- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Γκρίζες μέλισσες» Ένα συγκλονιστικό βιβλίο για την Ουκρανία
Ο μεγαλύτερος εν ζωή Ουκρανός συγγραφέας μιλά ακριβώς για μία χώρα, που πόνεσε και μάτωσε πολύ στο παρελθόν, και που ματώνει και πονά και σήμερα
Διαβάσαμε τις «Γκρίζες μέλισσες», του Αντρέι Κούρκοφ, εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Δημήτρης Τριανταφυλλίδης
Μακάρι να μην ήταν τόσο επίκαιρο το έξοχο μυθιστόρημα του Αντρέι Κούρκοφ που μόλις κυκλοφόρησε από τον Καστανιώτη στη σειρά Συγγραφείς απ’ Όλο τον Κόσμο, σε εκπληκτική μετάφραση από τον Δημήτρη Τριανταφυλλίδη. Μακάρι να μας έβρισκε υπό συνθήκες «κανονικότητας». Αλλά, τουλάχιστον, νά μια ευκαιρία για πολλούς να διαβάσουμε τον μεγαλύτερο εν ζωή Ουκρανό συγγραφέα, που μιλά ακριβώς για μία περιοχή, και για μία χώρα, που πόνεσε και μάτωσε πολύ στο παρελθόν, και που ματώνει και πονά και σήμερα, μέχρι να νικήσει.
Ο Κούρκοφ, όπως διαβάζουμε στο Επίμετρο του Τριανταφυλλίδη, «αν και γεννήθηκε σε ένα χωριό της περιφέρειας του τότε Λένινγκραντ, μεγάλωσε, σπούδασε και επέλεξε να ζει στο Κίεβο». Μολονότι αυτοπροσδιορίζεται Ουκρανός, γράφει στα ρωσικά. Έγινε παγκοσμίως γνωστός πριν από 25 χρόνια, με το «Πικνίκ στον πάγο», ενώ σήμερα εκδίδεται σε 65 χώρες. Από τις ίδιες εκδόσεις, κυκλοφορούν άλλα τρία μυθιστορήματά του.
«Ο Αντρέι Κούρκοφ γράφει τα βιβλία του στα ρωσικά ενώ ζει στην Ουκρανία. Ζει δηλαδή στην “υγειονομική ζώνη” μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, η οποία από το 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την πρώτη και το ξέσπασμα του αυτονομιστικού κινήματος στις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας, αποτελεί μόνιμη πηγή ανησυχίας και συγκρούσεων. […] Το βιβλίο του “Το ημερολόγιο του Μαϊντάν και του πολέμου” αποτελεί μια μαρτυρία για τα τραγικά γεγονότα του 2014, όταν οι πολίτες της Ουκρανίας ξεσηκώθηκαν ενάντια στη διεφθαρμένη εξουσία τού τότε προέδρου Γιανουκόβιτς και στις προσπάθειες μετατροπής της χώρας σε μια νέα αποικία με θεσμούς σοβιετικής έμπνευσης. Σε αυτό το βιβλίο ίσως να οφείλεται και η αντιπάθεια που νιώθουν πολλοί στη Ρωσία απέναντι στον ίδιο και στο έργο του».
Στις «Γκρίζες μέλισσες», που κυκλοφόρησαν το 2018, ακτινογραφείται η αβέβαιη μοίρα μιας ολόκληρης χώρας, ενώ «η αθώα ματιά του Σεργκέι Σεργκέγιτς, του πρωταγωνιστή, επιτρέπει στον Αντρέι Κούρκοφ να εισχωρήσει στον πυρήνα μιας χώρας που ταλανίζεται από την κρίση και τον πόλεμο, μιας χώρας, ωστόσο, όπου μπορεί ακόμη να βρεθεί η καλοσύνη» (Times Literary Supplement).
