Βιβλιο

Sam Albatros: Παίζει ένα αγόρι με κούκλες;

Μία από τις πλέον sui generis διαδικτυακές περσόνες των τελευταίων ετών

Γιάννης Χ. Παπαδόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 807
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Sam Albatros: O/η/το ετερώνυμος συγγραφέας, ποιητής και καλλιτέχνης μιλάει στην Athens Voice με αφορμή το βιβλίο «Ελαττωματικό αγόρι» (εκδόσεις Εστία)

Μία από τις πλέον sui generis διαδικτυακές περσόνες των τελευταίων ετών είναι ο/η/το Sam Albatros. Με μεταπτυχιακές σπουδές στην Ψυχολογία από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και διδακτορικό στη Γνωσιακή Νευροεπιστήμη από το University College London, διδάσκει νευροεπιστήμη, ενώ παράλληλα έχει γίνει γνωστός στον καλλιτεχνικό χώρο μέσα από την πολυσχιδή καλλιτεχνική του υπόσταση. Ως ποιητής οπτικοποιεί τα έργα του και τα ανεβάζει στο Youtube, ενώ έχει μεταφράσει σημαντικές δουλειές queer (και μη) ποιητών στα ελληνικά στην ιστοσελίδα του, μεταξύ των οποίων και τον Ocean Vuong, before-it-was-cool, ουσιαστικά συστήνοντάς τον στο ελληνικό κοινό. Παράλληλα έχει παρουσιάσει videoart performances σε Ελλάδα, Κύπρο, Αγγλία και Βερολίνο. Με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του μυθιστορήματος με τίτλο «Ελαττωματικό Αγόρι» από τις εκδόσεις Εστία, ένα βιβλίο για τις περιπέτειες ενός παιδιού δημοτικού σε μια επαρχιακή, φοβική πόλη της Ελλάδας, που έχει βρεθεί ήδη στα ευπώλητα ενώ η πρώτη του έκδοση εξαντλήθηκε τις δύο πρώτες εβδομάδες κυκλοφορίας, μιλήσαμε μαζί του.

Ποι@ είναι @ SamAlbatros; Γιατί με ψευδώνυμο;
Η αγαπημένη μου ερώτηση την οποία δεν μπορώ ποτέ να απαντήσω. (γέλια) Το παιδάκι του βιβλίου μου γράφει: «Καμιά φορά όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ κλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι ότι είμαι άλλος. Φαντάζομαι πώς ξυπνάω, σε τι σπίτι μένω και ποιους έχω φίλους. Μου αρέσει πολύ όταν δεν είμαι εγώ, όλα είναι πολύ καλύτερα έτσι». Αυτό που θέλω να πω είναι ότι @SamAlbatros δεν είναι ψευδώνυμο, αλλά μια άλλη ταυτότητά μου, ένα ετερώνυμο πλάσμα. Ή τουλάχιστον έτσι ξεκίνησε. Σκέφτομαι κάτι που είχε γράψει ο Walt Odets, ένας κλινικός ψυχολόγος από τις ΗΠΑ: «Δουλεύοντας με queer ανθρώπους για πάνω από τριάντα χρόνια, αυτό που με στενοχωρεί πιο πολύ είναι η εξής τραγωδία: όταν ήταν παιδιά, τους δόθηκε ένα βιβλίο με περιορισμούς για όλα όσα δεν πρέπει να κάνουν και να είναι, αντί να τους δοθεί ένα βιβλίο με όλες τις εκδοχές των υπέροχων πλασμάτων που θα μπορούσαν να γίνουν». Νομίζω ότι αυτό είναι αντιπροσωπευτικό για πολλά queer άτομα που έχουν μεγαλώσει σε ένα φοβικό περιβάλλον, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και εκτός. Και μ’ αυτό υπόψη αισθάνονται τον εαυτό τους να ασφυκτιά στα καλούπια που δεν μπορούν χωρέσουν. Και όση απόσταση και αν υπάρχει με το τότε, αυτά τα καλούπια τους στοιχειώνουν. Για αυτούς, όπως και για μένα, η δημιουργία μιας άλλης ταυτότητας σου δίνει την ευκαιρία να επαναπροσδιοριστείς από το μηδέν και για μένα ήταν σημαντικό αυτό: να γίνω ένας λευκός καμβάς και να μπορώ να εξερευνήσω τα πάντα από την αρχή. Αφήνοντας πίσω την ταυτότητά μας που έχει συνδεθεί με τόση κατακραυγή και είναι συνυφασμένη με όλα εκείνα που μας έλεγαν να γίνουμε.

