- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«1922-2022: 100 χρόνια μνήμης»: Ένα βιβλίο για τη μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής από την Πηνελόπη Μασούρη και τον Ανδρέα Μόργκαν και τις εκδόσεις Αιγόκερως
Δεν χρειάζονται οι εστίες ανάφλεξης στον κόσμο. Η περίπτωση του 1922 και των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα μάς επιτρέπει να δούμε τι είδους ζωή περιμένει τους ανθρώπους όταν βρεθούν ξένοι σε έναν τόπο. Η συμβολή των Μικρασιατών στη διαμόρφωση της νεότερης Ελλάδας υπήρξε ανυπολόγιστη, χρέος μας είναι να διατηρήσουμε ζωντανή τη μνήμη αυτών των ανθρώπων, γιατί μας κληροδοτούν πολύτιμα διδάγματα σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς. Έζησαν τον τραγικό ξεριζωμό από την πατρική γη, πριν από πολλές δεκαετίες, και μας μεταδίδουν σήμερα μεγάλες αλήθειες. Αναμφισβήτητα, οι εμπειρίες τους συνδέονται άμεσα με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται δεκάδες εκατομμύρια ξεριζωμένοι, έναν αιώνα μετά.
Η καταστροφή του καλοκαιριού του 1922 ήταν, όπως κάθε μεγάλη τομή στην Ιστορία, ένα μωσαϊκό ψηφίδων, που συνθέτουν ένα δραματικό όσο και γοητευτικό περιεχόμενο. Η ευρεία ταυτότητα της πόλης ορίζεται αρχικά από τη δημιουργία του κράτους του 1821, και σε συνέχεια από τα τραγικά συμβάντα της Μικρασιατικής Καταστροφής και την εγκατάσταση ενός και πλέον εκατομμυρίου προσφύγων, στοιχείου καθοριστικού για τη μεγάλη κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξή της. Η άφιξη και η εγκατάσταση χιλιάδων προσφύγων αποτέλεσαν το σημείο τομής στην οικιστική εξέλιξη. Στους δρόμους των νεοσύστατων τότε συνοικισμών δόθηκαν ονόματα πόλεων και οικισμών της Μικράς Ασίας, όπως Προύσσης, Καισαρείας, Λαοδικείας, Μαγνησίας, Εφέσου, Ιωνίας, Ατταλείας, Κυδωνιών. Πλούσια δε πληροφοριών και σχεδόν απείραχτα κρατούν τα σπίτια σε κάποιους συνοικισμούς. Η καταγραφή της εναπομένουσας κτιριακής ιστορίας σήμερα είναι καθήκον και σημαντικό εργαλείο για το μέλλον. Οι εργατικοί πληθυσμοί, οι γειτονιές και οι πόλεις που δημιούργησαν αλλά και οι συνθήκες των σπιτιών τους βρίσκονται στο επίκεντρο των σύγχρονων μελετητών, όπως γίνεται με την εργατική Γλασκόβη ή το κόκκινο παριζιάνικο προάστιο Μπομπινί. Η λειτουργία της βιομηχανικής ζώνης και η ανάπτυξη του μεγάλου λιμανιού της Αττικής προς τα δυτικά καθόρισαν τον μεγαλύτερο όγκο οικιστικής επέκτασης στην Αττική κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Η μεγάλη πομπή των θλιμμένων και των αστέγων, τουρκοκυνηγημένων και θαλασσοδαρμένων ναυαγών της Ανατολής όπως περιγράφηκε από τις εφημερίδες της εποχής είναι, εκτός από ιστορία των πόλεων, του έθνους, και η ιστορία της ανθρωπότητας.
Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, χωρίς να εκμεταλλευθούν προς ίδιον όφελος το εργατικό δυναμικό τους, έβγαλαν την ελληνική οικονομία από τον λήθαργό της και την ώθησαν σε κρίσιμες αναδιαρθρώσεις. Στα παραπάνω είναι αναγκαίο να συνυπολογιστεί και η πολιτισμική τους προσφορά, ως τόνωση της πνευματικής ζωής και διαμόρφωση μιας νέας ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Ωστόσο, σε μια ψυχρή ιστορική αποτίμηση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι σε κοινωνικό επίπεδο οι μαζικοί θάνατοι από την εξαθλίωση, τις κακουχίες και τις ασθένειες, η ψυχολογική αναταραχή, οι άθλιες συνθήκες εργασίας και οι προσωπικές απώλειες δεν μπορούν να εξισορροπήσουν ως ανταλλάγματα τις όποιες οικονομικές ή πολιτισμικές ωφέλειες. Οι πρόσφυγες, ένα μωσαϊκό αποτελούμενο από σπάνιες ψηφίδες ανθρώπων του μόχθου αλλά και του γλεντιού, του πόνου αλλά και της χαράς, του περιθωρίου αλλά και του προσκηνίου, προσπάθησαν να επαναφέρουν στη ζωή τους τις συνήθειες που είχαν στους γενέθλιους τόπους τους και, παρά τη φτώχεια και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, δεν λησμόνησαν ούτε τη διασκέδαση, ούτε τον αθλητισμό, ούτε την κοινωνικότητα που τους διέκρινε. Με αυτούς τους τρόπους ζωής τους άφησαν ίχνη συνοικισμών, γοητευτικές σκηνογραφίες με την πατίνα του χρόνου πάνω τους που στέκονται σιωπηλά και περιμένουν επισκέπτες που ποτέ δεν έρχονται.
Οι αμέτρητες ιστορίες από τους τυχερούς πολίτες των συνοικισμών που επέζησαν, η ψυχική οδύνη τους, σαν συγγενείς αγνοουμένων, που δεν γνώριζαν την τύχη των δικών τους ανθρώπων για χρόνια, που τους έψαχναν διαμέσου του Ερυθρού Σταυρού, μη θέλοντας να αποδεχθούν το προφανές, συμπληρώνει η καθεμιά μια διαφορετική πολύτιμη ψηφίδα στον ελληνικό πολιτισμό. Δεν υπάρχει στα έργα του Ομήρου σελίδα που να είναι τόσο συναρπαστική όσο ένα έπος του σύγχρονου λαού. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που αφορούσε την αιφνίδια εισροή ενός πρόσθετου πληθυσμού, που είχε ανάγκη άμεσης περίθαλψης και στη συνέχεια μόνιμης αποκατάστασης, υπήρξε πρόκληση προς τον ανθρωπισμό και την ευρηματικότητα της Ελλάδας.
Oι πρώτοι πυρήνες όσων διοίκησαν και σχεδίασαν την πόλη συνειδητοποίησαν νωρίς, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, ότι συντελούνταν στην Ευρώπη μια κοσμογονική αλλαγή. Η εκβιομηχάνιση και η καλπάζουσα αστική ανάπτυξη ώθησαν την πόλη προς αυτή την κατεύθυνση. Κανείς δεν προέβλεψε όμως τα μεγέθη της πληθυσμιακής ανάπτυξης, την αλληλουχία πολέμων, την εκδίωξη πληθυσμών, τη συνεχή ροή προσφύγων. Οι κτιριακές υποδομές αποτελούν όχι μόνο ιστορικά τεκμήρια και σημεία αναφοράς της συλλογικής μνήμης, αλλά και σπίτια κτισμένα σε ανθρώπινα μέτρα, με κύριο στοιχείο τη διατήρηση της κοινωνικότητας στις γειτονιές, στοιχείο που λείπει από όλες τις μεγάλες πόλεις ανά τον κόσμο. Ως προς την τυπολογία, έχουν έναν δικό τους ιδιαίτερο χαρακτήρα, που είναι αμέσως αναγνωρίσιμος και προσφιλής. Ως προς τη μέθοδο κατασκευής, είναι ενδεικτικά της εποχής του Μεσοπολέμου, όσον αφορά τις μέτριες κατασκευές και όχι τις πολυτελέστερες. Αν χαθούν, θα χαθούν μαζί και οι μνήμες, οι άνθρωποι, οι κοινωνικές δομές, οι γειτονιές, τα έθιμα. Στέκουν με τα κουφάρια τους, σαν κινηματογραφικό σκηνικό, αποστάτες μιας καθημερινότητας, αφημένα ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές και μεταφορείς της αίσθησης της καθημερινότητας που έχει παντελώς εκλείψει και αντικατασταθεί από κάποια άλλη σαν μία άσκηση αυτοβιογραφική, μια σπουδαία κοινωνική παρακαταθήκη, σαν μια διά βίου εκπαίδευση στην τέχνη της παρατήρησης και στην εξ αυτής συνειρμική δύναμη. Αυτές οι φωτογραφίες είναι αποτέλεσμα ενός οδοιπορικού αισθητικής στον ευρύτερο αττικό χώρο, και συνδέονται με τον βίο, την αυτοεπιβεβαίωση και τη διαδρομή των συγκεκριμένων περιοχών με τις ρίζες και τη μεταβολή του οικοσυστήματος μέσα στον χρόνο και πιθανότατα με τη φωτογραφία ως τέχνη. Χαρές, γιορτές και λύπες έχουν χαθεί μαζί με τις ατμόσφαιρές τους. Η πατίνα του χρόνου εμβαθύνει στη μνήμη των πόλεων, αποτελεί τεκμήριο μιας εποχής, αντανακλά το κοινωνικό επίπεδο της περιοχής όπως διαμορφωνόταν σταδιακά μετά το 1920 και την απροσμέτρητη βία της ιστορίας που υπήρξε και διαπροσωπική ανάμεσα στα έθνη και στα κράτη, ανάμεσα σε κάθε μέλος, έστω και μικρό και αποδεδειγμένα ανίσχυρο. Σπίτια εγκαταλελειμμένα με κήπους ή εισόδους που μας θυμίζουν στρώσεις από ζωές μικρές, που αξίζει να δούμε μέσα από την πόρτα που έχει μείνει μισάνοιχτη, γιατί δεν έχουν τίποτα υλικό πλέον να δώσουν. Στέκονται ακόμα στο ίδιο σημείο να τα κτυπά το ίδιο αεράκι της θάλασσας του Αιγέα, παραμένουν σκιές ρευστές, αναμνήσεις ενός κόσμου που βιώθηκε και χάθηκε. Είναι τόποι που τραγουδήθηκαν όσο τους άξιζε με πολλούς βίαιους αποχωρισμούς.
Οι πρόγονοι έφυγαν χωρίς κανέναν δικό τους άνθρωπο να τους υποστηρίξει σε έναν βασικό αλλά και δύο ακόμα επιμέρους πολέμους. Η παρουσία της απουσίας πλήττει την ύπαρξη, δημιουργεί συνειρμικά πρόσθετες απώλειες, αποτυπώνει, συμφιλιώνεται ή επιτίθεται στη μνήμη, ή βιώνεται ως αποτέλεσμα ήττας. Αυτοί που έφυγαν έχουν πάψει να αποτελούνται από σάρκα. Ωστόσο, η απουσία τους οριστική, καθοριστική, αμετάκλητη είναι συχνά μια συγκαλυμμένη παρουσία. Ο ψίθυρος του ίχνους, εκατό χρόνια μετά, γίνεται κραυγή επιθυμίας για τη ζωή των απογόνων και την επιδραστική εύρεση των πατρογονικών ριζών, πιο επιτακτική σήμερα από άλλοτε. Στα ξέφωτα του αστικού ιστού, στις σκεπασμένες γωνίες τους από κλώνους συκιάς ή μουριάς, άνθη λεμονιάς ή πορτοκαλιάς, στεγνό χώμα ή βρεγμένο τσιμέντο, αντανακλάται η δύσκολη ζωή που κανείς δεν νοσταλγεί πάρα μόνο γιατί τη συνδέει με πρόσωπα αγαπημένα και προγονικές εστίες. Τα εναπομείναντα κτίρια διαθέτουν πολλά επίπεδα νοημάτων, καθώς κουβαλούν μαζί με τα της ανέγερσής τους και όλες τις μετέπειτα επεμβάσεις. Συνιστούν «μεταφυσικές πύλες» για όσους έχουν μάτια να τις δουν, καθώς συνιστούν τομή στον χρόνο και δεν υπάγονται στην κανονική και χρηστική καθημερινότητα. Συνιστούν επίσης μια σπάνια, πολύτιμη περιουσία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε καταστροφή μνημείου ισοδυναμεί με μια νέα «μαύρη τρύπα» στον πολιτισμό της ανθρωπότητας, μια συνολική δε καταστροφή θα δημιουργούσε μια έρημο, μια tabula rasa, ως ιδανικό υπόβαθρο του πιο σκληρού ολοκληρωτισμού, τύπου Όργουελ. Χωρίς να συμπεριλαμβάνονται στα αξιοθέατα ή στα μνημεία με την κοινή έννοια, στέκουν σαν σκιές και ρευστές αναμνήσεις ενός κόσμου που βιώθηκε κι έκλεισε, σε μια ερμητική αίσθηση παλαιότητας. Βρίσκονται πολύ κοντινά στο συναισθηματικό σύμπαν μιας καθοριστικά μεταιχμιακής γενιάς που βλέπει τη μεταπολεμική Αττική με αισιόδοξα ερευνητική ματιά, και με πολλή αγάπη σκύβει πάνω στην τομή, ύμνο της νεωτερικότητας που της παραδίδεται, αγνοώντας συνειδητά το χάος οποιουδήποτε λάθους, με πόθο να υμνήσει το πολύ κοντινό της χθες: αυτό της μιας μόνον εκατονταετηρίδας.
Μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπάρχουν σαφείς αποδείξεις του επώδυνου τρόπου με τον οποίο η ανταλλαγή πληθυσμών διαστρέβλωσε τη ζωή τους, τη δυνατότητα των ανθρώπων να κατανοούν ποιοι είναι. Το ταξίδι του γυρισμού στον τραυματικό τόπο έχει διαφορετική σημασία στην πρώτη γενιά από ό,τι στις επόμενες, όπου λαμβάνει μυθικές, τρομακτικές διαστάσεις στη μνήμη του πρωτογενούς τραυματισμένου. Ποτέ δεν υπήρξε τυχαία η χρονική στιγμή κατά την οποία ο τραυματισμένος επιθύμησε να δει τον τόπο που γεννήθηκε, είναι το αποτέλεσμα εσωτερικών διαδικασιών και συχνά συμβαίνει σαν προετοιμασία για τον θάνατο. Εκείνο που ουσιαστικά επιθυμεί ο τραυματισμένος, όταν ταξιδεύει στον χώρο και στον χρόνο, είναι να περισυλλέξει το κατακερματισμένο του εγώ, να συνδέσει το τώρα με το τότε, να ξανανιώσει πάλι ολόκληρος. Το σώμα παίζει μεγάλο ρόλο. Το τραύμα έχει πάντα μια πατρίδα, ένα χωριό, ένα σπίτι, ένα πεδίο μάχης, ένα στρατόπεδο, μια χώρα. Ο τραυματισμένος ξέρει συνειδητά ή υποσυνείδητα ότι μόνο αν βρεθεί σωματικά στον συγκεκριμένο τόπο, θα μπορέσει να κινητοποιήσει ένα υποσυνείδητό ρεύμα, θα μπορέσει να ξαναγυρίσει στα αρχικά συναισθήματα, να συνδέσει το πρόσωπο που ήταν κάποτε με το πρόσωπο που είναι τώρα. Ενώ η ιδιωτική μνήμη ξεγελιέται, η σωματική μνήμη δύσκολα πλανάται. Η αμφιβολία που κυριεύει ανθρώπους που επιστρέφουν στον γενέθλιο τόπο και ανακαλύπτουν ότι, με το να κάνουν κινήσεις που συνήθιζαν στο παρελθόν, όπως το πέρασμα σε μια πόρτα, η επίσκεψη σε μια αυλή, μια πλατεία ή ένα βουνό ή στη θάλασσα που αντίκριζε τότε, επιφέρει μια ένωση μεταξύ του τότε και του τώρα. Όταν καταφέρει να επιστρέψει, η μνήμη του δίνει ζωή στα άψυχα, συμπληρώνει και ξαναχτίζει το σπίτι που λείπει, γεμίζει το άγονο χώμα με σπαρτά, ακούει τις φωνές των παιδιών στο σχολείο και δημιουργεί τον σύνδεσμο μεταξύ του τότε και του τώρα. Αυτή η δημιουργία του συνδέσμου τον βοηθά να ανακτήσει τη συνέχεια που έχει χάσει. Μέλη της δεύτερης γενιάς στην Ελλάδα εκφράζουν αγάπη, νοσταλγία και πάθος για τις Χαμένες Πατρίδες που αναβιώνουν ακόμα και σήμερα σε ομιλίες σε βιβλία και σε γραπτά. Υπάρχουν κείμενα εντυπωσιακά με φορτισμένο συναισθηματισμό όπως της Βασιλικής Ράλλη από τη Μυτιλήνη που έχει αναφέρει «Η ζωή μου ολόκληρη είναι μια συνεχής μαρτυρία της μικρασιατικής καταγωγής μας, σε κάθε μικρή ή μεγάλη ευκαιρία που μου παρουσιάζεται. Στα αγιασμένα χώματα η γη αυτή της επαγγελίας, ποτισμένη με ιδρώτα και αίμα ελληνικό, σπαρμένη από τα ιερά κόκαλα χιλιάδων μαρτύρων και ηρώων, έκρυψε στα έγκατά της τόσα κορμιά Ελλήνων, αδίκως σκοτωμένων». Ο μυθικός τόπος και ο χρόνος, οι λέξεις Μικρασία, Μικρασιάτες, Μικρασιάτισσα απέκτησαν μυθικές διαστάσεις με τον χρόνο, σαν ένα μέρος με πολλά χρώματα, ευτυχία, χυμένο αίμα, δάκρυα και γεύση γλυκόπικρη. Η ιστορία, οι αναμνήσεις λειτουργούν σαν υπόγειες διαδρομές που συγκοινωνούν κατευθείαν με το τραύμα. Η ιστορία μάς δείχνει πως, όταν μια οικογένεια βρίσκεται σε απόγνωση, η ατομική επιλογή κάθε μέλους ξεχωριστά έχει μεγάλη σημασία για την επιβίωση του συνόλου. Στις τραυματικές καμπές στις αφηγήσεις του εγώ, το θύμα δεν παρατηρεί τον εαυτό του στο παρελθόν, αλλά βιώνει το παρελθόν σαν παρόν και μεταφέρει τον εκλιπόντα γονέα ή παιδί σε ένα άχρονο τώρα.
Οι εικόνες που ξεπηδούν ξαφνικά μετά από 100 χρόνια για να γιορταστεί η επέτειος είναι φορτισμένες με δυνατά συναισθήματα, έχουν επαναληφθεί ξανά και ξανά στις διηγήσεις και έχουν χαράξει δρόμους και ψυχές. Οι αφηγήσεις δεν περιορίζονται στους συνειρμούς σχετικά με τα γεγονότα, περιλαμβάνουν και μια παρουσίαση του προσωπικού κόσμου που περιέχει αποσιωπήσεις ερμηνείες παραλείψεις, ίσως και ανακρίβειες.
Η φωτογραφική καταγραφή που αποδώσαμε, με τον δικό της τρόπο, απαθανατίζει αλλιώς τις αναγνώσεις της Ιστορίας και αφορά τα κτίσματα που παραμένουν σχετικά άθικτα από την ανθρώπινη παρέμβαση. Αυτά στέκουν σήμερα να υποδηλώνουν την ιστορία, λίγο πριν από τη βέβαιη εξαφάνισή τους, αφού το υλικό τους είναι από πιο γερά υλικά, πέτρες και τούβλα, λιγότερο φθαρτά από τα ανθρώπινα.
Καθήκον απέναντι στη δικιά μας αυτογνωσία, η διεργασία αυτή συντέλεσε στο να καταλάβουμε αργά πλέον εκείνον τον κόσμο για τον οποίο ακούγαμε να μας μιλάγανε, όταν παιδιά μάς έλεγαν ιστορίες για πράγματα όπως χρυσαφικά, λίρες, πιλάφια, τουρλού, ρεμπέτικα, τρούμπα και σωρούς άλλων υλικών, τους δρόμους της πόλης με ονόματα που δεν τους διναμε καμιά σημασία, δίπλα σε συνοικισμούς με την προσφυγική ιστορία ακόμα νωπή προστιθέμενη στην ιστορία των προαστίων, μια ιστορία απροσωπίας αυτών που φύγαν, αυτών που ήρθαν. Ανακαλύψαμε τις όχθες του Ποδονίφτη που κυλά παράλληλα της Πατησίων, το Λίβερπουλ στη Δραπετσώνα, την εγκαταλελειμμένη Σούδα που βρίσκεται στην Αττική, είδαμε ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες ξανά, καταλάβαμε τα συστατικά της πάστας μας, μπήκαμε στο νεκροταφείο στην Ανάσταση Κερατσινίου με τα υπέροχα δαντελωτά σκαλιστά στον μαρμάρινο τάφο ενός Προύσσης με τις κρυμμένες ιστορίες μέσα στο χώμα και γύρω από αυτό. Το να είσαι απόγονος κατοίκων της Μεσογείου δεν είναι μόνο καλοκαιρινές διακοπές, όπως νομίζαμε στα χρυσά 90s αλλά μια παιδευμένη ζωή, μια ανατολίτικη ρωμιοσύνη, ένα πέλαγος μυθικό και την ίδια στιγμή θάλασσα χωρίς οίκτο, ανελέητη αλλά κι αμέτοχη και αναμάρτητη μπροστά στη θηριωδία των θνητών όπου εκείνους τους χρόνους, όπως και σήμερα, χάθηκαν ζωές ανοχύρωτες, παραδοθήκαν σε εξολοθρευτές που ρημάξαν ιερά και όσα όσια μπορούσαν και άφησαν χωρίς τύψεις πρόσφυγες, πλάσματα αθώα στο έλεος κάποιου Θεού και στο έλεος ανθρωποθυσιών και του ολέθρου. Η «Πατρίς ευγνωμονούσα» αφήνει φτωχά κορμιά βορά για τα όρνια και ένα καθολικό πένθος που η σιωπή τους είναι το συνδετικό κονίαμα που δένει ακόμα πιο γερά τον μύθο.
Σήμερα οι πόρτες εκείνων των σπιτιών της γειτονιάς κλείσανε, τα εργοστάσια ρημάξανε. Οι οδοί Μενεμένης, Αλικαρνασσού ή Αδραμυτίου δεν έχουν σχέση με τη Μικρά Ασία παρά μόνο κατά επίφαση. Γίναν τόποι ξένοι, αλλότριοι, κι ο κόσμος του χθες που φαινόταν καλύτερος εξαφανίστηκε, αλλά όλη αυτή η πληροφορία ή έρευνα συνέβαλε στο να γίνουμε εμείς καλύτεροι σαν άνθρωποι και τα πρόσφατα γεγονότα στον κόσμο επιβεβαιώνουν ότι η Ιστορία δεν τελειώνει αλλά επαναλαμβάνεται, και καλό είναι να τη γνωρίζουμε. Όσο υπάρχουν άνθρωποι πλασμένοι για το καλό και το κακό, αυτή θα γράφεται κι ας μη θέλουμε.