- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πρώτο πλάνο, Αθήνα, Αύγουστος του 2014, σούρουπο, σε ένα καφέ στο κέντρο της πόλης. Ένας κανελί σκύλος κοιμάται στο σκα μωσαϊκό και ένα κορίτσι σε ένα γωνιακό τραπέζι διαβάζει ένα βιβλίο. Από το παλιό ραδιόφωνο ακούγεται μια μελαγχολική μελωδία φερμένη από κάποια μακρινή χώρα που μόνο τα βραχέα κύματα μπορούν να παρασύρουν στην Αθήνα.
Ένας άνδρας γύρω στα 30, ντυμένος στα μαύρα μπαίνει στο μαγαζί και κάθεται σε ένα τραπέζι, ανάβει τσιγάρο και παραγγέλνει ένα σκέτο καφέ. «Κάνει ζέστη απόψε» μονολογεί. Η κοπέλα τον κοιτάζει περίεργα και συνεχίζει να διαβάζει το βιβλίο της. «Μια γυναίκα μόνη σε ένα μαγαζί κάπου στο κέντρο του κόσμου. Πριν λίγες μέρες νόμισα ότι είχε έρθει το τέλος του κόσμου, του δικού μου κόσμου» και όσο εκείνος μιλάει εκείνη ενοχλημένη αλλάζει θέση και όσο απομακρύνεται τόσο αυτός δυναμώνει το τόνο της φωνής του. «Σε κάποιες γωνιές της Αθήνας ακόμα και μες το καλοκαίρι τη νύχτα θα βρεις αναμμένα τα φωτάκια των Χριστουγέννων, είναι για να κάνουν ευχές οι περαστικοί, όλοι τους να ξέρεις εύχονται να γίνουν ένα». Η κοπέλα προσπαθεί με βία να συγκρατήσει το χαμόγελο της, φαίνεται ότι συμπάθησε τον άνδρα με τα μαύρα.
Εκείνος παίρνει θάρρος και την κοιτά έντονα. Είναι όμορφη, στο μέτωπο της έχει ένα μικρό σημάδι, ίσως αναμνηστικό από κάποιο παιδικό χτύπημα, τα μαλλιά της πέφτουν ατίθασα στη γυμνή της πλάτη. Ο άνδρας σηκώνεται από την καρέκλα του και κάθεται στο τραπέζι της. «Κρύβεις μέσα σου μια ουτοπία» της λέει και εκείνη αρχίζει και νιώθει άβολα. «Θυμάμαι κάποιο βράδυ ένας φίλος είχε φωνάξει ένα και ένα δεν κάνουν δυο αλλά πέντε. Ένα, δυο, δυο και ένα. Ένα, τόσο δύσκολο το ένα; Αλγόριθμοι που σχηματίζουν τις τέλειες ενώσεις. Να δούμε αν κουμπώνουμε. Είναι δύσκολο να εφαρμόσουν τα σώματα ξέρεις, για αυτό και βλέπεις αγνώστους ακόμα να φιλιούνται στα μπαρ. Και μετά είναι αυτά τα χαλασμένα μπλε καρτοτηλέφωνα στις άκρες των δρόμων με τις γυναικείες φωνές που χαρίζουν εικοσάλεπτους οργασμούς. Ξέρεις πώς είναι να ακούς μια γυναίκα να αναστενάζει από ηδονή;» τη ρωτάει και εκείνη γουρλώνει τα μάτια της. «Είναι κάποιοι που παίρνουν μονάχα για παρέα. Δεν έχω τι να κάνω και σε πήρα να σε ακούσω. Μοναξιά πολύ εκεί έξω, το βίτσιο ερμηνεύεται ως μοναξιά; Ποιος ρωτά για τα πάθη των ανθρώπων; Δεν ακουγόμαστε πια, μονοπωλούμε παραμιλώντας, να τώρα όπως εγώ μαζί σου. Τόση ανάγκη να ακουστείς χωρίς να έχεις εξασκηθεί να ακούς. Να απόψε είσαι τόση όμορφη, θα σου πρότεινα να έρθεις να καθίσουμε κάτω από το αγιόκλημα και να μετρήσουμε τα αστέρια». Εκείνη σχεδόν πανικόβλητη ζητάει το λογαριασμό και σηκώνεται να φύγει. «Στάσου…» της λέει, «ήθελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω, μάλλον δεν το κατάφερα ε;».