Ο «Κάφκα της μετασοβιετικής εποχής» (The Daily Telegraph) μας διηγείται μια ιστορία από την οποία ο αναγνώστης δεν θέλει να ξεφύγει — το βιβλίο ρουφιέται στ’ αλήθεια σαν κρύο νερό το καλοκαίρι. Η υπόθεση:
Στο χωριό Μάλαγια Σταρογκράντοφκα, που βρίσκεται στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» της Ανατολικής Ουκρανίας, έχουν απομείνει μονάχα ο σαρανταεννιάχρονος συνταξιούχος Σεργκέι Σεργκέγιτς και ο πρώην συμμαθητής του Πάσκα. Έχοντας διαμετρικά αντίθετες απόψεις για τη ζωή, είναι αναγκασμένοι να συμφιλιωθούν και το κατορθώνουν υπό νευραλγικές συνθήκες, δεχόμενοι μάλιστα επισκέψεις από διαφορετικούς ανθρώπους, ο ένας στρατιωτικούς του επίσημου κράτους και ο άλλος ρωσόφωνους αυτονομιστές. Με τον ερχομό της άνοιξης, το βασικό μέλημα του Σεργκέγιτς είναι να μεταφέρει τις έξι κυψέλες με τις μέλισσές του όσο γίνεται πιο μακριά από τον πόλεμο, για να μην πάρει το μέλι του τη γεύση των όπλων. Όμως δεν μπορεί να φανταστεί τις δοκιμασίες που του επιφυλάσσει αυτό το ταξίδι. Ύστερα από μια ατυχή στάση κοντά στο Ζαπορόζιε, αποφασίζει να πάει στην Κριμαία και να βρει έναν Τατάρο τον οποίο είχε γνωρίσει παλιότερα σε ένα συνέδριο μελισσοκόμων. Το καλοκαίρι που θα περάσει εκεί θα μάθει στον Σεργκέγιτς να μην εμπιστεύεται κανέναν, ούτε καν τις μέλισσές του.
Ένα μυθιστόρημα γραμμένο με μαύρο χιούμορ, μελαγχολική ειρωνεία και χάρη, από το οποίο θα μάθουμε πολλά για την Ουκρανία — και ίσως, μάλιστα, να πάρουμε και μερικές απαντήσεις σε ερωτήματα που μας ταλανίζουν όλους αυτόν τον ενάμιση μήνα. Κυρίως όμως, είμαστε εδώ μπροστά σε μεγάλη λογοτεχνία. Και πολύ ανθρώπινη.
Ας το δούμε διαβάζοντας μαζί ένα κεφάλαιο από το βιβλίο.
* * *
Νωρίς το πρωί, ενώ έβρεχε, ο Σεργκέγιτς άκουσε τον γνώριμο θόρυβο της μηχανής. Κοίταξε από το αντίσκηνο. Νόμιζε πως η Γκάλια του έφερε πρωινό. Πρόλαβε μάλιστα να σκεφτεί πως με τέτοιον καιρό θα φάνε πρωινό μέσα στο αντίσκηνο και όχι μπροστά στη φωτιά.
Αφήνοντας τη μοτοσικλέτα κάτω από το δέντρο, η Γκάλια ήρθε τρέχοντας σχεδόν στη σκηνή. Ο Σεργκέγιτς την άφησε ναμπει μέχρι το βάθος της, κοίταξε αμήχανα και απορημένα τα χέρια της. Δεν κρατούσε τίποτα, ούτε σακούλα ούτε τσάντα.
«Στις εννέα πρέπει να πάω στη στροφή!» είπε με κομμένη την ανάσα. «Σκότωσαν στο Ντονμπάς τον Βίτκα Σαμοΐλενκο και θα πάμε να τον προϋπαντήσουμε!»
«Πώς θα τον προϋπαντήσετε, αφού τον σκοτώσανε;» ρώτησε απορημένος ο μελισσοκόμος.
«Δεν έχεις δει στην τηλεόραση πως οι Δυτικοί προϋπαντούντους νεκρούς τους; Γονατιστοί κατά μήκος του δρόμου! Εμείς τι είμαστε, χειρότεροι;» απάντησε αφού πήρε μια ανάσα. «Όλοτο χωριό θα πάει!»
«Αν πάει όλο το χωριό...» μουρμούρισε ο Σεργκέγιτς κι έγνεψε με κατανόηση.
Στις οκτώμισι περίπου, ενώ συνέχιζε να βρέχει, πήγαν μέχρι τη στροφή. Άφησαν τη μοτοσικλέτα κάτω από μία βερικοκιά και περίμεναν λίγο για να μη βραχούν πάλι. Στο χορτάρι δίπλα στα πό236δια τους υπήρχαν μαυρισμένα βερίκοκα που κανείς δεν είχε προλάβει να τα μαζέψει. Ο Σεργκέγιτς πήρε δύο ώριμα. Τα σκούπισεμε την παλάμη του και τα έδωσε στην Γκάλια. Εκείνη άνοιξε μεεπιδεξιότητα τον ώριμο καρπό κι έβγαλε το κουκούτσι.
«Γλυκά» είπε η Γκαλίνα γλείφοντας τα χείλη της. Κοίταξετον Σεργκέγιτς με θέρμη.
