- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αχιλλέας ΙΙΙ: Ο μόνος κανόνας είναι ότι δεν υπάρχει κανόνας
Λίγο καιρό αφότου απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τον «Παραχαράκτη», επιστρέφει με τον «Δεσμοφύλακα», το νέο του βιβλίο φωταφηγημάτων
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ μιλάει για τον «Δεσμοφύλακα», το νέο του βιβλίο φωταφηγημάτων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.
Όταν έπεσε για πρώτη φορά στα χέρια μου το «Κομπλεξικό» δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω. Δεν υπήρχε ούτε ένα λήμμα που να μη μου φαινόταν υπερβολικά αστείο. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε και δεν έχει αλλάξει τίποτα. Εξακολουθώ να γελάω τρανταχτά διαβάζοντας την έννοια λέξεων, όπως το «μαθυματολόγιο» –το μπλοκάκι που ανοίγουν οι καθηγητές για να δουν ποιο «θύμα» θα εξετάσουν–, η «παραπεντάμορφη» –η κοπέλα που είναι όμορφη αλλά καλλωπίζεται την τελευταία στιγμή–, ή η «ναρκούδα» – το τεράστιο θηλαστικό που κοιμάται τον χειμώνα αλλά κινδυνεύει απίστευτα, όποιος κατά λάθος πατήσει πάνω του. Το γέλιο του «Παραχαράκτη» ήταν κάπως πιο πικρό καθώς συχνά άγγιζε ευαίσθητες χορδές με τις φωτογραφίες ή με τα κείμενα που τις συνόδευαν. Αλλά ακόμη και αν στον «Παραχαράκτη» δεν αναγνώριζες τον εαυτό σου, είναι βέβαιο ότι θα τον αναγνωρίσεις κάπου στον «Δεσμοφύλακα» –γιατί όλο και κάποιον δεσμό θα φυλάς– οπότε το γέλιο σου θα γίνει ακόμη πικρότερο σε κάποιες περιπτώσεις.
Εκείνο που ξέρεις πάνω απ’ όλα ανοίγοντας ένα οποιοδήποτε βιβλίο του Αχιλλέα ΙΙΙ, είναι ότι θα απολαύσεις την εξαιρετική γραφή, το απίθανο παιχνίδι με τις λέξεις, την έμπνευση και τη ζωντάνια που ξεχειλίζει από τις σελίδες του, την έντονη κριτική ματιά στην καθημερινή μας πραγματικότητα. Είναι ευχάριστη η ανάγνωση και του «Δεσμοφύλακα» αλλά, ευτυχώς, δεν είναι καθόλου ανώδυνη…
Το «Κομπλεξικό», το βιβλίο από το οποίο σε γνώρισα, είναι γεμάτο από λέξεις-λογοπαίγνια. Πότε θυμάσαι για πρώτη φορά τον εαυτό σου να παίζει με τις λέξεις;
Πρέπει να ήμουν περίπου ενός. Αστειεύομαι! Δεν θυμάμαι. Νομίζω ότι ο άνθρωπος ξεκινά να παίζει με τις λέξεις από πολύ νωρίς, από όταν αρχίζει να τις πρωτοχρησιμοποιεί. Τότε είναι που ανακαλύπτει ότι οι λέξεις, όπως και όλα σχεδόν τα πράγματα, μπορούν να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για ένα σωρό διασκεδαστικά παιχνίδια, αρκεί να σκέφτεται ελεύθερα. Πρόκειται για μια έμφυτη τάση η οποία, δυστυχώς, ατροφεί καθώς κανείς μεγαλώνει και πειθαρχεί στις κυρίαρχες συνήθειες, υιοθετώντας ξένους τρόπους σκέψης και αποζητώντας εκεί την ασφάλεια. Στη δική μου περίπτωση, από κάποιο σφάλμα της φύσης ενδεχομένως, η κατάσταση επιδεινώθηκε με το πέρασμα του χρόνου και το παιχνίδι με τις λέξεις δεν σταμάτησε, αλλά εξελίχθηκε σε αγαπημένη συνήθεια.
