απροϋπόθετης κοινωνικής προσφοράς αλλά στα κελεύσματα της οικονομίας τής αγοράς.
Το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για βιοηθικά ζητήματα συνιστά ένα από τα συμπτώματα της γενικής «ιατροποίησης» των πληθυσμών στις Δυτικές δημοκρατίες εντός ενός βιοπολιτικού καθεστώτος στο οποίο τα ανθρώπινα σώματα καθίστανται αντικείμενο διαχείρισης. Αντί για μία τέχνη τής ιατρικής έχουμε την «ιατροποίηση» της καθημερινής ζωής, που υπόκειται στην επιρροή, τον κοινωνικό έλεγχο, και την κυριαρχία τής ιατρικής ως απόρροια μίας ιστορικής μετάβασης από παραδοσιακές αξίες και θεσμούς ─όπως η εκκλησία, οι κανόνες δικαίου, και η οικογένεια─ αφενός στον «θεοποιημένο» επιστημονισμό και αφετέρου στην επικέντρωση στην οικονομική διάστασή της, ήγουν στην εμπορευματοποίηση της αρρώστιας. Επί παραδείγματι, ο πολιτικώς ορθός υπερβάλλων ζήλος για την πάση θυσία διαφύλαξη της υγείας συνιστά ένα άνωθεν επιβαλλόμενο lifestyle (και όχι ένα αυτόνομο modus vivendi), και συνίσταται σε μίαν εμμονή με τις δίαιτες και με προκαθορισμένα είδη άσκησης, στην αποφυγή ή στην πλήρη εξάλειψη «ανθυγιεινών συμπεριφορών» και «παραγόντων κινδύνου,» και στους τακτικούς ιατρικούς ελέγχους.
Η ιατρική «τέχνη», όμως, δεν δύναται να ανθίσει ούτε σε ένα περιβάλλον αντιδιανοουμενισμού ή, με τα λόγια τού Δρίτσα, «καταβαράθρωσης πνευματικών αξιών» και επικράτησης «κριτηρίων marketing», όπου ισχύει το «αν δεν φέρνεις πελάτες, δεν είσαι αξία πλέον.» Ο πολιτισμός (το τι έχουμε, οι τεχνο-επιστημονικές και κοινωνικές επιτεύξεις μας) δεν δύναται να υπάρξει χωρίς την κουλτούρα (το τι είμαστε, την τέχνη, την ηθική, και τον κριτικό αναστοχασμό μας). Μολαταύτα, ο Δρίτσας εύστοχα διαγιγνώσκει πως η Δυτική κουλτούρα χάνει τη νοηματική της υπόσταση, με τα νέα ΜΜΕ να επιβάλουν μία μη-ορθολογική ανακύκλωση και αναγωγή των πάντων (υγεία, σωματική εμφάνιση, φυσικό περιβάλλον, και ούτω καθεξής) σε μόδα, και ως εκ τούτου εξαλείφεται η sine qua non μυθική-συμβολική λειτουργία δημιουργίας και πνευματικότητας, ενώ ο πολιτικός βίος εκπίπτει σε απλή βιολογική επιβίωση. Όπως είχα επισημάνει σε κάποιο πόνημά μου, τόσο ο δημόσιος πολιτισμικός λόγος όσο και εκείνος των καθημερινών διαπροσωπικών επαφών οπισθοδρομούν προς το νηπιακό-«προγλωσσικό» στάδιο, και περίτρανο ιλαροτραγικό παράδειγμα συνιστά η «επικοινωνία» διά μέσου των κινητών τηλεφώνων και του διαδικτύου με εκατοντάδες βραχυγραφίες και απειροελάχιστες λέξεις-σύμβολα. Ιδού το «μέλλον» τού ανθρώπινου πολιτισμού: συντετμημένες λέξεις για συντετμημένες ζωές.