- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Χρήστος Χωμενίδης, ένας λαϊκός συγγραφέας
«Είμαι 55 και ζω βίο 45άρη παλιού σε όλα τα επίπεδα. Καλά, εγώ θα πεθάνω γράφοντας»
Χρήστος Χωμενίδης: Συνέντευξη με τον συγγραφέα για τα βιβλία του και το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος
Η συνάντησή μας έγινε νωρίς το μεσημέρι στην έδρα του, την Κυψέλη. Κατηφορίζουμε την Ευελπίδων, λίγα μέτρα πριν από το σημείο όπου καταλήγει η οδός Κυψέλης, μια ανάσα από τη διασταύρωση με τη Μαυρομματαίων. Σ’ έναν τοίχο βουτηγμένο στα γκράφιτι υπάρχει ένα μικρό άνοιγμα με μια μικρή σκάλα, που –αισθητικά– σε οδηγεί σε ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο. Είναι το καφέ του Πανελληνίου – μια στενή λωρίδα που εκτείνεται προς τον στίβο. Στο δεξί μας χέρι υπάρχουν γήπεδα του τένις. Ο Χρήστος Χωμενίδης, πληθωρικός αλλά συνάμα απλός, έχει κάνει την επιλογή. Το σημείο το ανακάλυψε φέρνοντας την κόρη του για άθληση. Χαμογελώντας μου λέει ότι «είναι ιδανικό και για κρυφούς εραστές, καθώς κανείς δεν μπορεί να τους δει εδώ...».
Η μέρα είναι υπέροχη. Στο σημείο που επιλέγουμε να καθίσουμε, ο ήλιος με τυφλώνει, έτσι γυρίζω λίγο την καρέκλα μου και, πλέον, καθόμαστε στοιχισμένοι σχεδόν παράλληλα κοιτώντας μπροστά. Η συζήτηση ρέει με ταχείς ρυθμούς, πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο, και αναρωτιόμαστε ποιο ήταν άραγε το αρχικό θέμα συζήτησης. Έχουμε ήδη παραγγείλει καφέ.
Πριν από μερικές εβδομάδες τιμήθηκε με το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος για τη «Νίκη», ενώ δεν έχει περάσει καιρός από την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου, «Ο Τζίμης στην Κυψέλη», που έκανε αίσθηση και φιγουράρει ψηλά στα ευπώλητα.
«Νιώθεις –μετά τη βράβευση– σπουδαίος συγγραφέας;» ρωτάω και γελάει αυθορμήτως. «Πώς σου φαίνομαι, έχω κανένα τουπέ;» Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για έναν... κανονικό άνθρωπο, που φοράει ένα λευκό ριχτό πουκάμισο, τσιμπολογάει ένα κλαμπ σάντουιτς, γελάει πολύ και δείχνει γνήσιο ενδιαφέρον για ό,τι του λες. «Με χαιρετάνε διάφοροι, πάντα το ήθελα, αλλά τις τελευταίες ημέρες έχει γίνει θριαμβευτικό: Με χαιρέτησε η υπάλληλος του σούπερ μάρκετ! Είναι πάρα πολύ γλυκό, της λέω: “Σας ευχαριστώ πολύ, εσείς είστε η έμπνευσή μου”».
Ο ίδιος δηλώνει «λαϊκός συγγραφέας». «Είναι σαφές ότι υπάρχουν άνθρωποι που είχαν διαβάσει τα βιβλία μου, δεν ήταν διανοούμενοι, ούτε του χώρου. Κι αυτό είναι το σπουδαίο: να μπορέσεις με ένα βιβλίο, που είναι δυσπρόσιτη μορφή τέχνης, διότι απαιτεί από αυτόν που γίνεται κοινωνός του να συγκεντρωθεί, να κάτσει σε μια καρέκλα και να διαβάσει, να μπει εκεί μέσα. Ενώ ένα τραγούδι, που είναι πιο συμπυκνωμένη μορφή τέχνης, απλώς σ’ το απευθύνω και το πιάνεις στον αέρα», λέει και συνεχίζει: «Χαίρομαι, το θεωρώ τεράστια τιμή ότι είμαι λαϊκός συγγραφέας. Σημαίνει ότι απευθύνεσαι σε όλο τον κόσμο. Λαϊκός συγγραφέας ήταν ο Ουγκό, ο Μπαλζάκ, ο Τολστόι, ο Ξενόπουλος, οι μέγιστοι συγγραφείς ήταν λαϊκοί συγγραφείς. Υπήρχαν και άλλοι, όπως ο Κάφκα, δεν έκανε ποτέ λαϊκή απεύθυνση, αλλά αυτό είχε να κάνει με τη ζωή του, τη δουλειά του κ.λπ.».