Γιατί αποφάσισες να γράψεις το «Ελαττωματικό αγόρι»; Είχες την ανάγκη να πεις πράγματα (προσωπικά;), να ικανοποιήσεις αναγνωστικά το κοινό που είχες δημιουργήσει;
Πολλοί θεωρούν ότι το βιβλίο είναι αυτοβιογραφία, ίσως λόγω του εξωφύλλου. Για αυτό και η εκδότριά μου ήθελε να υπάρχει κάτω από τον τίτλο η λέξη «μυθιστόρημα» και πολύ σωστά με συμβούλεψε. Έφτιαξα αυτόν τον φανταστικό χαρακτήρα για να μπορώ να πω την αλήθεια μέσω της τέχνης. Αν ο Sam Albatros είναι υπαρκτό πρόσωπο, τότε το βιβλίο είναι μια αυτοβιογραφία. Βλέπω τη γραφή σαν μια μορφή drag, όπου ξεκινάς από κάτι πραγματικό και έπειτα το στολίζεις, το στολίζεις, το στολίζεις, μέχρι που καταλήγεις σε τέχνη, όχι στην πραγματικότητα. Έτσι, όταν με ρωτάνε αν το βιβλίο είναι «πραγματικό» και αν όντως έχουν συμβεί έτσι τα πράγματα, αισθάνομαι σαν να ρωτάνε μια φουλ βαμμένη drag queen εάν αυτό είναι το πραγματικό της πρόσωπο.

Εσύ λοιπόν πώς κατέληξες να χτίσεις αυτόν τον χαρακτήρα και να τον ντύσεις με αυτά τα βιώματα;
Υπάρχουν πολλές αναγνώσεις και απαντήσεις σε αυτό. Το βιβλίο περιγράφει τις περιπέτειες ενός queer παιδιού που μεγαλώνει σε φοβική επαρχία της Ελλάδας. Πολλά στεγανά της ελληνικής κοινωνίας συνεχίζουν να διαιωνίζονται απλά επειδή πολλοί ενήλικες συνήθισαν να ζουν μέσα σε αυτά. Ως απάντηση σε αυτόν τον τρόπο ύπαρξης, σκοπός του βιβλίου είναι να επιστρέψουμε σε εκείνον τον τρόπο σκέψης των παιδιών που συνεχώς ρωτάνε γιατί και αμφισβητούν τους περιορισμούς που επιβάλλει η κοινωνία. Όλους εκείνους τους ανυπόστατους κανόνες ως προς το πώς πρέπει να είναι ένα κορίτσι, πώς πρέπει να είναι ένα αγόρι, ποιους μπορούμε να αγαπάμε, που διχάζουν ακόμα τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, είναι που ήθελα να καυτηριάσω.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπήρχε μια ανάγκη να γραφτεί ένα βιβλίο όπου δεν υπάρχει αυτή η φιγούρα του queer ατόμου το οποίο στο τέλος θα αυτοκτονήσει/ θα δολοφονηθεί/ θα είναι δυστυχισμένο. Κάτι το οποίο, εμείς οι millennials στην Ελλάδα ζήσαμε πολύ έντονα. Θυμάμαι για παράδειγμα ταινίες όπως το «Μυστικό του Brokeback Mountain», όπου δολοφονούνται στο τέλος οι πρωταγωνιστές, ή ελληνικές ταινίες όπως το «Γαλάζιο φόρεμα» ή «Από την άκρη της πόλης», όπου οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις ως προς το φύλο και τη σεξουαλικότητα κατέληγαν σε αυτοκτονίες ή σε θάνατο εν γένει. Με αυτές τις ταινίες μεγάλωσα, όπου πραγματικά δεν υπήρχε ελπίδα. Καθόλου χιούμορ να ελαφρύνει τη βαρύτητα. Και όταν υπήρχε χιούμορ (π.χ. στην τηλεόραση), πάντα τα queer άτομα ήταν “the butt of the jokes”.
Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι ένα βιβλίο που δείχνει πως χαρούμενα, πολύχρωμα παιδάκια μπορούν να γίνουν δυστυχισμένα, αλλά δεν τα σκοτώνει αυτό στο τέλος. Υπάρχει ελπίδα ή ενδεχομένως μια αβεβαιότητα ως προς το τι θα γίνει. Δεν ήθελα να κλείσω το βιβλίο με κάτι υπερβολικά χαρούμενο ή αισιόδοξο ή λυπηρό, αλλά με κάτι ρεαλιστικό. Όταν ρωτάει στο τέλος του βιβλίου το παιδάκι πότε θα γίνουν όλα αυτά τα ωραία που περιγράφει η δασκάλα του, η απάντηση είναι «σε λίγο». «Σε λίγο» μπορεί να σημαίνει αύριο ή ποτέ. Είναι το πιο ελπιδοφόρο και συνάμα το πιο σκληρό πράγμα του κόσμου αυτή η αναμονή.
Μια άλλη ανάγνωση του βιβλίου θα μπορούσε να είναι το εξής: ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που γράφτηκε από έναν μεγάλο ο οποίος κάνει το παιδάκι, ο οποίος προσπαθεί να επανοικειοποιθεί το παρελθόν, ότι όλο το βιβλίο είναι ένα σκοτεινό παραμύθι επανοικειοποίησης του παρελθόντος. Κι αυτό γιατί ίσως πολλά από τα πράγματα που λέει ο πρωταγωνιστής  ενδεχομένως να μην τα έλεγε τότε, σε εκείνη την ηλικία. Αν σε κάποιο παράλληλο σύμπαν έπρεπε να τα ζήσει από την αρχή όλα αυτά τα τραυματικά γεγονότα, θα τα αντιμετώπιζε με περισσότερο χιούμορ, όπως το παιδάκι του βιβλίου.

