Βιβλιο

Tρία νέα βιβλία πεζογραφίας κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Βακχικόν

Οι συγγραφείς Ερμιόνη Κεχαγιά, Αντώνης Ξυραφάς και Γρηγόρης Φεϊζατίδης για τη συγγραφική τους εμπειρία

A.V. Guest
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ερμιόνη Κεχαγιά, Αντώνης Ξυραφάς και Γρηγόρης Φεϊζατίδης μιλούν στην ATHENS VOICE με αφορμή τα νέα τους βιβλία που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Του Γιάννη Παπαδόπουλου


Πρόσφατα οι εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφόρησαν τρία νέα βιβλία πεζογραφίας από συγγραφείς που κάνουν για πρώτη ή δεύτερη φορά τη λογοτεχνική εμφάνισή τους. Η Ερμιόνη Κεχαγιά με τις νουβέλες της «Δύο ιστορίες», ο Αντώνης Ξυραφάς με το μυθιστόρημά του «Αρσάμης της Περσίας» και ο Γρηγόρης Φεϊζατίδης με τη συλλογή διηγημάτων «Ο Θεός πίσω από την ντουλάπα» μιλούν για αυτή την εμπειρία τους.

Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;

Ε.Κ. Μάλλον η δυσκολία τού να εκφραστώ προφορικά. Ήταν μία φυσική συστολή που είχα από παιδί −βέβαια με τον χρόνο και το επάγγελμά μου βελτιώθηκε σημαντικά−, αλλά αυτή η ευκολία της γραπτής έκφρασης με ακολουθεί.
Α.Ξ. Πάνω απ’ όλα η ζωή και οι άνθρωποι που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της, ακόμα και αυτοί που ανήκουν στη φαντασία μου.
Γ.Φ. Με ωθεί μια εσωτερική και ανίκητη ανάγκη για έκφραση, η ίδια που υπάρχει σε κάθε μορφή Τέχνης. Άλλος εξωτερικεύει τις σκέψεις του με πινέλα και ακουαρέλες, άλλος με παρτιτούρες, κι άλλοι τις γράφουμε στο χαρτί. Ή στο laptop.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εσάς είναι να καταφέρετε να εκφράσετε τη σκέψη σας πάνω στο χαρτί;

Ε.Κ. Είναι και ήταν πολύ πιο εύκολο να εκφραστώ γραπτώς για μένα. Βέβαια αυτό δεν βολεύει πάντα ή δεν είναι το αναμενόμενο, ιδιαίτερα στην περίπτωση των ερωτικών σχέσεων. Έχει παρέλθει δυστυχώς η εποχή που η ερωτική αλληλογραφία είχε πρωτεύοντα ρόλο στην έκφραση συναισθημάτων. Το σημερινό texting μπορεί πολλές φορές να βοηθήσει και μου έδωσε μία διέξοδο.
Α.Ξ. Όσο πιο αργή και κοπιώδης είναι συχνά η διαδικασία της συγγραφής, τόσο πιο καλό είναι το τελικό αποτέλεσμα. Αλλά υπάρχουν και κάποια από τα σπουδαιότερα  λογοτεχνικά βιβλία της ανθρωπότητας που γράφτηκαν μέσα σε μια νύχτα.
Γ.Φ. Κάθε φορά που ξεκινάω να γράφω κάτι, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια, θεωρώ πως η διαδικασία της αποτύπωσης των σκέψεων πάνω στο χαρτί είναι δύσκολη. Αλλά όταν τελειώνει η γραφή, μετανιώνω για όσα έλεγα νωρίτερα γιατί τότε ξεκινούν οι πραγματικές δυσκολίες. Σβήσιμο, και ξανά γράψιμο, και πάλι μάχη με τις λέξεις, και ξανά, και ξανά...

Ποιες είναι οι επιρροές σας;

Ε.Κ. Μου αρέσει η απλότητα της έκφρασης και ο συγγραφέας στον οποίο, χωρίς να το θέλω, πάντα ξαναγυρίζω είναι το νεανικό μου ανάγνωσμα, ο Μπορίς Βιάν. Είναι ατμοσφαιρικός χωρίς ιδιάζοντα εκφραστικά μέσα. Παράλληλα μου αρέσει η πολυπλοκότητα της δομής, μου αρέσει να την χτίζω εκ των προτέρων και εδώ η επιρροή του Ουμπέρτο Έκο και των σπουδών μου στη γλωσσολογία είναι φανερή.
Α.Ξ. Μου άρεσαν πάντα οι μεγάλοι παραμυθάδες όπως ο Χόφμαν, παλιότερα τα μεγάλα έπη της ανθρωπότητας, ο Λουί Σελίν με το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», πρόσφατα το «Πόλεμος και πόλεμος» του Κρασναχορκάϊ και δεκάδες άλλα βιβλία.  
Γ.Φ. Λατρεύω το Φανταστικό και τον Μαγικό Ρεαλισμό. Ίσως έχω πολλές επιρροές, ίσως καμία. Από τον Asimov και τον Clarke μέχρι τους αγαπημένους Dan Simmons και Iain M. Banks. Από τον Tolkien μέχρι τον Gavriel Kay και τον Steven Erikson. Από την Άλκη Ζέη μέχρι τον Χειμωνά, τον Κορτώ και τον Ζουργό. Από τον Παπαδιαμάντη και τον Θεοτόκη. Σίγουρα από τους δύο τελευταίους. Ζηλεύω την τόλμη τους, τον τρόπο που καταδύονταν στις ανθρώπινες ψυχές, όλα όσα έγραφαν περισσότερο από εκατό χρόνια πριν.

Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σας;

Ε.Κ. Η θεματολογία δεν είναι συγκεκριμένη, ούτε παραμένει σταθερή. Παίρνω αφορμή από γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή μου αλλά μετά οι χαρακτήρες ελευθερώνονται και παίρνουν τον δικό τους δρόμο. Για παράδειγμα στην Ελπίδα αφορμή στάθηκε μια παρέα παιδιών στο σχολείο που εργάζομαι, στην Άννα αφορμή στάθηκε ο θάνατος της γιαγιάς μου σε γηροκομείο. Στο διήγημά μου «Στο μουσείο», το οποίο βραβεύτηκε στον διαγωνισμό των εκδόσεων Ιανός με θέμα τα ταξίδια, η αφορμή ήταν η αυτοκτονία ενός κοντινού μου προσώπου.
Α.Ξ. Η θνητότητα, ο χρόνος, το άγχος της υπαρξιακής απομόνωσης, το πώς θα έπρεπε να ζήσουμε τη ζωή μας, εκπληρώνοντας σωστά το χρέος μας απέναντί της και απέναντι στον εαυτό μας και τι οφείλουμε να κάνουμε όταν έρθει η ώρα αυτής της μεγάλης ευθύνης.
Γ.Φ. Επειδή δεν έχω γράψει και τόσα πολλά έργα, δεν είχα αναρωτηθεί ποτέ γι’ αυτό. Πιστεύω όμως πως, είτε γράφω στον χώρο του Φανταστικού είτε Ρεαλισμό, αν υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής αυτός είναι τα απόλυτα συναισθήματα, οι βαθύτερα κλεισμένες σκέψεις στο μυαλό των ανθρώπων. Η αντίδραση του καθενός σε μια συνταρακτική συνειδητοποίηση, σε μια μεγάλη αλλαγή, το βεβιασμένο ταξίδι του μυαλού και της ψυχής προς τα άκρα. Ναι, νομίζω πως όλοι οι ήρωές μου έχουν αναγκαστεί να φτάσουν στα άκρα και να αντιμετωπίσουν δαίμονες.

Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο σας.

Ε.Κ. «Οι Δύο ιστορίες» είναι το πρώτο μου ατομικό έργο. Η ιστορία της Ελπίδας είναι η παλαιότερη. Δουλεύω σε σχολείο και μου αρέσει πάρα πολύ στις εφημερίες να είμαι στην αυλή και να παρατηρώ τους μαθητές, πόσο κοινωνικοί είναι, τα αστεία τους, τις λύπες τους, την αδιαφορία τους, τις συγκρούσεις τους. Ήταν η εποχή που οι έφηβοι χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά το facebook, το instagram δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του, ούτε και το Tik Tok. Είχα λοιπόν πολλές φιλίες στο facebook με μαθητές και παρατηρούσα τις αναρτήσεις τους και τα σχόλιά τους. Έτσι η Ελπίδα είναι δυνητικά μία μαθήτριά μου. Όσον αφορά την Άννα ήθελα να ασχοληθώ με το θέμα της ανεργίας και το πώς το βιώνουν οι νέοι σήμερα. Η Άννα επίσης είναι τολμηρή κάτι που δεν είμαι και μου άρεσε πάρα πολύ που διηγήθηκα την ιστορία της. Η ιστορία της Άννας γράφτηκε μετά το θάνατο της γιαγιάς μου. Η γιαγιά μου πέθανε σε γηροκομείο και αυτό με πλήγωσε πολύ. Έτσι ξεκίνησε η νουβέλα μετά βέβαια οι ήρωες πήραν το δρόμο τους. Η γιαγιά μου δεν μοιάζει με την ηρωίδα του βιβλίου αλλά ίσως να μοιάζει και λίγο.
Α.Ξ. Ο Αρσάμης είναι ένας αρχαίος Πέρσης ευγενής που ζει στην Βακτριανή επί της βασιλείας του μεγάλου Δαρείου. Το πνεύμα του Κακού βάζει σε κίνδυνο την οικογενειακή ευτυχία του, με αποτέλεσμα να πολεμήσει για τη ζωή τη δική του και της γυναίκας του και να περιπλανηθεί πολύ μακριά μαθαίνοντας όμως στοχαζόμενος καλύτερα τον εαυτό του και χαράζοντας έτσι ένα φωτεινό μονοπάτι σοφίας και για τους άλλους.
Γ.Φ. Το βιβλίο περιλαμβάνει εννιά ιστορίες που διαδραματίζονται στη σημερινή εποχή. Οι ηρωίδες και οι ήρωες βρίσκονται ένα βήμα πριν από κάποιο σημαντικό σταυροδρόμι της ζωής τους, βιώνουν κάτι −ασήμαντο ίσως για τους πολλούς− που θα ταράξει συθέμελα τον κόσμο τους, τις απόψεις, τη ματιά, την κοσμοθεωρία τους. Ένας έρωτας, ένας θάνατος, η εμφάνιση του Θεού, η εξαφάνιση της γνωστής πραγματικότητας… Και υπεύθυνη για κάθε συνταρακτικό γεγονός, για κάθε δυσκολία και κάθε τρομακτική αλλαγή, είναι μια ηρωίδα κοινή σε όλες τις ιστορίες: Η νεοελληνική πραγματικότητα.

Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;

Ε.Κ. Σε ό,τι αφορά γενικά μία καλλιτεχνική ενασχόληση χρειάζεται σίγουρα κάποιος να έχει μία ιδιαίτερη κλίση για να γίνει, όμως κάτι σημαντικό στον τομέα του χρειάζεται πολλή δουλειά. Γεννιέσαι λοιπόν, γράφοντας ωραία, και γίνεσαι συγγραφέας μετά από πολλή δουλειά.

Α.Ξ. Είναι κάτι έμφυτο γιατί αισθάνεται κάποιος την ανάγκη από πολύ μικρός να το κάνει, κάποιες φορές φαίνεται από πολύ νωρίς, ακόμα και από τον ωραίο γραφικό χαρακτήρα και το ότι γράφει κάποιος σωστά ακόμα και όταν δεν έχει διδαχθεί ακόμα ορθογραφία, αλλά θέλει και πολλές χιλιάδες ώρες κόπου και φροντίδας, ακόμα και το να κάτσει κάποιος στο θρανίο για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Θέλει αφοσίωση, πρέπει να την αγαπά κάποιος πολύ τη συγγραφή για να αντέξει το ενδιαφέρον του για αυτή στο χρόνο.
Γ.Φ. Λιγότερο γεννιέσαι και περισσότερο γίνεσαι. Ίσως αρχικά κάποιος να φυτεύει μέσα μας έναν σπόρο αλλά, στη συνέχεια, το μεγάλωμα αυτού του φυτού είναι δική μας δουλειά. Κι αν καταφέρουμε στην πορεία να γίνουμε καλοί αναγνώστες, ίσως κάποτε καταφέρουμε να γίνουμε και συγγραφείς.

Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον τομέα της λογοτεχνίας, τι θα ήταν αυτό;

Ε.Κ. Η λογοτεχνία είναι ένας συλλογικός ζωντανός οργανισμός και γι’ αυτόν τον λόγο χρειάζεται όλα τα μέρη του από τα πιο ισχυρά έως και τα πιο ασθενή. Δεν χρειάζεται επ' ουδενί μία εξωτερική παρέμβαση. Αν κάτι δεν μας αρέσει, δεν πειράζει, σίγουρα έχει κι αυτό μία χρησιμότητα.
Α.Ξ. Ίσως να μπει το λογοτεχνικό βιβλίο πιο ενεργά στη σχολική ζωή, όπως γίνεται σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, να πάψει ο Έλληνας μαθητής να θεωρεί τη λογοτεχνία «διάβασμα» ή βαρετή «μελέτη».
Γ.Φ. Στη λογοτεχνία τίποτα. Στη διδασκαλία της λογοτεχνίας πολλά, με πρώτο στόχο να καταφέρουμε να εξαλείψουμε το αίσθημα της απέχθειας των παιδιών για τα Νέα Ελληνικά κείμενα. Το ότι βάζουμε βαθμούς ρωτώντας «τι θέλει να πει ο ποιητής» με στοιχειώνει. Η Τέχνη χαρίζει πνευματική ηδονή κι εμείς κάνουμε τα παιδιά να νιώθουν πως τραβούν κουπί σε γαλέρα.

Έχετε επόμενα συγγραφικά σχέδια;

Ε.Κ. Ήδη έχω αρχίσει το επόμενο βιβλίο μου, το οποίο θα είναι αστυνομικό μυθιστόρημα όχι όμως με την κλασική δομή. Δηλαδή δεν θα υπάρχει ένας σούπερ-ντεντέκτιβ ο οποίος εξιχνιάζει υπερ-μυστήρια εγκλήματα. Περισσότερα δεν λέω, θα πρέπει να το διαβάσετε.
Α.Ξ. Ναι, έχω την ιδέα ενός βιβλίου που θα περιγράφει τις σκέψεις ενός πλάσματος που ζει σε έναν μακρινό πλανήτη, και ένα άλλο για έναν ήρωα που ανακαλύπτει μια μορφή αθανασίας.
Γ.Φ. Κάποια διηγήματα και ένα ιστορικό μυθιστόρημα τα οποία δουλεύω παράλληλα.