Θεωρεί ότι το βραβείο είναι «μια ασπίδα». Αφηγείται μια ιστορία, όταν δέχθηκε επίθεση ο Φοίβος Δεληβοριάς για κάποιες πολιτικές του απόψεις κι ο ίδιος παρενέβη για να δηλώσει: «Μη χτυπάτε τον καλλιτέχνη στο έργο του επειδή δεν σας αρέσει πολιτικά, αφήστε το έξω αυτό. Το έργο του καλλιτέχνη είναι ιερό. Δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις, είναι ανέντιμο να χτυπάς τον άλλον – μπορεί να μη σε γουστάρω πολιτικά, άλλο όμως το έργο». «Κάθε καλλιτέχνης είναι μια μάνα που προσπαθεί να προστατεύσει τα μωρά της, και τα μωρά μου είναι τα βιβλία μου. Κρίνε τα, αλλά όχι σε σχέση με μένα».
Του έχει τύχει να τον βρίζουν ως κακό συγγραφέα, χωρίς καν να έχουν διαβάσει τα βιβλία του, επειδή διαφωνούν με τις απόψεις του: «Έχετε κάθε δικαίωμα να μη σας αρέσει, αλλά εντάξει...».
Οι άνθρωποι που ιδρώνουν τη φανέλα
«Είναι ευλογημένο πράγμα να ζεις από τη δουλειά σου, πόσο δε μάλλον να τη γουστάρεις κιόλας. Νομίζω ότι πρέπει να έχουμε την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων που ιδρώνουν τη φανέλα», τονίζει και, όταν επιμένω να μάθω για την αντίδρασή του αν βλέπει κάποιον να «τον διαβάζει», λέει: «Αισθάνομαι θριαμβευτής όταν βλέπω κάποιον να διαβάζει το βιβλίο μου. Με αυτό το οποίο έκανα και κόπιασα για να το κάνω, τον άνθρωπο αυτόν, που δεν τον ξέρω, τον κρατάω, τον επηρεάζω. Ένας ήρωας που αγάπησα πάρα πολύ κι εγώ, όπως ο Τζίμης, του συστήνεται, κι ο αναγνώστης παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα πάθη του. Φαντάζομαι πόσο μεγάλη χαρά θα είναι για κάποιον που φτιάχνει τραγούδια να τ’ ακούει να τραγουδιούνται, να επενδύουν τις στιγμές ενός άλλου ανθρώπου. Κι αν θες να το αμπελοψυχαναλύσουμε, ναι, είναι μια αίσθηση αθανασίας αυτό, ένα υποκατάστατο αθανασίας. Ακόμα κι αν εγώ λείψω, πεθάνω, κάτι που έχω φτιάξει θα μείνει στη θέση μου».
Η αποκλειστική νοσοκόμα
Πάνω στη συζήτηση μνημονεύει διάφορες ιστορίες που του έχουν συμβεί στο παρελθόν: «Πριν από χρόνια, σε ένα τρένο προς Θεσσαλονίκη γνώρισα μια μεγάλη κυρία, ήταν αποκλειστική νοσοκόμα. Τότε είχα γράψει το “Σοφό παιδί”. Κάπως ήρθε η κουβέντα και της λέω ότι το “Σοφό παιδί” το έχω γράψει εγώ. Μου λέει: “Μπράβο σας! Είμαι αποκλειστική νοσοκόμα, ήταν η μόνη φορά που –διαβάζοντας το βιβλίο σας– δεν κοιμήθηκα”. Ήταν τόσο αστείο. Τις αποκλειστικές νοσοκόμες τις παίρνουμε στους ασθενείς μας για να μην κοιμούνται. Αυτή κοιμόταν πάντα και την κράτησα ξύπνια!» αφηγείται γελώντας.
