- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η ιδεολογία «ελληνικού εξαιρετισμού»
Το βιβλίο «Παλιγγενεσία και αναστοχασμός» του Ευ. Βενιζέλου είναι ένα βιβλίο που ομιλεί για το 1821, αλλά παράλληλα και για τους τρόπους με τους οποίους η επέτειος εκβάλλει και στο σήμερα
Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου γράφει για το νέο βιβλίο του Ευάγγελου Βενιζέλου «Παλιγγενεσία και αναστοχασμός» (εκδ. Πατάκη).
Το βιβλίο «Παλιγγενεσία και αναστοχασμός: Κείμενα για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση» του Ευάγγελου Βενιζέλου είναι ένα βιβλίο που ομιλεί για το 1821, αλλά παράλληλα και για τους τρόπους με τους οποίους η επέτειος εκβάλλει και στο σήμερα – στη θεσμική μας οργάνωση, στην πολιτική μας κουλτούρα, στη σχέση μας με τον κόσμο και ειδικά τη Δύση, στον πολιτισμό μας. Σε μια τέτοια επέτειο, το σύνηθες θα ήταν να γραφτούν βιβλία για τα 200 χρόνια τα οποία θα ομιλούν για το 1821. Εύκολο θα ήταν επίσης να μιλήσει κάποιος για το σήμερα. Αλλά είναι πραγματικά πολύ δύσκολο για έναν συγγραφέα να κάνει αυτό που έκανε ο κ. Βενιζέλος, δηλαδή να εντοπίσει τα νήματα που συνδέουν το ’21 με το σήμερα, και να τα συζητήσει με έναν τρόπο που –χωρίς, ασφαλώς, να παύσει να είναι βαθύτατα πολιτικός– παραμένει πάντως αυστηρά επιστημονικός. Πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να το κάνουν αυτό.
Υπάρχει στο βιβλίο μια θαυμάσια συζήτηση για τον ελληνικό εξαιρετισμό – με την ψύχραιμη, νηφάλια αποτύπωσή του. Ο εξαιρετισμός, τελικά, δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει μόνον εμάς. Σε όλους τους λαούς εμφανίζεται, με κορυφαίο παράδειγμα τον αμερικανικό εξαιρετισμό ο οποίος συζητείται πάντοτε με ένταση στις ΗΠΑ. Αυτή η τάση να τονίζουμε τις δικές μας ιδιαιτερότητες (και συχνά να τις υπερτονίζουμε) ήταν κάτι που ίσως μας άρεζε πολύ την εποχή που δεν είμαστε ακόμη μέλος του ανεπτυγμένου κόσμου. Αυτό όμως που δείχνει το βιβλίο είναι ότι αυτή η υπερβολική έμφαση, τώρα πια δεν είναι αρμόζουσα, μας υποτιμά. Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Βενιζέλος μιλά (χρησιμοποιώ δικά του λόγια) για τη «δυτική μας ταυτότητα» και για την «ανατολική μας ενοχή». Και τονίζει πάντως ότι από την αρχή, από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και το πρώτο Σύνταγμα της Επανάστασης, ως δυτικό κράτος θελήσαμε να γεννηθούμε. Αυτό θέλαμε εξ αρχής να κάνουμε. Μιλά επίσης ο κ. Βενιζέλος για την γλώσσα ως μια «παράλληλη επικράτεια», και τολμά να συμπεριλάβει και κείμενο για τον Δονύσιο Σολωμό.
Όλα αυτά γίνονται επειδή στο πρόσωπο του συγγραφέα του συντρέχουν μερικές πολύ απαιτητικές και ασυνήθιστες προϋποθέσεις – ασυνήθιστες, επειδή δύσκολα συντρέχουν όλες μαζί σε ένα άτομο. Υπάρχει ξεκάθαρη αναλυτική σκέψη, και μια διάθεση να διατυπωθούν, χωρίς συμπλέγματα, τολμηρές υποθέσεις εργασίας και συμπεράσματα. Επίσης υπάρχει η επιστημονική εξειδίκευση, παράλληλα όμως μια βαθιά επίγνωση της διανοητικής πορείας της ελληνικής διαχρονίας. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει βαθιά τον ελληνικό πολιτισμό, όπως αυτός εξελίχθηκε μέσα στον χρόνο. Τέλος, δεν ξέρω πού βρίσκει τον χρόνο να κάνει την έρευνα για τόσο περίπλοκα θέματα, όπως αυτά για τα δάνεια της ανεξαρτησίας, που είναι τα καλύτερα κείμενα που διάβασα με αφορμή την επέτειο για το συγκεκριμένο θέμα, με άμεσες αναφορές και στο σήμερα. Ως επαγγελματία ιστορικό, πρέπει να το πω, μου προξένησε δέος ο συνδυασμός του θεωρητικού υποβάθρου, της έρευνας και της συνολικής προσέγγισης, που δεν διστάζει να αναζητήσει νήματα και εκβολές και σε μεταγενέστερες εποχές, ακόμη και έως σήμερα.
Τα κείμενα αυτά διατρέχει η αντίληψη της Ελλάδας ως εργαστηρίου, αντίληψη που εμφανίζεται με διαφορετικούς τρόπους σχεδόν σε όλα τα κείμενα του έργου. Η Ελλάδα ήταν πράγματι εργαστήριο (όχι «πειραματόζωο» αλλά εργαστήριο, τονίζει ο κ. Βενιζέλος), στην Ευρώπη της Παλινόρθωσης όταν έγινε η Επανάσταση, στη διευθέτηση των δανείων, στην εμφάνιση της έννοιας της ανθρωπιστικής επέμβασης, στη διαμόρφωση του κράτους μέσα από τη Μεγάλη Ιδέα, στη θέση της ως ένα από τα πρώτα πεδία που εμφανίστηκε ο Ψυχρός Πόλεμος, στη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση – το πρώτο κράτος που συνδέθηκε με την ΕΟΚ το 1961, το πρώτο νοτιοευρωπαϊκό κράτος που κινήθηκε προς πλήρη ένταξη στη δεκαετία του ’70, αλλά και στη διεθνή (πάντως ευρωπαϊκή) προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με την παρέμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης στο ζήτημα των βασανιστηρίων την εποχή της χούντας, το 1967-69.
Υπήρξαμε, λοιπόν, εργαστήριο. Θελήσαμε από την αρχή να είμαστε. Γιατί έτσι καλύπταμε το έδαφος που μας χώριζε από εκεί που θέλαμε να πάμε – στην Ευρώπη. Ήταν μια εκδήλωση τόλμης και ανάληψη ρίσκου: ο τρόπος με τον οποίο εξισορροπούσαμε την υστέρησή μας, υστέρηση ενός μικρού κράτους, στην περιφέρεια, γεωγραφικά αποκομμένου από τους σκληρούς πυρήνες της Ευρώπης. Και έτσι, δεν μπορώ, ως αναγνώστης, παρά να σκεφτώ ότι το βιβλίο μιλά, εμμέσως αλλά σαφώς, και για το γεγονός ότι στις τελευταίες δεκαετίες, ίσως επειδή βολευτήκαμε στην ευημερία και στη θεσμική ολοκλήρωση που είχαμε κατακτήσει, πάψαμε να είμαστε τόσο τολμηροί. Γίναμε αρκετά συντηρητικοί και απρόθυμοι να προσαρμοστούμε. Σταματήσαμε, και κινδυνέψαμε να πέσουμε. Νομίζω ότι εναντίον αυτού του συντηρητισμού και εναντίον του κινδύνου της μοιραίας τελμάτωσης κινητοποιήθηκε και ο ίδιος ο Ευάγγελος Βενιζέλος την προηγούμενη τόσο κρίσιμη δεκαετία.
Και –ας μου επιτραπεί, ως ιστορικό των διεθνών σχέσεων– να επισημάνω το γεγονός ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που τονίζει τη σημασία του διεθνούς περιβάλλοντος ως παράγοντα που καθόρισε την πορεία του έθνους. Το τονίζει ο κ. Βενιζέλος ως καθοριστικό στοιχείο, ακόμη και όταν συζητά, με τόσο τολμηρό τρόπο, τα Συντάγματα της Επανάστασης για τα οποία μας λέει ότι «διαλέγονται» με τους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος. Αυτή η έμφαση στο διεθνές περιβάλλον, προϊόν της πολιτικής του εμπειρίας, ιδίως (αλλά όχι μόνον) στο Υπουργείο των Εξωτερικών, δίνει μια λειτουργικότητα στη σκέψη του, μια ουσιαστική επίγνωση των καλειδοσκοπικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης ιστορίας. Φτιάξαμε, λοιπόν, κράτος το 1830. Αλλά δεν ήταν το μεγάλο κράτος του Ρήγα Φεραίου που θα κάλυπτε όλα τα Βαλκάνια. Δεν ήταν το μεγάλο κράτος που φιλοδοξήσαμε να φτιάξουμε όταν ξεκινούσε η Επανάσταση το 1821. Ήταν ένα κράτος μικρό και εν πολλοίς ελεγχόμενο, και γι’ αυτό ίσως να ήταν πλέον και αποδεκτό από τις υπερσυντηρητικές μεγάλες δυνάμεις εκείνης της εποχής. Εμείς λοιπόν έπρεπε, μέσα στην πορεία, να του προσδώσουμε τα χαρακτηριστικά που θέλαμε – και εδώ συναντώνται, δεν συγκρούονται μόνον, και οι τρεις διαστάσεις των ολοκληρώσεων για τις οποίες μας μιλά ο Ευάγγελος Βενιζέλος, εδαφική, θεσμική, οικονομική.
Το πετύχαμε να του δώσουμε τα χαρακτηριστικά που θέλαμε, αλλά σχετικά πρόσφατα μόνον, θα έλεγα στη μεταπολεμική εποχή, ιδίως μετά το 1974. Και το πετύχαμε επειδή, στην πορεία των 200 αυτών χρόνων, καταφέραμε να αντιλαμβανόμαστε τη δομή του διεθνούς συστήματος, τις δυνατότητες που δίνει, και καταφέρναμε, αλλά όχι πάντοτε, να καταλαβαίνουμε και τους κινδύνους που εμπεριέχει (δεν τους αντιληφθήκαμε το 1920 και το 1974). Κρίσιμη ήταν η συνεισφορά και των ηγεσιών, από τον Μαυροκορδάτο, τον τόσο αγαπητό στον κ. Βενιζέλο όπως φαίνεται στο βιβλίο, έως και ηγέτες της προηγούμενης δεκαετίας, μεταξύ τους τον ίδιο.