Μερικά αυτοκίνητα που έρχονταν από το χωριό έστριψαν και σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου. Ο Σεργκέγιτς κοίταξε και ταράχτηκε: μία αλυσίδα από ανθρώπους που φορούσαν σκούρα μπουφάν και αδιάβροχα, όλοι περπατούσαν με τις ομπρέλες τους στην άκρη του δρόμου. Έρχονταν και από το χωριό και από την πρωτεύουσα της περιφερειακής ενότητας, απόσταση αρκετά μεγάλη για να τη διασχίσει κάποιος πεζός. Ο Σεργκέγιτς θυμήθηκε πως παρακάτω, όταν φτάσεις στο Βεσιόλογιε, έχει πινακίδες για να στρίψεις αν θες να πας σε άλλα χωριά. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να μην είναι από το Βεσιόλογιε.
Δεν ένιωθε καλά, κρύωνε. Η βροχή δεν είχε καμία σχέση μεαυτό. Δεν ήταν κρύα.
«Και μετά τι;» ρώτησε την Γκαλίνα.
«Μετά;...»
«Αφού προϋπαντήσουμε τον σκοτωμένο;»
«Θα πάμε στην εκκλησία. Εξόδιος ακολουθία, κηδεία, μακαριά, όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι».
Τα λόγια της Γκαλίνα, ή μάλλον η ζεστή, ευχάριστη φωνήτης καθησύχασε τον Σεργκέγιτς. Όχι για πολύ. Κάτω από τα κλαδιά της βερικοκιάς τους κρύφτηκαν τρεις γυναίκες που φορούσαν μαύρα. Μία από αυτές κοίταξε την Γκαλίνα και τον Σεργκέγιτς συνοφρυωμένη.
Ο μελισσοκόμος γύρισε να κοιτάξει αλλού, μα ένιωθε την παρουσία τους. Διαρκώς, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω τους. Στέκονταν σε παρέες των πέντε δέκα ατόμων, ορισμένοι μόνοι τους, και κατά διαστήματα κοιτούσαν προς την εθνική, εκεί απ’ όπου πριν από λίγο καιρό είχε έρθει ο Σεργκέγιτς και απ’ όπου θα έφερναν τον νεκρό.
«Μήπως δεν χρειάζεται να πάμε στη μακαριά;» ψιθύρισε οΣεργκέγιτς, γυρνώντας προς την Γκαλίνα.
«Ας πάμε έστω για μισή ώρα, έχουν σκεπάσει με καραβόπανα όλη την αυλή...»
Ο Σεργκέγιτς αναστέναξε. Πρώτη φορά ένιωθε τόσο ξένος, τόσο απόμακρος. Είχαν πια μαζευτεί περίπου διακόσια άτομα, οι άνθρωποι αυτοί γνώριζαν ο ένας τον άλλον, γνώριζαν κι εκείνον που επιστρέφει για τελευταία φορά, για την τελετήτου αποχαιρετισμού, για να τον παραδώσουν στις αγκάλες τηςπατρώας γης. Αυτός όμως, ο Σεργκέγιτς, δεν είχε καμία σχέσημε όλο αυτό. Δεν ήθελε να χαλάσει με την παρουσία του το πένθος τους: άλλα είναι τα αισθήματα για τον θάνατο ενός γνωστού σου κι άλλα για έναν ξένο.
Καλύτερα να ήταν κοντά στις θυμωμένες λόγω της βροχής μέλισσές του, μέσα στο αντίσκηνο. Είχε ξεσυνηθίσει να βρίσκεται ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους. Τρία χρόνια στο εγκαταλελειμμένο χωριό του μαζί με τον Πάσκα του έμαθαν πως μπορεί να ζεις ανάμεσα σε λίγους, πολύ λίγους ανθρώπους, και αυτό να μην είναι καθόλου κακό. Απεναντίας, η ερημιά βοηθάει να καταλάβεις καλύτερα τον εαυτό σου. Εδώ, όμως, τώρα έχουν μαζευτεί εκατοντάδες άγνωστα πρόσωπα, τα οποία συνδέονται με σχέσεις γειτονίας, με σχέσεις ζωής. Ποιος είναι γι’ αυτούς; Τι τους είναι;
Όσοι στέκονταν στις δύο πλευρές του δρόμου άρχισαν να κλείνουν τις ομπρέλες. Το βλέμμα του Σεργκέγιτς τους ακολούθησε. Μία κίνηση, ή μάλλον καλύτερα μια ταραχή φάνηκε στα πρόσωπα όλων όσοι υποδέχονταν τον σκοτωμένο. Οι παρέες χώρισαν, όσοι ήταν κάτω από τα δέντρα ήρθαν στην άκρη του δρόμου. Η Γκάλια έπιασε τον Σεργκέγιτς από το μανίκι του μπουφάν του.