Το χαστούκι
Τη στιγμή που καθόμαστε στο τραπέζι και βάζω να ηχογραφώ την κουβέντα μας, μου λέει: «Αρχικά θα σου πάρω εγώ συνέντευξη!». Και αρχίζει, με γνήσια απορία, να με ρωτάει για το περιστατικό της επίθεσης από κουκουλοφόρο που δέχθηκα στην πλατεία Συντάγματος ενώ κάλυπτα την πορεία για την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου. Η συζήτηση κατόπιν άνοιξε πολύ, μιλήσαμε για το πώς αντιδρούν οι γενιές ανάλογα με τις προσλαμβάνουσές τους και τον ρόλο της βίας.
Μου αφηγήθηκε επίσης ένα περιστατικό που του συνέβη το 1983, όταν κι ο ίδιος είχε πέσει θύμα επίθεσης.
«Πήγαινα τότε φροντιστήριο στα Εξάρχεια και τα είχα μ’ ένα κοριτσάκι, αυτή έμενε Πατήσια, εγώ Κυψέλη. Παίρνουμε το τρόλεϊ να γυρίσουμε στην Κυψέλη και, επειδή σε εκείνη την ηλικία είσαι τελείως ασυγκράτητος, καθόμαστε δίπλα και φιλιόμαστε. Ξαφνικά, νιώθω ότι κάποιος μου έριξε ένα χαστούκι. Χαστούκι κανονικό! Γυρίζω και βλέπω έναν τύπο γύρω στα 40-50, έξαλλο, να με βρίζει χυδαία, και μένω άναυδος, όπως και το κοριτσάκι, που ζαρώνει στην αγκαλιά μου. Οι επιβάτες πήραν τη δική του θέση κι όχι τη δική μου. Πόσο παράφρων μπορεί να είσαι, να χαστουκίσεις ένα αγοράκι που απλώς φιλιέται;»
Ο φθόνος της νιότης
Αναρωτιέμαι αν η αντίδραση των επιβατών ήταν απλώς συντηρητική και διαφωνεί: «Τους ενόχλησε η νιότη, ότι αυτοί, μπουχτισμένοι, γυρίζουν από τη δουλειά τους και υπάρχουν δύο πιτσιρίκια που απολαμβάνουν τη ζωή και τη νιότη τους. Δεν είναι ιδεολογικό, είναι υπαρξιακό, είναι φθόνος προς την ηλικία».
Ο ίδιος πάντως δεν έχει κανέναν φθόνο απέναντι στα νέα παιδιά, το αντίθετο: «Επειδή το αίμα κοχλάζει όταν είσαι 18 και όλα σου φαίνονται καινούρια, όταν είμαι σε διακοπές το καλοκαίρι, και βλέπω αγόρια και κοπελίτσες να είναι όλοι μαζί, νοσταλγικά μπαίνω και ταυτίζομαι μ’ έναν από τους πιτσιρικάδες και παρακολουθώντας από μακριά, μέσα στο κεφάλι και στην καρδιά μου, γίνομαι ο φαντασιακός του coach. Του λέω “κάν’ το, ρε παιδάκι μου, φίλησε την, πάρ’ την αγκαλιά να φύγετε από την παρέα”».
Συνεχίζουμε την κουβέντα για τη βία, αναζητώντας ποιοι και γιατί καταφεύγουν σ’ αυτή ως πολιτική έκφραση: «Υπάρχει μια επιθετικότητα, ότι τίποτα δεν με εκφράζει από τον παρόντα κόσμο, ότι βιαίως πρέπει να ανατραπεί το οποιοδήποτε σύστημα και κατεστημένο. Η πρόθεση που μπαίνει μπροστά θα μπορούσε να είναι άκρα Δεξιά ή άκρα Αριστερά – ολοκληρωτική με τον τρόπο του ναζισμού, ή ολοκληρωτική με τον τρόπο του σταλινισμού ή του μαοϊσμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρώ ότι είναι όλα ίσιωμα», σημειώνει, διευκρινίζοντας ότι δεν συμφωνεί με τη θεωρία των δύο άκρων.
«Υπάρχουν βίαια παιδιά γιατί υπάρχουν οι ορμόνες της ηλικίας», συνεχίζει και του θέτω το ερώτημα κατά πόσον τα παιδιά που, προς το παρόν, μεγαλώνουν αποκλειστικά υπό συνθήκες κρίσης (οικονομικής, υγειονομικής) υπάρχει περίπτωση να γίνουν ακόμα πιο βίαια. Η κόρη του ανήκει σε αυτή την ηλικιακή ομάδα και αναφέρει ότι «της αρέσει το lockdown: κάνει τηλεκπαίδευση, συναντιέται με τις φίλες της με τεστ, αλλά έχει την τύχη της να διαθέτει το δικό της κομπιούτερ και το δικό της δωμάτιο».
