Βιβλιο

Οι «Τρεις Συζητήσεις» της Χάνα Άρεντ

Μια εισαγωγή στο τι εστί Χάνα Άρεντ και εξτρεμιστικός αντιεβραϊσμός, τι σημαίνει εργασία και πνεύμα, σοβαρότητα σκέψης και ανθρωπισμός, οργάνωση, έρευνα και αναπαράσταση

Στάθης Νικολακόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Τρεις συνεντεύξεις» της Χάνα Άρεντ σε μετάφραση του Γιώργου Στεφανίδη και επίμετρο του Δημήτρη Μαρκόπουλου από τις εκδόσεις Μάγμα.

Όλα τα συγγραφικά ζευγάρια μού φαίνονταν ανέκαθεν αντισυμβατικά, επιτηδευμένα και δυσπρόσιτα: Λέοναρντ και Βιρτζίνια Γουλφ, Ζαν-Πολ Σαρτρ και Σιμόν ντε Μποβουάρ, Πολ Όστερ και Σέρι Χάστβεντ. Ο κατάλογος δεν έχει τέλος, ενώ η παραφιλολογία που τους ακολουθεί ως σήμερα, έχει δείξει τα δόντια της και τις προτιμήσεις της. Ο Λέοναρντ, πνεύμα σπινθηροβόλο και περιπετειώδες, αφιερώθηκε στις διπολικές διαταραχές και νευρώσεις τής Βιρτζίνια, ο Πολ και η Σέρι ανήκουν σε μια πνευματική ελίτ, η οποία είναι λίαν αρρωστημένη και επηρμένη. Για τους Ζαν-Πολ και Σιμόν το έχει πει καλύτερα απ’ όλους η εκλιπούσα Μαργαρίτα Καραπάνου: «Κουβαλούσαν μέσα τους τον θάνατο».

Ωστόσο, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ και η Χάνα Άρεντ κλέβουν την παράσταση απ’ όλους, φρονώ, καθώς οι διαφορές τους δεν ήταν μόνο σε επίπεδο πολιτικής θεωρίας και φιλοσοφικού στοχασμού αλλά και φυλετικές, σε μια εποχή που επηρέασε όλη την ανθρωπότητα σε επίπεδο ιδεοκρατίας, υποκειμενικότητας, αισθαντικότητας και εν γένει αυθεντικότητας. Ο Μάρτιν ήταν Γερμανός, έμπλεος της πρωσικής υπεροχής, της «ελληνικότητας» και ελιτιστικής επιλεκτικότητας. Φέροντας όλα τα ναζιστικά στερεότυπα στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, κανοναρχούσε, κατήγγελλε συναδέλφους και εξέδιδε φιρμάνια υπακοής και παλιγγενεσίας στο ναζιστικό όραμα. Ο νόμος της Βάδης είναι χαρακτηριστικός για τον νέο ρόλο του πρύτανη στο πανεπιστημιακό γίγνεσθαι, όπως μας υπενθυμίζει ο ιστορικός Ρίτσαρντ Τζ. Έβανς.

Η Χάνα Άρεντ, Εβραία και φοιτήτριά του, δεν θα μπορούσε παρά να γοητευθεί από τον Χάιντεγκερ (δεν ήταν η μόνη, δεν ήταν η πρώτη, δεν ήταν η τελευταία), ενώ η ερωτική τους σχέση δεν εξέλιπε μέχρι τον θάνατό του, αν και κρατήθηκε κρυφή για ευνόητους λόγους. Μεγαλωμένη στην Ανατολική Πρωσία, στη μακρινή Καινιξβέργη, από εύπορη οικογένεια υψηλού μορφωτικού επιπέδου και φιλελεύθερων ιδεών, ήρθε σε επαφή με την σκέψη του Καντ, την αρχαία ελληνική ποίηση, και αργότερα με τον Χούσερλ, (διατείνομαι ότι είναι ο μοναδικός φιλόσοφος, που κατάφερε να «νοικοκυρέψει» τη μέχρι τότε διάσπαρτη σκέψη της φιλοσοφίας στον 20ό αιώνα, εισάγοντας τη Φαινομενολογία στον χάρτη), τον Γιάσπερς βεβαίως-βεβαίως και με το πνευματικό υπόβαθρο του Ιερού Αυγουστίνου, στον οποίο βασίζεται η διδακτορική της διατριβή για την έννοια της αγάπης στα κείμενά του.