Με εντυπωσίασε πολύ ο τρόπος που χειρίζεσαι το αφηγηματικό τρικ: γράφεις το βιβλίο, σαν να το έγραφε ένα παιδί. Το εγχείρημα αυτό οδηγεί και υπηρετεί πλήρως την αφήγησή σου, ενώ παράλληλα βοηθά να τεκμηριωθεί αφηγηματικά ο μικρός πρωταγωνιστής, όχι μόνο ψυχικά αλλά και γλωσσικά…
Θεωρώ το βιβλίο ρευστό σε πολλά σημεία: ως προς το αν αυτός που γράφει το βιβλίο είναι όντως παιδί ή ένας ενήλικας που προσπαθεί να γράψει σαν παιδί, καθώς η εκφορά λόγου ίσως να είναι πιο ώριμη σε σημεία. Ρευστότητα ως προς το αν το βιβλίο είναι χιουμοριστικό ή δραματικό, αυτοβιογραφικό ή όχι. Μου αρέσει η ανάγνωση ότι ο αφηγητής είναι ένας ενήλικας που προσπαθεί να αφηγηθεί το παρελθόν με τρόπο χιουμοριστικό, ώστε να το κάνει λιγότερο τραυματικό. Αυτό παραπέμπει σε ψυχοθεραπευτικές μεθόδους, όπου κλινικοί ψυχολόγοι ζητούν από τους ασθενείς με PTSD (Post Traumatic Stress Disorder= Διαταραχή μετατραυματικού στρες) να σκεφτούν πάλι τα τραυματικά γεγονότα που έζησαν και να τους δώσουν ένα διαφορετικό τέλος ή να τα «κόψουν» πριν το τέλος, πριν συμβεί το κακό ή να τα αντιμετωπίσουν με χιούμορ, μετριάζοντας με αυτόν τον τρόπο το τραύμα. Αυτό που ξέρουμε από τη νευροεπιστήμη είναι ότι ένα περιστατικό που συνέβη π.χ. πριν δέκα χρόνια και εσύ το ανακαλείς στη μνήμη σου, δεν ανακαλείς το ίδιο το περιστατικό, αλλά την τελευταία σου ανάμνηση από αυτό π.χ. το πώς το θυμήθηκες πριν μια εβδομάδα όταν το σκεφτόσουν. Έτσι λοιπόν κάθε φορά που το ανακαλείς, το «ξαναγράφεις» στο μυαλό σου. 