«Όπως λέει και ο Τολστόι, όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν, αλλά κάθε οικογένεια έχει τη δική της δυστυχία», σημειώνει και ανοίγει τη βεντάλια: «Άλλο σε μια οικογένεια που ο καθένας έχει την άνεσή του, το δωμάτιό του, να μπορεί να απομονωθεί. Κι άλλο να μένεις σ’ ένα μικρό σπίτι, τα παιδιά να μην έχουν κομπιούτερ, να κάνουν μάθημα με το κινητό. Η κόρη μου δεν έχει πολλούς λόγους να οργίζεται».
Η γενιά που βρίσκεται στην κόψη
Αναφέρεται στη μεσαία τάξη: «Πίστευαν ότι η ζωή είναι ευκαιρία, ότι θα δοθούν τα εφόδια, οι προοπτικές, η αγάπη, άντεχαν. Τώρα κάποιος που αισθάνεται ότι δεν υπάρχει ρόλος για αυτόν στον κόσμο προφανώς αγανακτεί και τρελαίνεται».
«Ένα παιδί μπορεί να αισθάνεται περιθωριοποιημένο. Μπορεί να βλέπει στο στενό του περιβάλλον μόνο ιστορίες θυμού, συντριβής κι αποτυχίας. Βλέπουν γονείς που δεν γουστάρονται μεταξύ τους κι από ανάγκη συνυπάρχουν, βλέπουν μεγαλύτερα αδέλφια που τελείωσαν μια ανώτερη σχολή και δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Αυτή η γενιά βρίσκεται στην κόψη, που θα αλλάξει τελείως διά της τεχνολογικής επανάστασης που ήδη βρίσκεται εντός των πυλών. Αυτό που μου προξενεί εντύπωση και το βλέπω να έρχεται είναι ότι μια δέσμη από επαγγέλματα, εντελώς διεκπεραιωτικά, θα πάψουν να υπάρχουν. Στο σούπερ μάρκετ δεν θα υπάρχουν ταμίες».
Προετοιμάζουμε απροετοίμαστους
«Η μόνη μας σταθερή διεύθυνση, που θα έχει σημασία, θα είναι το email μας», επισημαίνει με τη συζήτηση να κινείται πλέον γύρω από ένα θολό μα ταυτόχρονα εντυπωσιακό αύριο: «Σκέψου πώς οι απροετοίμαστοι –και ακόμα προετοιμάζουμε απροετοίμαστους– θα το αντιμετωπίσουν. Πόσοι είναι οι φοιτητές που σπουδάζουν πράγματα που είναι ήδη ανεπίκαιρα; Μην εκληφθώ ως αντικληρικαλιστής, γιατί δεν έχω πάθος εναντίον της Εκκλησίας – αυτοί που βρίζουν την Εκκλησία έχουν ένα πάθος εναντίον της σαν προδομένοι εραστές. Πόσοι θεολόγοι βγαίνουν τον χρόνο; Είναι περισσότεροι απ’ όσους χρειάζονται. Έχω την αίσθηση ότι πολλές σχολές στην Ελλάδα οδηγούν τους ανθρώπους στο περιβάλλον της τεχνολογικής επανάστασης σε μια υπαρξιακή αμηχανία. Πόσο δε μάλλον άνθρωποι που κάνουν καθαρά διεκπεραιωτικές δουλειές, καθαρά για το μεροκάματο. Οι δουλειές καταργούνται και το μεροκάματο χάνεται, άρα οδηγούνται σε μια αεργία, όχι ανεργία. Όλους αυτούς τι θα τους κάνει η κοινωνία; Αυτό είναι που με τρομάζει».
Να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας;
Ο κόσμος έχει αλλάξει κι εξακολουθεί να αλλάζει με ραγδαίο ρυθμό: «Η ηλικία που ένας άνθρωπος φτάνει στο ζενίθ της απόδοσής του και φτάνει στο μεγαλύτερο αξίωμα όλο πέφτει, οι πρωθυπουργοί και οι πρόεδροι είναι 40+ ή στα 50 τους. Μην εκπλαγείς αν βγει κάποιος 40άρης στις ΗΠΑ μετά τον Μπάιντεν».