Η διαδικασία παραγωγής λέξεων είναι μια τόσο διασκεδαστική διαδικασία όσο φαίνεται ή μερικές φορές μπορεί να γίνει και βασανιστική… για σένα αλλά και τους γύρω σου…
Ασφαλώς και είναι διασκεδαστική διαδικασία, αλλά είναι αλήθεια ότι μερικές φορές συμπονώ εκείνους που βρίσκονται κοντά μου όταν το παρακάνω. Τελευταία προσπαθώ να δείχνω αυτοσυγκράτηση. Όσον αφορά το δικό μου «μαρτύριο», μπορώ να σου πω ότι, όταν έγραφα το «Κομπλεξικό» και περνούσα πολλές ώρες κατασκευάζοντας μανιωδώς λέξεις, υπήρχαν κάποια βράδια που μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ επειδή βρισκόμουν σε τέτοια υπερδιέγερση που το μυαλό μου δεν μου επέτρεπε να ηρεμήσω, ό,τι κόλπο και αν δοκίμαζα. Ένα τέτοιο βράδυ, για παράδειγμα, δοκίμασα να μετρήσω πρόβατα για να με πάρει ο ύπνος, αλλά αντί για αυτό κατέληξα με τη λέξη «προβατομουρμούρα», δηλαδή: την ενοχλητική κουβέντα που πιάνουν μεταξύ τους τα πρόβατα τα οποία μετράει κάποιος που πάσχει από αϋπνία στην προσπάθειά του να κοιμηθεί. Η προβατομουρμούρα γίνεται ακόμη πιο ανυπόφορη όταν συνοδεύεται από γαβγίσματα τσοπανόσκυλων και σφυρίγματα ποιμένων, ενώ μερικές φορές, πράγματι, βοηθά τον άυπνο, λειτουργώντας ως white sound.
Πριν από πολλά χρόνια είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο που δημιουργούσε λέξεις μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, που είχε όμως αναλογίες με τον τρόπο που δημιουργείς εσύ τις λέξεις σου. Ήταν το «Πλαθολόγιο Λέξεων» του Λύο Καλοβυρνά. Το ξέρεις; Έχεις ακούσει γι’ αυτό; Εντοπίζεις σχέσεις; Και ποιες είναι οι διαφορές στον τρόπο που σκέφτεστε για να δημιουργήσετε μια λέξη;
Γνωρίζω την ύπαρξή του «Πλαθολογίου», αν και πιστεύω ότι με τον συγγραφέα του προσεγγίζουμε αρκετά διαφορετικά το θέμα. Νομίζω ότι ο Λύο Καλοβυρνάς δημιούργησε με μαεστρία λέξεις κυρίως για να δώσει όνομα σε ένα σωρό υπαρκτές καταστάσεις και φαινόμενα στα οποία συνήθως αναφέρεται κανείς περιφραστικά· λέξεις οι οποίες θα μπορούσαν άνετα να χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ζωή. Στο «Κομπλεξικό», από την άλλη, περισσότερο ίσως από τη χρηστική αξία του «προϊόντος», με ενδιέφερε το παιχνίδι με τον λόγο, τόσο μέσα στην ίδια τη λέξη όσο και στην πολύ συχνά εντελώς αυθαίρετη και υπερρεαλιστική ερμηνεία της. Αναφέρω, ως παράδειγμα, το αποκαηδόνι, το οποίο είναι ένα ωδικό πτηνό που με την υπέροχη φωνή του τραγουδά μέσα στις στάχτες ενός έρωτα, μιας πόλης που πυρπολήθηκε, μιας ελπίδας που αποτεφρώθηκε κτλ.
Επίσης, βλέποντας το βιογραφικό σου, μου ήρθε στο μυαλό το βιογραφικό των Ξένου Μάζαρη και Στράτου Μπουλαλάκη (Ψευδώνυμα και τα δύο), που είχαν γράψει ένα βιβλίο που λεγόταν «Ο Πάγος». Το έχεις δει ποτέ;
Δεν το έχω δει, όχι. Εξακολουθώ να μην μπορώ να πάρω στα σοβαρά το θέμα του βιογραφικού, για τους ίδιους λόγους που αρνούμαι να πάρω πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μου. Ομολογώ ότι, όταν διαβάζω ένα σοβαροφανές βιογραφικό, γεμάτο πτυχία, διακρίσεις και υποψηφιότητες, με το οποίο ένας συγγραφέας ή ένας εκδοτικός οίκος προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη και υποψήφιο αγοραστή, με πιάνουν τα γέλια. Φυσικά, αυτό ίσως έχει να κάνει και με το γεγονός ότι ο ίδιος παραμένω ένα νούμερο, και μάλιστα λατινικό.