Δεύτερο πλάνο, νύχτα, ο άνδρας με τα μαύρα και η κοπέλα με την ουτοπία περπατάνε στην άδεια Πανεπιστήμιου. Θέλει να της πιάσει το χέρι, δεν τολμάει για αυτό επιδιώκει να την αγγίζει με το σώμα του, πότε ενώνοντας τον ώμο του με το δικό της και πότε ακουμπώντας την στην πλάτη. «Θα βρούμε αγιόκλημα στην Αθήνα;» τον ρωτάει. «Αν περπατήσουμε λίγα τετράγωνα πιο κάτω, θα βρούμε» τη βεβαιώνει. «Νομίζω ότι έχω χάσει τον ειρμό μου» της λέει, «απλά εκτοξεύονται τα συναισθήματα σαν λεκτικές σαΐτες. Λυπάμαι. Ίσως για αυτό και η αυτιστική συμπεριφορά. Εποχή της λάθος Κρίσης χωρίς αγγίγματα, έχασαν και αυτά τον αυθορμητισμό τους, αυτοματοποιήθηκαν και τυλίχτηκαν σε τετραπάκ συσκευασίες χωρίς συντηρητικά. Έχω ξεχάσει να φλερτάρω. Δε θυμάμαι πια στιγμές αμηχανίας, απλά ρίχνομαι, επιτίθεμαι σε ξένα κορμιά και με πιάνουν τα κλάματα για την αδυναμία του να μη νιώθω. Πόσο θα ήθελα να σου μιλήσω, να σου πω για τη μεγάλη μου καρδιά, για τις βουτιές μακριά, βαθιά μέσα στη θάλασσα, για το κορίτσι εκείνο που θέλησα το ξημέρωμα στο νησί. Για τα κομμένα μου πόδια κάτω από το μπλε τραπεζάκι του καφέ, όταν σε πρωτοείδα. Εδώ οι επιβάτες και οι διαβάτες δεν κοιτιούνται στα μάτια, τα χαμόγελα ανταλλάσσονται με δόσεις και η γλώσσα του σώματος χρειάζεται λεξικό για να τη μεταφράσεις. Πόσο ελαφρείς γινήκαμε, και εγώ μαζί τους. Προσπαθώ σιγά σιγά να μάθω να παίρνω ανάσες, εκπνοή, εισπνοή και πάλι μπερδεύομαι. Θέλω να έρθει το καλοκαίρι, να κλείσω τα μάτια κάτω από τον ήλιο, η επιδερμίδα μου θα καίγεται και οι ανάσες μας θα μυρίζουν αλάτι και ψίχα από ψάρι. Φαντάζομαι εικόνες με φως για να μπορώ να ελπίζω, και έτσι γλυκαίνει το μέσα μου και ξεκλέβω στιγμές από τις επερχόμενες χαρές. Λίγες ώρες πριν σε συναντήσω κλώτσησα τα πεσμένα νεράτζια στην παλιά Βουλή και η αστική βροχή έκαιγε τα περασμένα». «Μη μιλάς άλλο, σταμάτα πια, το καλοκαίρι είναι εδώ» του λέει θυμωμένα και τον αφήνει μόνο στο κέντρο του κόσμου του.
Τρίτο πλάνο, στο cine Paris, πρώτη προβολή, «Φτηνά Τσιγάρα». Τα φώτα σβήνουν. Πάνω σε μια άσπρη καρέκλα σκηνοθέτη κοιμάται μια μαύρη γάτα, ένα ζευγάρι στις πίσω θέσεις φιλιέται, μια κυρία ξεφυσάει και κουνάει με χάρη τη βεντάλια της και ένας παππούς τρώει πασατέμπο. Τίτλοι τέλους, το ζευγάρι σταμάτησε να φιλιέται, ο παππούς κοιμήθηκε και η κυρία δεν κατάλαβε ότι τελείωσε η ταινία. Ο άνδρας με τα μαύρα απογοητευμένος περπατά στο κέντρο του κόσμου του παρέα με το κορίτσι που κρύβει μέσα του την ουτοπία, είχε να τη δει μια εβδομάδα και 4 μέρες. «Να ήθελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω. Ήθελα αυτή η νύχτα να είναι μοναδική. Μακάρι να μην υπήρχε αυτή η Κρίση, χαθήκαμε μέσα σε αυτήν και κάναμε εκπτώσεις στα όνειρα μας. Διάβαζα κάποτε έναν φίλο που έγραφε για ουτοπίες πάνω στα πεζοδρόμια, ευτυχώς υπάρχουν ακόμα ρομαντικοί. Είμαι ρομαντικός γαμώ την πουτάνα μου, ακόμα;» αναρωτήθηκε σχεδόν φωνάζοντας και εκείνη ήρεμη προσπαθούσε να τον καθησυχάσει «σταμάτα πια να μιλάς και έλα να ζήσουμε το μεγάλο ελληνικό μας καλοκαίρι. Σου υπόσχομαι ότι θα φορέσουμε τα μπλε μας ματογυάλια και θα καταδυθούμε μες στη βανίλια των διάφανων χαμηλών ποτηριών. Ύστερα θα πάρουμε οξυγόνο από τα φιλιά μας και θα γίνουμε κόκκινοι ξαπλώνοντας πάνω στις φαγωμένες ξανθές ψάθες». «Ίσως είναι πια αργά να κυνηγάω ουτοπίες» της είπε και εκείνη αγανακτισμένη έκλεισε με τα χέρια της το στόμα του και του φώναξε «σταμάτα πια να μιλάς, δεν κουράστηκες πια; Σταμάτα, και έλα να αγαπηθούμε!».