- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τα «Προοδευτικά Ζιζάνια» του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Από τον αντικομμουνισμό του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του Εμφυλίου και λίγο παραπέρα, κάποτε στη Θεσσαλονίκη...
Συνέντευξη με τον Ομότιμο Καθηγητή Δημήτρη Κ. Μαυροσκούφη για το βιβλίο του «"Προοδευτικά Ζιζάνια" του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης» (University Studio Press).
Ο Δημήτρης Κ. Μαυροσκούφης είναι καθηγητής Διδακτικής Μεθοδολογίας και Ιστορίας της Εκπαίδευσης στο Τμήμα Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Τα βιβλίο του, Τα «"Προοδευτικά Ζιζάνια" του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - από τον αντικομμουνισμό του Μεσοπολέμου στον μακαθρισμό του Εμφυλίου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press. Οι σελίδες περιγράφουν και καταγράφουν αναλυτικά την κυρίαρχη αντικομμουνιστική ιδεολογία και τις συνακόλουθες πρακτικές του κράτους και των πανεπιστημιακών αρχών απέναντι στα «κόκκινα» μέλη ή τους συμπαθούντες.
Από τις αρχές της λειτουργίας του ΑΠΘ το 1926, αντιφρονούντες επιστήμονες υπέστησαν διώξεις στο όνομα της αντίπαλης ιδεολογίας που έκανε τον αντικομμουνισμό σημαία. Κάθε αριστερή και προδευτική δύναμη εκείνων των χρόνων κυνηγιόνταν ανηλεώς στο όνομα μιας εθνικοφροσύνης, που κυριάρχησε και τα επόμενα χρόνια της λειτουργίας του πανεπιστημίου. Από τη μετέπειτα βασιλομεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου έως την Κατοχή και τον Εμφύλιο, και με ίχνη ορατά ακόμα και ύστερα από τη Μεταπολίτευση, τα «Προοδευτικά Ζιζάνια», όπως αποκαλεί το βιβλίο τους αντιφρονούντες καθηγητές, βρίσκονταν στο έλεος της «εθνικοφροσύνης», αντιμετωπίζοντας καθεστώς υπόγειων ή κατά μέτωπο διώξεων.
Εξαντλητική έρευνα, πολυάριθμη και αναλυτική παράθεση πηγών, ακόμα και αν πολλά από τα αρχεία των εποχών εκείνων λείπουν, καταστράφηκαν ή αποκρύφτηκαν επί τούτου, αναφορές στον Τύπο της εποχής ή τις προκηρύξεις των ταραγμένων δρόμων και διαδηλώσεων, και ορίστε ένα βιβλίο που προσπαθεί να αποκαταστήσει την τιμή και την αλήθεια. Αυτό δεν ισχύει μόνο για το κυνήγι και την εξόντωση των κόκκινων μαγισσών της περίφημης υπόθεσης των 7 καθηγητών που απολύθηκαν το 1946, αλλά και για δεκάδες πανεπιστημιακούς ή φοιτητές που έκαναν το σφάλμα να τοποθετηθούν απέναντι από την κυρίαρχη «πατριωτική» ιδεολογία, εντός και εκτός του campus. Πλούσιο φωτογραφικό υλικό, ψύχραιμη γραφή, διαλεκτική σχέση του ανθρώπινου με το κοινωνικό, το ιδεολογικό και το πολιτικό περιβάλλον των εποχών σε ένα βιβλίο που κυριολεκτικά ανασύρει κρυμμένους σκελετούς από την ντουλάπα της Ιστορίας της πόλης. Περισσότερα από τον συγγραφέα.
Είναι γεγονός ότι στην εμπέδωση της αντικομμουνιστικής ιδεολογίας, ιδίως στην εκδοχή της εθνικοφροσύνης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατεξοχήν κατά την περίοδο του Εμφυλίου και μετά, σημαντικό μερίδιο έχει και ο ακαδημαϊκός χώρος. Αυτό τεκμαίρεται τόσο από τις εκφρασμένες πεποιθήσεις πρυτανικών αρχών, κοσμητόρων, συγκλητικών και άλλων καθηγητών όσο και από τις πρακτικές που εφαρμόστηκαν σε βάρος άλλων καθηγητών και φοιτητών. Ειδικά ως προς τους επτά καθηγητές που απολύθηκαν οριστικά το 1946, σε εφαρμογή του Θ΄ Ψηφίσματος αλλά με πρωτοβουλία του ίδιου του Πανεπιστημίου, πρέπει να σημειωθεί ότι πέρα από τους ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους πρέπει να έπαιξαν ρόλο και προσωπικές δυσανεξίες ή και υστεροβουλία. Π.χ. ήταν ενοχλητική η στάση κάποιων από τους απολυθέντες υπέρ των αιτημάτων των φοιτητών ή η καλή σχέση που διατηρούσαν μ’ αυτούς. Επιπλέον, δύο τουλάχιστον από τους απολυθέντες, αναφέρουν σε επιστολές ή υπομνήματά τους ότι συνάδελφοί τους αισθάνονταν μειονεκτικά απέναντί τους για το επιστημονικό έργο τους, γι’ αυτό και έσπευσαν μετά τις απολύσεις να προκηρύξουν τις θέσεις που κενώθηκαν και να εκλέξουν άλλους. Άλλωστε, δεν ήταν όλοι οι απολυθέντες ενταγμένοι στην Αριστερά.
Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, ενσωμάτωση με την Ελλάδα, Β΄ Βαλκανικός και Α΄ Παγκόσμιος, κίνημα «Εθνικής Αμύνης» και Διχασμός, Μικρασιατική Καταστροφή και το αίμα των διαδηλώσεων του 1936, Βασιλομεταξική δικτατορία και Β΄ Παγκόσμιος, Κατοχή, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, Απελευθέρωση, Εμφύλιος: από τον πρώιμο αντικομμουνισμό μέχρι και τον μακαρθισμό της δικτατορίας του Παπαδόπουλου, όπως τα καταγράφετε, τα «προοδευτικά ζιζάνια» απειλούν το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα όπως και την ακαδημαϊκή τάξη. Μια εντελώς αντιεπιστημονική συνεχής υπενθύμιση από πλευράς των διωκτών τους είναι πως ο πανεπιστημιακός ασχολείται μόνο με την επιστήμη του, οπότε δεν μπορεί να παίρνει θέση και να δραστηριοποιείται, όσο μεγάλα και να είναι τα μεγάλα γεγονότα που διαδραματίζονται έξω από το campus. Πιστεύετε πως ακόμα υπάρχουν τέτοιου είδους «θεωρίες» στα ελληνικά campus ή τελείωσε επιτέλους η εποχή που ήθελε την επιστήμη να μην ενεργοποιείται, λες και δεν είναι παράγωγο της κοινωνίας και υπάρχει από μόνη της;
Η θέση ότι η Academia, το Πανεπιστήμιο, είναι χώρος όπου θεραπεύονται οι επιστήμες και παρέχεται στους φιλομαθείς νέους η επιστημονική γνώση μακριά από την κοινωνική τύρβη και τους καθημερινούς περισπασμούς είναι πολύ παλιά. Ειδικά, μάλιστα, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα η λεγόμενη «αξιολογική ουδετερότητα» της επιστήμης φαίνεται να κυριαρχεί στους πανεπιστημιακούς κύκλους, που είναι επηρεασμένοι από τον θετικισμό. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η βεμπεριανού τύπου «αξιολογική ουδετερότητα» αντιφάσκει προς τις προϋποθέσεις της. Η θεωρία του Weber και άλλων που υποστηρίζουν την ουδετερότητα της επιστήμης, άρα και του επιστήμονα, παραμένει αξιακά φορτισμένη όπως και οι θεωρίες από τις οποίες θέλει να διακριθεί. Γιατί η «αξιολογική ουδετερότητα» συνιστά, ήδη, θεωρητική απόφαση. Άλλωστε, σε πολλές άλλες περιπτώσεις οι υποστηρικτές αυτής της θέσης υπήρξαν ανακόλουθοι, εφόσον έλαβαν ενεργό μέρος στην υπεράσπιση της «καθεστηκυίας τάξεως». Όπως σημείωνε και ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Πέτρος Κόκκαλης, που επίσης απολύθηκε, «τι αξία έχει η εξέταση της επιστημονικής παραγωγής, όταν έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις για τις ηθικές αξίες των εργατών της; […] Τι πίστη μπορούμε να δείξουμε στην επιστημονική παραγωγή ανθρώπων που στις κρισιμότερες στιγμές του έθνους δε σκέφτηκαν τίποτε άλλο, παρά πώς να φερθούν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοσμιότητα, για να μη χάσουν τη θέση τους και να μην υποστούν την παραμικρή ενόχληση ή ταλαιπωρία; […] Πρόκειται για μια ανήκουστη ηθική πώρωση μιας μεγάλης μερίδας των πνευματικών ηγετών, που αρχίζει από την εποχή της 4ης Αυγούστου και φτάνει στο αποκορύφωμά της τις σημερινές μέρες της μαύρης δουλείας».Ανάλογες απόψεις διακινούνται και σήμερα μεταξύ πανεπιστημιακών και φοιτητών υπό τον τύπο ότι όλοι δικαιούνται να έχουν πολιτικές θέσεις ή και κομματική ένταξη, αλλά αυτές πρέπει να μένουν έξω από το campus. Το περίεργο είναι ότι τέτοιες απόψεις υποστηρίζουν με πάθος κυρίως εκείνοι που βρίσκονται πολύ κοντά, μα πολύ κοντά, σε κόμματα που για μεγάλες περιόδους έχουν ασκήσει ή ασκούν την εξουσία στη χώρα μας.
Ποια είναι η ιστορία και ποιοι ήταν οι επτά καθηγητές που απολύθηκαν το 1946 και, όπως γράφετε, ποτέ δεν δικαιώθηκαν τυπικά, ούτε από την Πολιτεία μα ούτε και από το πανεπιστήμιο; Και πού έχετε καταλήξει ως προς το γιατί ξεχάστηκαν και παραμένουν αδικαίωτοι;
Οι επτά καθηγητές που απολύθηκαν το 1946 ήταν οι Αντώνιος Σιγάλας, Χαράλαμπος Θεοδωρίδης και Γιάννης Ιμβριώτης της Φιλοσοφικής Σχολής, ο Γεώργιος Τενεκίδης της Νομικής, ο Θεόδωρος Ρουσσόπουλος της Γεωπονοδασολογικής, και οι Κωνσταντίνος Τζώνης και Δημήτριος Καββάδας της Φυσικομαθηματικής. Ο τελευταίος, μάλιστα, είχε διατελέσει πρύτανης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1941 – 1942, δηλαδή με την έναρξη σχεδόν της Κατοχής. Όλοι τους είχαν αντιστασιακή δράση κατά την Κατοχή, περισσότερο ή λιγότερο ενεργή, κάποιοι από αυτούς (Σιγάλας, Ιμβριώτης, Τενεκίδης) είχαν συλληφθεί, κακοποιηθεί και φυλακιστεί από τους ναζί και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Η απόλυσή τους έγινε με βάση το Θ΄ Ψήφισμα «Περί εξυγιάνσεως των Δημοσίων υπηρεσιών κλπ.» της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη (ΦΕΚ 251, Α΄/28-8-1946), με το οποίο ως λόγοι απόλυσης των καθηγητών του Πανεπιστημίου προβλέπονταν οι εξής: «1. Διαγωγή ασυμβίβαστος προς την ιδιότητά των […]. 2. Εκουσία και συνειδητή συνεργασία μετά των κατακτητών ή επιδρομέων της Χώρας […]. 3. Οιαδήποτε συμμετοχή ή συνέργεια εις την εκδήλωσιν της από 3ης Δεκεμβρίου 1944 μέχρι 12ης Φεβρουαρίου 1945 στάσεως, και οιαδήποτε, έκτοτε και εφεξής, μέχρι λήξεως της ισχύος του παρόντος δράσις –ή και συμμετοχή εις τοιαύτην– κατά της εν Κράτει εννόμου τάξεως, ή υπέρ των συμμετεχόντων εις την ως άνω στάσιν ή και υπέρ των αντικρατικών και αντεθνικών επιδιώξεων και σκοπών τούτων. 4. Έλλειψις επιστημονικής ή τεχνικής ή επαγγελματικής εν γένει επαρκείας κατά λόγον της ιδιότητός των, –ή έλλειψις ήθους– ή και ανικανότητος προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων των κατά την ιδιότητά των, λόγω σωματικής ή διανοητικής ή ψυχικής καταπτώσεως».
Το γεγονός ότι οι επτά δεν αποκαταστάθηκαν από την Πολιτεία οφείλεται στο μετεμφυλιακό κλίμα της εθνικοφροσύνης, που επιβίωσε ακόμη και μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, όπως καταδεικνύει η περίπτωση του Σιγάλα. Όσο για το Πανεπιστήμιο, που πρωτοστάτησε στην απομάκρυνσή τους, εμπόδιζε αρχικά την αποκατάστασή τους, ενώ αργότερα υποστήριζε ότι οι συγκεκριμένοι καθηγητές απομακρύνθηκαν «διά πράξεως της Πολιτείας και ουχί της Συγκλήτου. Κατόπιν τούτου ουδεμίαν εν προκειμένω αρμοδιότητα δύναται να έχη η Σύγκλητος». Η ηθική αποκατάσταση των αντιστασιακών καθηγητών από το ίδιο το Πανεπιστήμιο είναι ζήτημα που παραμένει σε εκκρεμότητα.
Η Θεσσαλονίκη παραμένει, πέραν κάποιων ολιγόχρονων εξαιρέσεων, μια γκρίζα πόλη. Φροντίζει να αντιπαλεύει οτιδήποτε απειλεί να διαταράξει αυτό το «συντηρητικό» dna της, λες και δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αυτό το καταθλιπτικό και επικίνδυνο γκρίζο της είναι συνεχώς παρόν στο βιβλίο σας. Στιγμές γίνεται κόκκινο σαν το αίμα φοιτητών, των καθηγητών αλλά και όλων των άλλων, που πλήρωσαν με τη ζωή τους το τίμημα της διαφορετικής άποψης. Γιατί η πόλη ακόμα και σήμερα παραμένει επίμονα τόσο «συνεπής»; Και πόσο βαθιά έπρεπε να ψάξετε στα κιτάπια της, προκειμένου να βρείτε τις ιστορίες που διατρέχουν το βιβλίο σας;
Είναι αλήθεια πως η Θεσσαλονίκη, ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου, είναι μια πόλη διφυής: από τη μια έχει να επιδείξει σημαντική συνεισφορά στη συγκρότηση και τη δράση προοδευτικών πολιτικών και κοινωνικών συσσωματώσεων και από την άλλη ήταν χώρος εμφάνισης του αντίπαλου δέους, δηλαδή φασιστικών ή υπερεθνικιστικών οργανώσεων. Το φαινόμενο επιτείνεται κατά την Κατοχή και κυρίως από τον Εμφύλιο και μετά. Άλλωστε, η πόλη κατά τον Εμφύλιο και μετά αποτέλεσε το κυριότερο στρατιωτικό προπύργιο στον αντικομμουνιστικό αγώνα. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι η πόλη είχε χαρακτηριστεί κάποτε από τον Ανδρέα Παπανδρέου ως «παρακρατούπολη» λόγω της δράσης των ποικιλώνυμων παρακρατικών οργανώσεων, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Πιθανόν στην εξέλιξη του φαινομένου έπαιξε ρόλο και η εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, ο οποίος μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά είχε σημαντική ενεργό παρουσία στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα. Όλα αυτά φαίνεται πως οδήγησαν στην κυριαρχία ενός ιδιόμορφου «βαθέος κράτους», το οποίο δεν θέλει να θυμάται το παρελθόν της πόλης και των ανομημάτων του. Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά δυσχερής η πρόσβαση σε αρχειακό υλικό, που αποκαλύπτει «σκελετούς στις ντουλάπες». Για παράδειγμα, από τα πρακτικά της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου λείπουν πολλές σελίδες για την περίοδο πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Το ίδιο συμβαίνει και με την περίοδο της Δικτατορίας του 1967.
«Είναι χαρακτηριστικό ότι η πόλη είχε χαρακτηριστεί κάποτε από τον Ανδρέα Παπανδρέου ως "παρακρατούπολη" λόγω της δράσης των ποικιλώνυμων παρακρατικών οργανώσεων, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη».
Οφειλόμενος φόρος τιμής, λέτε, και μνημονική παρακαταθήκη. Κατά πόσο δουλέψατε το υλικό σας χωρίς να υποπέσετε σε συναισθηματισμούς, που, από όσο γνωρίζω, πρέπει να μπαίνουν στην άκρη, όταν μιλάμε για βιβλία που ο πυρήνας της έρευνας και τα συμπεράσματα οφείλουν να παραμένουν «ψυχρά», πολλώ δε όταν το αντικείμενό τους καθεαυτό είναι να αποκαταστήσουν στιγμές ιστορίας;
Ο ιστορικός δεν παρακολουθεί ως ουδέτερος παρατηρητής τα γεγονότα από την εξέδρα, αλλά βρίσκεται μέσα στην πορεία των γεγονότων. Αυτό σημαίνει ότι η αποστασιοποίηση του ιστορικού από το υλικό του δεν μπορεί να αξιολογηθεί με βάση την αποφυγή ταύτισης με το θέμα του αλλά με βάση το αν ακολουθεί τις αρχές και τις μεθόδους της ιστορικής επιστήμης, καθώς και την κριτική των ομοτέχνων του. Από την άποψη αυτή πιστεύω ότι τήρησα με συνέπεια την επιστημονική μεθοδολογία. Βέβαια, και μόνο το γεγονός ότι ο ιστορικός ασχολείται με ένα συγκεκριμένο θέμα μπορεί να είναι αποκαλυπτικό για την ιδεολογία και τα ενδιαφέροντά του. Όσο για το αν ταυτίστηκα συναισθηματικά με τους διωκόμενους καθηγητές και φοιτητές οφείλω να σημειώσω πως ανήκω σ’ εκείνους που θεωρούν ότι η ιστορία έχει και ηθική –όχι ηθικολογική– διάσταση, συνδεόμενη με την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης. Από τη σκοπιά αυτή το Πανεπιστήμιο, που πρωτοστάτησε στην απόλυση των καθηγητών, εμπόδισε την επαναφορά τους και πολύ λίγα έπραξε για την ηθική έστω αποκατάστασή τους και τη δικαίωση της μνήμης τους, έχει την υποχρέωση και την ευκαιρία λίγο πριν από τον εορτασμό των 100 χρόνων του να διασώσει και τη δική του φήμη.