«Είμαι 55 και ζω βίο 45άρη παλιού σε όλα τα επίπεδα. Καλά, εγώ θα πεθάνω γράφοντας. Βλέπω τους συνομηλίκους μου, κανείς δεν σκέφτεται να πάρει σύνταξη, βλέπουμε κυρίες που έχουν περάσει τα 50 και είναι απολύτως σέξι. Θα ζούμε δεκαετίες ακόμα, αλλά θα υπάρχει μια πτώση της ηλικίας όπου θα φτάσουμε στην ακμή μας».
Συνεχίζει με σειρά ερωτήσεων: «Πρέπει να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας; Βλέπω ότι υπάρχει ένα αίτημα από την παραδοσιακή Αριστερά να παίρνουμε σύνταξη στα 60. Αδύνατον αυτό. Αλλά πες ότι είναι δυνατόν. Τι θα κάνουν οι άνθρωποι αν φτάσουν έως τα 90; Δεν είναι ωραίο για σένα να κάθεσαι. Πρέπει να ξεκινήσεις μια νέα καριέρα; Πρέπει να γίνει αυτό που προφήτευαν από τη δεκαετία του ’90, ότι θα αλλάζεις επαγγέλματα; Τι πρέπει να γίνεται;».
«Προσπαθώ να οσμιστώ τη νέα εποχή, να καταλάβω –με όλες τις επιφυλάξεις που μου έχει χαρίσει η ηλικία, το προτέρημα να κοιτάς τα πράγματα και να μην παθιάζεσαι, να είσαι ανοιχτός σε όλες τις ερμηνείες– τι συμβαίνει και τι θα συμβεί. Αυτό με εξιτάρει, ούτε με τρομάζει ούτε με ενθουσιάζει».
Ο Τζίμης ενσαρκώνει μια εποχή
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη, «Ο Τζίμης στην Κυψέλη», διαδραματίζεται σε ενεστώτα χρόνο, στο σήμερα, κι όταν το έγραφε η εξέλιξη βρισκόταν 6 μήνες μετά. «Πώς ο Τζίμης, που έχει πολλά κοινά με μένα, ίσως και με σένα, ίσως και με άλλους, πώς ανεπαισθήτως κλείνεται έξω και δεν μπορεί να καταλάβει την εποχή του. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί του γίνονται επιθέσεις ad hominem, είναι αντιπαθής ως πρόσωπο χωρίς να έχει κάνει τίποτα, χωρίς να έχει φταίξει. Γιατί συμβολίζει και ενσαρκώνει μια εποχή».
«Το βλέπουμε κάθε εβδομάδα. Γίνεται μια δολοφονία χαρακτήρος στα social media, που μπορεί να είναι μια αναμενόμενη οργή του κόσμου απέναντι σε κάποιον που έχει εγκληματήσει στο κάτω κάτω της γραφής, αλλά υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις που το περίφημο έγκλημα δεν είναι παρά ένα στραβοπάτημα, μια λάθος ατάκα, μια ανοησία που ειπώθηκε υπό κάποιες συνθήκες, ή μια άλλη άποψη απλώς».
Μέχρι πριν από 5-6 χρόνια απαντούσε σε κακόβουλα σχόλια που γίνονταν σε αναρτήσεις στο προφίλ του. «Μου λένε μην απαντάς, διότι αυτός που σε βρίζει θέλει να του απαντήσεις για να έχει τη χαρά ότι συζήτησες μαζί του, ότι ασχολήθηκες. Διότι, αν δεν του απαντήσεις, τι θα κάνει; Θα σου γράψει πόσες φορές; Αν του απαντήσεις, μπαίνεις σε κουβέντα, του δίνεις υπόσταση. Αυτό λαχταράει, πόσο μάλλον να του δώσεις εσύ υπόσταση που έχεις υπόσταση».
«Αν είσαι στο λεωφορείο και έρθει ένας άνθρωπος σε έξαλλη κατάσταση, χωρίς λόγο προφανή, πιθανόν ανισόρροπος ο ίδιος, κι αρχίζει να σε βρίζει, τι θα απαντήσεις;», διερωτάται, κι όταν του επισημαίνω ότι στα social media σε βρίζουν για τις θέσεις σου, απάντα: «Κι αυτός που θα έρθει στο λεωφορείο και σε βρίζει θα σου βρει κάποιον λόγο».