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αναφορές τού Δρίτσα στο έργο τού σύγχρονου φιλοσόφου Byng-Chul Han, ο οποίος ανιχνεύει με οξυδέρκεια το ότι στη σύγχρονη κοινωνία τής εξαναγκαστικής διαφάνειας δεσπόζει η επιβολή τής «θετικότητας,» η υπαγωγή των πάντων στην ελέγξιμη και απρόσκοπτη μηχανική ροή κεφαλαίων και πληροφοριών, και ο αφανισμός τού Άλλου χάρις στην εξάλειψη κάθε είδους διαφοράς, είτε πρόκειται για την αμφισημία τής γλώσσας, είτε για την εκκεντρότητα του Εαυτού, είτε για τον αυθορμητισμό και την ελευθερία τής καθημερινής ζωής. Στη μετανεωτερικότητα έχει παγιωθεί η αντίληψη της επιβεβλημένης απόλαυσης hic et nunc αντί τής προτεσταντικής ηθικής τής ανεσταλμένης ικανοποίησης που επικρατούσε κατά τα πρώιμα στάδια του καπιταλισμού. Η σημερινή οιονεί ελευθερία τού ατόμου («ελευθερία» να καταναλώνει), το οδηγεί σε μίαν ανεπίσχετη μανία αυτοεπιβεβαίωσης διά μέσου τής ολοένα και μεγαλύτερης αποδοτικότητας. Έτσι, το καταθλιπτικό και καταβεβλημένο υποκείμενο της σύγχρονης «κοινωνίας τής κόπωσης» καταπονεί το Εγώ του και εγκαταλείπει τη γνήσια ζωντάνια και το ευ ζην διότι έχει εγκολπωθεί την καπιταλιστική ψευδαίσθηση πως «περισσότερο κεφάλαιο σημαίνει περισσότερο ζην.»
Επιπροσθέτως, ο Δρίτσας διασκεδάζει με πειστικά επιχειρήματα τους φόβους πολλών ως προς το όραμα των τεχνο-προοδευτιστών μετανθρωπιστών για τη δημιουργία ενός «υπερανθρώπου» χάρις στη διεπαφή οργανικών ιστών και μηχανών, ή για την αντικατάσταση του ανθρώπινου εργατικού δυναμικού από κάποια παντοδύναμη τεχνητή νοημοσύνη. Το πρόθεμα «μετα-» μπορεί να διαθέτει είτε ένα χρονολογικό είτε ένα επιστημολογικό νόημα, με το δεύτερο να αφορά σε μία δευτέρας τάξεως αυτοκριτική επισκόπηση. Τουναντίον, ο κατά Δρίτσα ανέραστος μετα-άνθρωπος ενδέχεται, δυστυχώς, να έχει απολέσει την ελευθερία τού αναστοχασμού και να έχει υποταχθεί σε έναν κινεζικής υφής ολοκληρωτισμό. Εν κατακλείδι, ένα ευσύνοπτο σχόλιο για τα ενδιαφέροντα σχέδια στο τέλος τού βιβλίου τα οποία παραπέμπουν σε έναν εκ των αγαπημένων ζωγράφων τού Δρίτσα, τον Πάουλ Κλέε: Περιχαραγμένα στην ζωογόνο αφέλεια της παιδικής οπτικής γωνίας τους και απομεμακρυσμένα από τον στεγνό αναπαραστατικό ρεαλισμό, έμπλεα πικρού χιούμορ και μουσικότητας, θυμίζουν το ονομαστό έργο τού Klee Angelus Novus, αποτυπώνοντας τη σωρεία κοινωνικών και πολιτισμικών καταστροφών τις οποίες αφήνει στο διάβα της η μετα-ανθρώπινη και απάνθρωπη ιστορία τής πανδημίας.
(*) Το βιβλίο Πανδημιολόγιον Homo Novus Epidemicus: Κείμενα και Σχέδια του Μετα-Ανθρώπου του Θανάση Δρίτσα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση.