- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μέσα Αυγούστου και εσύ ακόμα στην Αθήνα. Πύρινη άκατος το σώμα, μικρές κηλίδες αίματος στο μέτωπο, πυρετός στα πόδια και το βράδυ δε μπορείς να κοιμηθείς. Κόκκινος κύκλος στην τηλεόραση και βυθίζεσαι στον καναπέ. Ξυπνάς και το χαζοκούτι παραμιλά για στηθόδεσμους και κρέμες αδυνατίσματος. Βγαίνεις στο μπαλκόνι, η θάλασσα σχεδόν στα πόδια σου.
Η βαλίτσα είναι ήδη έτοιμη για τις διακοπές, και εσύ βρίσκεσαι στο δρόμο. Δίπλωμα αυτοκινήτου και μια φαγωμένη από τον ήλιο φωτογραφία. Μέσα από τον καθρέπτη αποτυπώνονται οι διαχωριστικές γραμμές. Δεν υπάρχουν φανάρια στους δρόμους του νησιού παρά μόνο εικονοστάσια που ανάβουν στα πανηγύρια και στις διακοπές. Παναγίες, Άγιοι που παλεύουν με θεριά, μπλε χάντρες, μάτια από φίλντισι και αποσμητικά χώρου ζαλίζονται πάνω στις στροφές.
Είναι όμορφα εδώ σχεδόν απόκοσμα, που ξεχνάς την ύπαρξη σου στον κόσμο. Ξεχωρίζεις μόνο τη θάλασσα από μακριά. Γνώριμα σώματα πάλλονται με ευδαιμονία πάνω στην άσφαλτο. Εσύ και αυτή μαζί, οι πόνοι της γέννας μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Δυναμώνεις τη φωνή του ραδιοφώνου και δεν ακούς πια παράσιτα παρά μόνο τον αέρα. Ο ήλιος σε χτυπά δυνατά στα μάτια, δε σε αφήνει να δεις καθαρά και βυθίζεσαι στο μπλε, ανοίγεσαι στα βαθιά, εκεί που δεν έχει φτάσει κανείς.
Ιδρωμένος ξυπνάς από τη ζέστη και συνειδητοποιείς ότι όλα ήταν ένα όνειρο. Βγαίνεις στο μπαλκόνι, καμία θάλασσα, κανένας ήλιος, μόνο νύχτα και κάτι φώτα από τα διαμερίσματα των απέναντι πολυκατοικιών. Ο καναπές δε σε χωρά. Το ζευγάρι που μένει στον επάνω όροφο αναστενάζει, είχαν καιρό να κοιμηθούν μαζί. Συνέχεια τσακώνονται ακόμα και στην είσοδο της πολυκατοικίας, στις σκάλες και στο ασανσέρ. Εκείνη αγριεμένη του φωνάζει και ύστερα για να ξεθυμάνει χτυπάει δυνατά τις πόρτες. Αυτός πάντα στο τέλος του καυγά δυναμώνει τη φωνή από το στερεοφωνικό, ευτυχώς που ακούει τζαζ. Και τώρα φωνάζουν και οι δυο μαζί ταυτόχρονα. Βγαίνεις στο μπαλκόνι και ακούς τον αντίλαλο τους.
Πόσοι άραγε απόψε κάνουν τέτοια ώρα έρωτα στην Αθήνα; Ανάβεις τσιγάρο. Εκτός από εσένα και την τηλεόραση ξαγρυπνούν μαζί σου και οι εναπομείναντες άνδρες των απέναντι διαμερισμάτων. Κάθονται ήσυχοι με τις άσπρες φανέλες τους ακουμπώντας τα κάγκελα, καπνίζουν και κάνουν αέρα με βεντάλιες και ακούνε εκστασιασμένοι τον αναστεναγμό της γυναίκας. Οι πόνοι της γέννας μέσα σε ένα δωμάτιο στο κέντρο της Αθήνας. Από τότε που όλοι αγόρασαν κλιματιστικά, σπάνια ακούς τους αναστεναγμούς μέσα από τα σπίτια. Παλιά οι άνθρωποι κοιμούνταν με τα παραθυρόφυλλα ανοικτά. Έβαζαν βασιλικούς στα μπαλκόνια και έκαιγαν πράσινα φιδάκια για να διώχνουν τα κουνούπια και ύστερα αφού έκλειναν τα φώτα, τους άκουγες να παίζουν κρυφτοκυνηγητό πάνω στο κρεβάτι και να φωνάζουν «πιάσε με αν μπορείς», «αντικειμενικοποίησε με». Και η γυναίκα του από πάνω διαμερίσματος τώρα σπαράζει. Σε λίγο θα βγει γυμνή στο μπαλκόνι να καπνίσει ένα τσιγάρο. Μετά θα τραβήξει τις κουρτίνες, ίσως κλείσει και τα παραθυρόφυλλα. Κι όμως ακούς τα βήματα τους να ενώνονται ξανά και ύστερα μουσική. «Listen to the girl, as she takes on half the world, moving up and so alive, in her honey dripping beehive… Just like honey». Και οι φωνές τους μπερδεύονται με τις λέξεις και παρασύρονται από τον αέρα των ανεμιστήρων.
Σε λίγο θα σταματήσουν και εσύ θα παραμείνεις ξάγρυπνος μπροστά από μια αναλογική τηλεόραση που παίζει μονάχα επαναλήψεις. Αν είσαι τυχερός θα σε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Κοιτάζεις το ρολόι, είναι 5 παρά σε λίγο θα ξημερώσει. Κλείνεις την τηλεόραση. Ησυχία, μάλλον οι από πάνω θα κοιμήθηκαν. Βγαίνεις στο μπαλκόνι, κανείς άνδρας από τους εναπομείναντες του καλοκαιριού δε στέκεται πια στα κάγκελα. Στριφογυρίζεις μέσα στο σπίτι. Ανοίγεις το ψυγείο, αναβοσβήνεις το φωτιστικό, χαζεύεις άγνωστους ανθρώπους στο Facebook για να περάσει η ώρα. Βάζεις μουσική, διαβάζεις κόμικς. Προσπαθείς να σωθείς.
Πριν δε σε άφηνε η ζέστη του Αυγούστου να κοιμηθείς, τώρα σου φταίει η Αθήνα, η δουλειά που καθυστέρησε τη φυγή σου στο νησί, το καλοκαίρι που προσπαθείς να προλάβεις, ο Σεπτέμβρης που σε λίγο θα έρθει, οι άνθρωποι που δεν κάνουν έρωτα με ανοικτά τα παράθυρα, τα κλιματιστικά και τα κουνούπια. Ξαπλώνεις στο κρεβάτι κλείνεις το μάτια. Αν είσαι τυχερός θα την ακούσεις πάλι. Ίσως καταφέρεις και την ονειρευτείς. Θα τη δεις να προσπαθεί να βγάλει τα πετραδάκια από τα πάνινα παπούτσια της, να κυνηγάει τα τζιτζίκια που χορεύουν μπόσα νόβα κάτω από μια βουκαμβίλια, να κλέβει σύκα από έναν κήπο, να χάνεται για ώρα μέσα στη θάλασσα, να πίνει διάφανα ποτά και ύστερα αργά τη νύχτα να φωνάζει κοιτώντας σε στα μάτια. Πώς γίνεται αυτή η στρίγγλα γυναίκα το βράδυ να γίνεται τόσο όμορφη;
Το πρωί ξυπνάς από τις παράφωνες φωνές τους. Εσύ πίνεις καφέ και αυτοί παίζουν κλέφτες και αστυνόμους ανοιγοκλείνοντας τις πόρτες και φωνάζοντας «ο θάνατος σου η ζωή μου», «ελευθέρωσε με», «φύγε», «άφησε με». Κάποτε σιωπούν, μάλλον εξαντλήθηκαν. Ίσως τώρα θα ενωθούν ξανά όπως χθες το βράδυ και θα ακουστεί ξανά το «Just like honey». Κι όμως το μόνο που ακούγεται είναι τζαζ. Τώρα σε ενοχλεί η τζαζ. Σου τέλειωσαν τα τσιγάρα. Πηγαίνεις να αγοράσεις και τους συναντάς τυχαία στην είσοδο τις πολυκατοικίας. Εκείνη κρατάει μια μικρή μπλε βαλίτσα με ροδάκια, και αυτός είναι καρφωμένος πάνω στην εξώπορτα σαν Ιησού Χριστός. Την παρακαλάει να μη φύγει. «Θα γίνω το πλαστικό σου παιχνίδι» την εκλιπαρεί. Εκείνη αμετάκλητη τον σπρώχνει και τον κλωτσάει. Αυτός συνεχίζει να την παρακαλεί. Αισθάνεσαι άβολα.
Είναι περίεργο να βλέπεις την πτώση κάποιου από έρωτα. Έχεις συνηθίσει μόνο τις δικές σου. Μπαίνεις ντροπιασμένος μέσα στο ασανσέρ και επιστρέφεις στο σπίτι. Κάθεσαι στο καθιστικό και τη βλέπεις μέσα από το παράθυρο, να ξεμακραίνει στη μέση του δρόμου κυλώντας τη μπλε βαλίτσα. Αυτός δεν την ακολούθησε, έμεινε στην είσοδο της πολυκατοικίας και έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε για ώρες φωνάζοντας «Λίζα». Οι ένοικοι της πολυκατοικίας έκαναν παράπονα για το θόρυβο. Εκείνος έκλαιγε και αυτοί τον προσπερνούσαν ενοχλημένοι, σχεδόν θυμωμένοι χωρίς να του δίνουν σημασία. Κατέβηκες και τον βρήκες κατάκοιτο στην άκρη της σκάλας. Τον κέρασες τσιγάρο και χαρτομάντιλα. Εκείνος σου είπε για τη Λίζα, τη στρίγγλα που τα βράδια γινόταν όμορφη. Από εκείνη τη μέρα δεν ακούστηκε ποτέ ξανά καμιά γυναίκα να σπαράζει από έρωτα τη νύχτα, παρά μόνο μια ανδρική φωνή να συλλαβίζει ένα μονάχα όνομα. «Λίζα γύρνα πίσω!».