Ξεκίνησε στις αρχές του 2015, όταν άρχισα να συλλέγω φωτογραφίες από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και στη συνέχεια ανακάλυψα πόσο διασκεδαστικό είναι το να τις «παραχαράσσεις», να στήνεις δηλαδή γύρω από αυτές ιστορίες που διορθώνουν την πραγματικότητα. Οι ασπρόμαυρες αυτές φωτογραφίες αποτέλεσαν για μένα τεράστια δεξαμενή ερεθισμάτων και το κλειδί για ένα πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι, που οδήγησε σε δύο βιβλία γεμάτα αλλόκοτους ήρωες και παράδοξες καταστάσεις.
Τελικά, είναι το κείμενο που έρχεται πρώτο ή η εικόνα στο φωτογραφήγημα;
Όπως τακτικά επαναλαμβάνω, ο μόνος κανόνας κατά τη συγγραφή είναι ότι δεν υπάρχει κανένας κανόνας.
Περίμενες ότι θα πάρεις το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τον «Παραχαράκτη»;
Φυσικά όχι! Όταν με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου ο Βασίλης ο Χουλιαράς και μου το ανακοίνωσε ήμουν στην υπέροχη παραλία του Λούρου και έφτιαχνα πύργους από άμμο δίπλα στο κύμα, κυριολεκτικά. Το ίδιο συνέχισα να κάνω και δυο λεπτά αφότου το πληροφορήθηκα.
Πώς σου φάνηκε που το πήρες;
Ήταν πολύ παράξενο! Μοιάζει κάπως σαν να σου απονέμει αριστείο ο λυκειάρχης τη στιγμή που εσύ προτιμάς να κάθεσαι στα πίσω θρανία και έχεις κάνει ένα σωρό –δικαιολογημένες για σένα μόνο– απουσίες. Ύστερα από αυτό, πάντως, μπορώ πλέον να λέω ότι είμαι «Παραχαράκτης με πτυχίο»…
Ο «Δεσμοφύλακας» έχει αρκετές συγγένειες με τον «Παραχαράκτη, έτσι δεν είναι;
Είναι δεύτερος ξάδερφος από την πλευρά του πατέρα του! Εκτός από αυτό, στον «Δεσμοφύλακα» όπως και στον «Παραχαράκτη» συναντά κανείς διηγήματα που το καθένα τους συνδέεται με μια παλιά (έως πολύ παλιά) φωτογραφία. Διηγήματα που εμπεριέχουν το στοιχείο της ανατροπής και της κατάρριψης του προφανούς. Από τεχνικής απόψεως τα δυο βιβλία είναι πολύ κοντά, ωστόσο, νομίζω ότι διαφέρουν και αρκετά. Όσο αντικειμενικός μπορώ να είμαι, έχω την αίσθηση ότι λόγω της θεματολογίας τους –που είναι οι οικογενειακοί και οι ερωτικοί δεσμοί, με ό,τι μπορεί να συμβαίνει εντός τους– οι ιστορίες του «Δεσμοφύλακα» είναι πιο σκληρές ή σκοτεινές, αλλά ταυτόχρονα και πιο άμεσες. Ίσως επειδή αναπόφευκτα μπορεί να αναγνωρίσει κανείς στους πρωταγωνιστές και στις πρωταγωνίστριές τους στοιχεία που θα του φανούν επικίνδυνα οικεία. Η σκληρότητα, άλλωστε, εκείνων με τους οποίους συνδεόμαστε, είτε ερωτικά είτε λόγω συγγένειας, είναι εκείνη που μας αφήνει τις βαθύτερες πληγές.