Οι εκδόσεις Μάγμα, με ένα υπέροχο εξώφυλλο, μας προσφέρουν τρεις συνεντεύξεις (τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές) της Χάνα Άρεντ σε γραπτή μορφή, σε υπέροχη μετάφραση του Γιώργου Στεφανίδη και εξαιρετικό επίμετρο του Δημήτρη Μαρκόπουλου, με τον οποίο είχα τηλεφωνική επικοινωνία για να τον συγχαρώ. Η πολιτική επιστήμονας Άρεντ ερωτάται από τους δημοσιογράφους Γκάους (η συνέντευξη υπάρχει στο YouTube αλλά οι αγγλικοί υπότιτλοι είναι χάλια), Φεστ και Ερρέρα αντιστοίχως, για τα προφανή: την παιδική της ηλικία, τον αντισημιτισμό που βίωσε από τα χείλη των συμμαθητών της από τα απέναντι πεζοδρόμια μέσω εκτοξευμένων κοσμητικών επιθέτων στο πρόσωπό της, τη δίκη του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ αλλά και την προσωπικότητα του ιθύνοντος νου πίσω από την Τελική Λύση (οι μεταφράσεις του συγκεκριμένου έργου στα ελληνικά χρειάζονται, επειγόντως, νέο μεταφραστή), τις μεταφυσικές της ανησυχίες, τον ακτιβιστικό της ρόλο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το συγγραφικό της έργο, τη σχέση της -ακροθιγώς- με τον Χάιντεγκερ, για τον πάτερ-φαμίλια που είναι επιρρεπής στον φασισμό, για την Gleichschaltung, για την κατεστραμμένη Ευρώπη, τον Ηρόδοτο, για το τι μέλλει γενέσθαι από δω και πέρα.

Στις συγκεκριμένες συνεντεύξεις δεν υπάρχει ούτε κουτσομπολίστικη πρόθεση, ούτε βαθιές πομπώδεις αναλύσεις για τα τεκταινόμενα της εποχής. Δεν ακούμε για την σύρραξη Χάιντεγκερ - Κασίρερ στο Νταβός, για τις ερωτικές περιπέτειες των καθηγητών στην Χαϊδελβέργη με φοιτήτριες που διάβασαν τον Λεβινάς στα δεκαπέντε τους∙ ούτε φυσικά για τον Καρλ Γιουνγκ και τους περιβόητους εφιάλτες του. Η Άρεντ, με πολύ λιτό και πραγματιστικό τρόπο, αναφέρεται με χιούμορ αλλά και πίκρα, στους κανονικούς εργαζόμενους και οικογενειάρχες, που συμμετείχαν στην μαζική δολοφονία των Εβραίων, από την ζεστασιά του χώρου εργασίας τους, με τις φωτογραφίες των παιδιών τους πάνω στο γραφείο. Αναλύει την ρηχότητα του Άιχμαν, την αμερικανική πολιτική της εποχής, την Εβραϊκή Διασπορά, τον ρόλο των εβραϊκών συμβουλίων κατά την διάρκεια του Ολοκαυτώματος, ενώ καταφέρνει να διαλύσει όλη την παρεξήγηση γύρω από το πρόσωπό της και την υποτιθέμενη ειρωνεία της στα γραπτά της, για ό,τι διεπράχθη μεταξύ εξουσιαστών και θυμάτων.

Το επίμετρο του βιβλίου είναι αριστουργηματικό. Ο Δ. Μακρόπουλος καταφέρνει σε λίγες σελίδες να συνοψίσει με υπέροχο τρόπο το έργο της Άρεντ και την εποχή της, από την κατανόηση του κόσμου στην υπευθυνότητα, στην ιδιαιτερότητα της ιδίας, στη διαμάχη γύρω από τον παλιάτσο Άιχμαν, στη ρήξη με τους διανοούμενους της εποχής της και, φυσικά, στην επιείκεια που πράγματι επέδειξε στον Χάιντεγκερ και στη σιωπή του, στη μεταπολεμική εποχή της οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης.

Το συγκεκριμένο βιβλίο συστήνεται ανεπιφύλακτα για μια εισαγωγή στο τι εστί Χάνα Άρεντ και εξτρεμιστικός αντιεβραϊσμός, τι σημαίνει εργασία και πνεύμα, σοβαρότητα σκέψης και ανθρωπισμός, οργάνωση, έρευνα και αναπαράσταση. Ας αφήσουμε κατά μέρος τα μέλη της ελληνικής διανόησης να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, «λέγε με Σίλερ, να σε αποκαλώ Γκαίτε», και ας πάρουμε επιτέλους τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στα σοβαρά, μέσα από την προσωπικότητα της πάντα επίκαιρης Χάνα Άρεντ.