«Πάμε» ψιθύρισε.
Ο Σεργκέγιτς κοίταξε στον δρόμο. Όσοι ήταν στη στροφή 238 προς το χωριό είχαν ήδη γονατίσει και η κίνηση αυτή ήταν πολύ αργή, όχι όπως γίνεται συνήθως στην εκκλησία, όπου όλοι ταυτόχρονα γονατίζουν και στηρίζονται με τα γόνατα στο ξύλινο πάτωμα.
Στάθηκαν με την Γκάλια στην άκρη της ασφάλτου στον δρόμο που οδηγούσε στο χωριό, πενήντα μέτρα μακριά απότη στροφή.
Απέναντι, στην άλλη άκρη της ασφάλτου, γυναίκες και άντρες, πρόσωπα σκυθρωπά και μουσκεμένα. Ένας άντρας φορούσε στο κεφάλι του αντί για καπέλο μια πράσινη κουκούλατην οποία είχε ξεκουμπώσει από το μπουφάν. Είχε ήδη γονατίσει, και δίπλα του, και από τις δύο πλευρές, είχαν γονατίσειδύο γυναίκες.
Ο Σεργκέγιτς πάγωσε. Ήταν ακόμη όρθιος, η Γκάλια είχε γονατίσει στ’ αριστερά του, στη δεξιά του πλευρά ένα αγοράκι περίπου δεκαπέντε χρονών και πιο πέρα οι γονείς του. Νεαροίε πίσης.
«Έλα!» του ψιθύρισε η Γκαλίνα.
Γύρισε προς τη μεριά απ’ όπου περίμεναν τον σκοτωμένο. Στον δρόμο φάνηκε ένα σκούρο πράσινο παλιό μικρό λεωφορείο που κινούνταν με μικρή ταχύτητα, πίσω του μερικά τζιπμε καμουφλάζ. Ο Σεργκέγιτς κοίταζε το λεωφορείο που φρέναρε μπροστά στη στροφή.
Το χέρι της Γκάλια κούνησε νευρικά το μπατζάκι του Σεργκέγιτς. Αυτός δάγκωσε τα χείλη του. Γιατί θα πρέπει να γονατίσει μαζί τους; Στις λάσπες; Κάποτε γονάτιζε, όταν ήταν μικρό παιδί, όταν τον τιμωρούσε ο πατέρας του επειδή καβγάδιζε στο σχολείο. Γονάτισε μερικές φορές και στην εκκλησία.Οι αδύναμοι γονατίζουν. Στην εκκλησία όλοι είναι αδύναμοι ενώπιον του Θεού! Εκεί το καταλάβαινε. Τώρα όμως δεν του άρεσε.
«Σεριόζα!» ακούστηκε η φωνή της Γκάλια, γεμάτη ένταση κι εκνευρισμό.
Ο Σεργκέγιτς αναστέναξε βαριά και δυνατά. Γονάτισε τελικά δίπλα στην Γκάλια. Κατάλαβε πως τον κοιτούσαν μερικά ζευγάρια μάτια, ψυχρά, τα εχθρικά βλέμματα ανθρώπων που στέκονταν απέναντί του, στην άλλη πλευρά του δρόμου, καρφώθηκαν πάνω του σαν δικράνια. Μα και το αγοράκι που ήταν στα δεξιά του τον λοξοκοιτούσε σκυθρωπά, μα εκείνη τη στιγμή το πράσινο λεωφορείο πέρασε από μπροστά τους και όλοι κοίταξαν κάτω, στην άσφαλτο, σκύβοντας. Ο Σεργκέγιτς γονάτισε, μούσκεψε, ένιωσε να τον εγκαταλείπουν όλες του οι δυνάμεις, τον ρίξανε στη γη, λες και τον έσπρωξε το δυνατό χέρι του Θεού στην πλάτη κι έπεσε, σωριάστηκε, έγινε ένα τίποτα κι έχασε το όνομα και την περηφάνια του.
Το Ντονμπάς δεν υποχρεώνει κανέναν να γονατίσει! θυμήθηκε τα λόγια που κάποιος είχε γράψει στη στάση των λεωφορείων στο Καρουσέλινο, πριν από τρία χρόνια.