Επειδή καμιά σου λέξη δεν είναι αυτό που φαίνεται, τι ακριβώς σημαίνει για σένα «Δεσμοφύλακας»;
Να, ορίστε. Αυτό είναι το πρόβλημα όταν ασχολείσαι με τη λεξιπλασία και τις μεταφορές! Ό,τι και να πεις δεν πιστεύει κανείς ότι υπάρχει περίπτωση να μιλάς κυριολεκτικά! Ο δεσμοφύλακας είναι φυσικά ο υπεύθυνος για τη φύλαξη των φυλακισμένων, αλλά ταυτόχρονα είναι και ο φύλακας των δεσμών. Ο καθένας από εμάς λειτουργεί κάποια στιγμή ως δεσμοφύλακας, απλώς καλό θα είναι να μη βιαστεί πριν αποφασίσει τι είδους «συνθήκες κράτησης» θα προσφέρει στους άλλους και στον εαυτό του, αφού στην ίδια «φυλακή» θα πρέπει μείνει και εκείνος. Επιπλέον, στο εσωτερικό τέτοιων «ιδρυμάτων» σημειώνονται αρκετά συχνά εξεγέρσεις που ανατρέπουν τα δεδομένα και τις ισορροπίες. Οι ιστορίες του «Δεσμοφύλακα», γραμμένες πριν αποκτήσω την ιδιότητα του πατέρα ο ίδιος, αποτελούν εκτός των άλλων ένα μήνυμα προς τον ίδιο μου τον εαυτό σχετικά με τους κινδύνους που συναντώνται σε μια οικογένεια ή σε μια σχέση. Και αυτό επειδή όταν κάποιος γίνεται γονιός είναι λίγο σαν να αλλάζει στρατόπεδο, και από εκεί που μέχρι πρότινος ήταν το –ενήλικο έστω παιδί– κάποιου, πλέον αναλαμβάνει έναν ρόλο στον οποίο συχνά πρέπει να αυτοσχεδιάσει. Σε κάποιους ανθρώπους αυτή η μετάβαση γίνεται με πολύ μεγάλη φυσικότητα, ενώ κάποιοι άλλοι πρέπει να το επεξεργαστούν περισσότερο μέχρι να επιλέξουν αυτό που τους εκφράζει. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οφείλει κανείς να είναι προσεκτικός και να έχει κατά νου ότι μερικές φορές η γραμμή που χωρίζει τον δεσμοφύλακα από τον δεσμοφυλακισμένο είναι πολύ λεπτή.
Πώς να εκλάβω το εξώφυλλο; Σαν να λέμε δηλαδή, στην πρώτη μας οικογένεια αλλά και στην οικογένεια που δημιουργούμε, είμαστε κάπως… αλυσοδεμένοι; Δεν είμαστε;
Με πολλούς τρόπους, μάλιστα. Δέσιμο από δέσιμο διαφέρει, αλλά μέσα σ’ αυτό δεν λείπουν και εκείνοι που είναι για (άλλου είδους) δέσιμο και κάνουν τους γύρω τους να υποφέρουν. Το σίγουρο είναι ότι ο καθένας πρέπει να επιλέγει τις προδιαγραφές των δεσμών του, αποφεύγοντας να ψωνίζει από τα έτοιμα, με βάση την κάλυψη αναγκών που δεν είναι δικές του.
Κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το είδος που αγγίζει η γραφή σου «υπαρκτό υπερρεαλισμό». Αν υπήρχε ένα τέτοιο κίνημα, θα συμφωνούσες να είσαι κομμάτι του; Ακούγεται αρκετά ενδιαφέρον και επαναστατικό για να αρνηθώ! Έχω υπάρξει στο παρελθόν μέλος διαφόρων κινημάτων ή σχολών που δεν υπάρχουν (όπως η γνωστή «Σχολή της Καβάλας», ας πούμε, στην οποία ο Αριστοτέλης Σαΐνης έχει εντάξει εμένα και διάφορους άλλους –γεννημένους στην ίδια πόλη– συγγραφείς). Ασφαλώς, μετά την ίδρυση του κινήματος του υπαρκτού υπερρεαλισμού θα έπρεπε να προκαλέσουμε την κατάρρευσή του και να κερδίσουμε πίσω την ανεξαρτησία και την ελευθερία μας.
Τι ακριβώς είναι τα «τριηγήματα» στα οποία πρόκειται να αφοσιωθείς το επόμενο διάστημα; Το τριήγημα αποτελεί την εξέλιξη του διηγήματος. Έχω σκοπό να τα εξηγήσω όλα αναλυτικά στα σεμινάρια τριμιουργικής γραφής που θα διοργανωθούν αμέσως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού υπερρεαλισμού, οπότε προτείνω στους αναγνώστες να κάνουν υπομονή για λίγο καιρό ακόμη!
Εκτός από τη συγγραφή ασχολείσαι και με τη μουσική. Το συγκρότημά σου, οι Bog Art, έχουν ήδη δύο δίσκους. Παίζετε ακόμα μαζί; Πρόκειται να κυκλοφορήσετε κάτι καινούριο; Οι Bog Art έχουν πράγματι ήδη κυκλοφορήσει τρεις δίσκους, οι οποίοι φαίνονται λίγοι σε αριθμό, αν σκεφτεί κανείς ότι ξεκινήσαμε το 2003 από ένα container για τους σεισμοπαθείς των Λιοσίων (εξού και επιμένουμε ότι παίζουμε container rock, κατά το garage rock). To «Τhornbush», o πιο πρόσφατος δίσκος μας, κυκλοφόρησε ανεξάρτητα το φθινόπωρο του 2020, ενώ το τελευταίο διάστημα, έπειτα από λιμούς, καταποντισμούς, την αποχώρηση του κιθαρίστα Θέμη Βασιλείου (με τον οποίο έχω την τύχη να συνεργάζομαι για τις ανάγκες των παρουσιάσεων των βιβλίων μου), και την άφιξη στο συγκρότημα του Μιχάλη Κάνιου, δουλεύουμε το υλικό του επόμενου δίσκου μας, ενώ ταυτόχρονα προσμένουμε να γίνουν ευνοϊκότερες οι συνθήκες για την διεξαγωγή συναυλιών, καθώς μας έχουν λείψει. Περιττό να πω ότι, όπως τα περισσότερα συγκροτήματα της ανεξάρτητης ελληνικής σκηνής, αναγκαστήκαμε λόγω της πανδημίας να ακυρώσουμε τις προγραμματισμένες περιοδείες μας σε Ευρώπη, Λατινική Αμερική και Ανταρκτική.
Ποιες είναι οι αγαπημένες σου διαδρομές στην Αθήνα;
Έχω πολλές αγαπημένες διαδρομές για περίπατο στην Αθήνα. Τον τελευταίο καιρό, άλλοτε μόνος και άλλοτε με έναν καλό φίλο, συνηθίζω να περπατώ μέσα στη νυχτερινή βουή των μεγάλων δρόμων του κέντρου, από την Νεάπολη Εξαρχείων μέχρι τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, έπειτα να ανηφορίζω τη Διονυσίου Αρεοπαγείτου κάτω από την Ακρόπολη και δίπλα από το Ηρώδειο, πριν κυλήσω μέχρι το Θησείο. Από εκεί συνεχίζω Μοναστηράκι, Αθηνάς, Ομόνοια και ξανά Νεάπολη. Μετά από αυτόν τον κύκλο τις περισσότερες φορές κοιμάμαι σαν πουλάκι!
Αν και γεννήθηκες στην Καβάλα, είσαι χαρούμενος που ζεις στην Αθήνα ή θα την εγκατέλειπες με πρώτη ευκαιρία;
Ζω στην Αθήνα τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια και, παρά τις δυσκολίες που έχει η ζωή εδώ, δεν νομίζω ότι θα την εγκατέλειπα εύκολα. Η πρώτη επαφή με την πρωτεύουσα, ιδίως για κάποιον που έχει μεγαλώσει σε μια όμορφη μικρή παραθαλάσσιαπόλη, μπορεί να είναι τρομακτική, ωστόσο, αισθάνομαι πλέον αρκετά άνετα μέσα σε όλο αυτό το χάος. Απολαμβάνω το γεγονός ότι η πόλη αλλάζει συνέχεια, ότι συναντάς διαρκώς νέα πρόσωπα (και ότι μπορείς να αποφεύγεις εκείνους που δεν αντέχεις), ότι καμιά διαδρομή δεν είναι η ίδια δυο φορές και, κυρίως, ότι υπάρχουν τόσα πολλά ερεθίσματα εκεί έξω, τόσες διάσπαρτες εικόνες και λεπτομέρειες που μπορούν να σε διατηρούν σε κατάσταση διαρκούς διέγερσης. Επίσης, στους δρόμους και στα στενά της Αθήνας, ιδίως σε αυτά του κέντρου του οποίου είμαι κάτοικος, τέμνονται αμέτρητες γραμμές που σε συνδέουν απευθείας με το παρελθόν της πόλης, με την ιστορία, με τις ρίζες εκείνων που αγαπάς. Αμέτρητες γραμμές που κάνουν κάτι να δονείται έντονα μέσα σου σε κάθε βήμα. Την περασμένη εβδομάδα, για παράδειγμα, βρέθηκα να περπατώ κατά το σούρουπο στην οδό Πατησίων και έπειτα στην Κυψέλη ακούγοντας στο discman (ναι, υπάρχουν ακόμη τέτοια) τον δίσκο «Στο δρόμο», με την αγαπημένη μουσική του Κυριάκου Σφέτσα και τη φορτισμένη ερμηνεία της Κατερίνας Γώγου σε αυτούς τους τόσο γεμάτουςαλήθεια και πόνο στίχους. Και ενώ προσπερνούσα παλιά, γκρίζα κτίρια και διασταυρωνόμουν με άγνωστούς μου ανθρώπους, αισθανόμουν να ανατριχιάζω κάθε τόσο, καθώς δυνάμωνε μέσα μου η σύνδεση με όσα άκουγα στα ακουστικά μου και με όσα με περιέβαλλαν. Και τότε συνειδητοποίησα ότι εδώ είναι το σπίτι μου...