Μου τη φέρανε, γαμώτο! σκέφτηκε κι αμέσως κούνησε δυνατά το κεφάλι του, τρομαγμένος από τη σκέψη του, τόσο ξένη και επικίνδυνη του φάνηκε.
Τι κάνω; Οι άνθρωποι πενθούν! Κοίταξε το νερό στην άσφαλτο, είδε το είδωλό του. Θολό ήταν το είδωλο, σκοτεινό, σκυθρωπό, σαν εκείνη την ημέρα, όταν ο ήλιος αρνήθηκε να ζεστάνει και να φωτίσει τον κόσμο των ανθρώπων. Αρνήθηκε ή δεν μπορούσε.
Το λεωφορείο χάθηκε προς τη μεριά του χωριού. Όλοι, και ο Σεργκέγιτς μαζί τους, το συνόδευσαν με τα βλέμματά τους, χωρίς να βιαστούν να σηκωθούν. Παραπέρα, στο σημείο που κοίταζε ο Σεργκέγιτς, ήταν γονατιστοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, ακίνητοι, με σκυμμένα τα κεφάλια, όσο περνούσε από μπροστά τους το αυτοκίνητο με τον σκοτωμένο.
Ο χρόνος είχε σταματήσει. Η βροχή, στην οποία δεν έδιναν καμιά σημασία, είχε σταματήσει, αλλά τα σύννεφα δεν είχαν διαλυθεί. Τα βήματα ακούγονταν στην υγρή άσφαλτο, οι άνθρωποι περπατούσαν, πήγαιναν στη στροφή, στο χωριό, άλλοι σηκώνονταν, τίναζαν τα ρούχα τους. Και ακολουθούσαν το λεωφορείο ή έπαιρναν τα ποδήλατα και τις μοτοσικλέτες πουείχαν αφήσει κάτω από τα δέντρα. Όσοι είχαν έρθει με αυτοκίνητα δεν βιάζονταν. Είχαν ήδη μπει στα Ζιγκουλί και στα Μοσκβίτς, αλλά δεν βγήκαν στον δρόμο.
Ο Σεργκέγιτς σηκώθηκε βιαστικά, βοήθησε την Γκάλια να σηκωθεί. Εκείνη έριξε ένα βλέμμα στον Σεργκέγιτς γεμάτο συμπόνια, αλλά δεν είπε τίποτα. Πήγαν στη μοτοσικλέτα κάτω απότη βερικοκιά. Το πρόσωπό της ήταν σκυθρωπό. Βρήκε ένα ακόμα γινωμένο βερίκοκο, το σκούπισε, το έδωσε στην Γκάλια μα εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Το έφαγε κι ένιωσε τη γεύση της γλυκιάς υγρασίας, το βερίκοκο είχε αρχίσει να χαλάει.
«Δεν θά ’ρθω!» είπε κατηγορηματικά ο Σεργκέγιτς αφού κατάπιε.
Η Γκαλίνα του έγνεψε. Ύστερα από πέντε λεπτά έφυγε με τη μοτοσικλέτα, όταν πια είχαν αρχίσει να φεύγουν και τα αυτοκίνητα που ήταν στις δύο άκρες του δρόμου.
Ο Σεργκέγιτς περπατούσε κατά μήκος του δρόμου προς το Βεσιόλογιε. Τον προσπέρασε ένα λεωφορείο και δύο φορτηγά. Ο θόρυβος που έκαναν τα διερχόμενα αυτοκίνητα τον ενοχλούσε, τον καταπίεζε. Μόνο όταν έστριψε στον δρόμο προς τις κυψέλες, προς το λημέρι του, έγινε ησυχία. Του άρεσε πολύ να περπατάει στον χωματόδρομο, να πηγαίνει προς το προσωρινό του κατάλυμα, προς τις κυψέλες του. Εκεί δεν είχε και δεν μπορούσε να έχει κανέναν άλλο.
Φαντάστηκε εκατοντάδες ανθρώπους με βλοσυρά, μουσκεμένα πρόσωπα, να περπατούν στην άσφαλτο για να πάνε στονεκροταφείο και στην εκκλησία, φαντάστηκε και την Γκαλίνανα περπατάει με σκυμμένο το κεφάλι, μαζί τους. Πόνεσε, θαρρείς και όλοι όσοι περπατούσαν τον πατούσαν ξαπλωμένο στην άσφαλτο, πεταμένο ποιος ξέρει για ποιες αμαρτίες.