Τι μπορεί να αλλάξει η queer ποίηση και λογοτεχνία;
Τίποτα. Η λογοτεχνία δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει κάτι. Ο κόσμος είναι αυτός που αλλάζει την λογοτεχνία. Ό,τι ήταν να αλλάξει, έχει αλλάξει ήδη, από τους ακτιβιστές, από τις μικρές και μεγάλες καθημερινές μάχες που δίνουν queer άτομα. Η λογοτεχνία απλά ακολουθεί (“κ' οι Σάντσοι ακολουθάνε”, που λέει και το ποίημα που είχαμε κάνει στο λύκειο). Η λογοτεχνία βάζει απλά μια σφραγίδα, με την έννοια του ότι όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, τα βλέπουμε και στα βιβλία. Ενδεχομένως και εγώ αν δεν είχα την ηλεκτρονική υποστήριξη στα κοινωνικά δίκτυα, να μην μπορούσα να γράψω όσα γράφω και να ήμουν εγκλωβισμένος στο κυρίαρχο -ακόμα και σήμερα- mentalité ότι οτιδήποτε έχει πολιτική διάσταση είναι για τα σκουπίδια ενώ θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η υψηλή τέχνη (δηλαδή η ουδέτερη, όμως δεν υπάρχει ουδέτερο, αλλά ο αποκλεισμός οποιασδήποτε φωνής που δεν έχει το status quo). 

Τι διαβάζεις αυτήν την περίοδο;
Διαβάζω το «Crush» του Richard Siken, ένα βιβλίο half-εξαιρετική ποίηση και half-ψυχοθεραπεία, που περιγράφει τον έρωτα με τον πιο ρομαντικό και πιο τραυματικό τρόπο, βιβλίο που μεταφράζω και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πόλις. Το διαβάζω ξανά και ξανά και είναι ο τωρινός μου ποιητικός έρωτας και θρησκευτικό βιβλίο. Αυτό που με έχει μαγέψει στην ποίηση του Siken είναι πως ο λόγος του έχει ενδιαφέρον ποιητικά χωρίς να είναι υπερβολικά κλειστός και χωρίς να σε κάνει να αναρωτιέσαι διαρκώς «τι θέλει να πει ο ποιητής;».

Παράλληλα διαβάζω το βιβλίο «Trick Mirror: Reflections on Self-Delusion», της Jia Tollentino, η οποία είναι τακτική συνεργάτιδα του περιοδικού New Yorker και πραγματικά είναι ένα βιβλίο που πρέπει να εκδοθεί και στα ελληνικά. Μέσα από διάφορα δοκίμια, περιγράφει τη συναρπαστική ιστορία του ίντερνετ, του Facebook, των scams της γενιάς μας, του τι σημαίνει να είσαι millennial γυναίκα. Και επ’ αφορμής αυτού θέλω να πω πως λείπουν τέτοια βιβλία από την ελληνική εκδοτική κίνηση. Πιστεύω ότι τέτοια βιβλία θα προσεγγίσουν πραγματικά νεανικό κοινό και θα το μετατρέψουν σε αυτό που αποκαλούμε «αναγνώστες». Πρέπει ίσως να αναθεωρήσουν και οι εκδοτικοί οίκοι τα κριτήρια με τα οποία διαλέγουν τα βιβλία που θα εκδώσουν: να μην είναι καθαρά εμπορικά αλλά να ενδιαφέρονται και να εμπνεύσουν το κοινό νεότερης ηλικίας, να μην διστάζουν να πάρουν περισσότερα ρίσκα. 

Θεωρείς ότι οι σημερινοί Έλληνες στερούμαστε κοσμοπολιτισμού και μιας ολιστικής αντίληψης για τον κόσμο και τα πράγματα;
Νομίζω η Ελλάδα στηρίζεται τόσο πολύ στον αρχαίο της πολιτισμό που δεν αφήνει χώρο για τον σύγχρονο. Απόδειξη το ότι δεν εξάγουμε σύγχρονο πολιτισμό, με ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις. Ένα μεγάλο κομμάτι της ταυτότητάς μας είναι το παρελθόν και αυτό μας οδηγεί να χτίσουμε ως Έλληνες ένα αισθητικό κριτήριο με βάση το οποίο, αν ο άλλος δεν έχει πεθάνει πριν δύο χιλιάδες χρόνια, δεν είναι σημαντικός! Μέσα από αυτήν την διαδικασία είναι πολύ εύκολο να υποτιμούνται νέες ιδέες και νέοι άνθρωποι. Αν η κοινωνία δεν σου έχει μάθει να κρίνεις και να αξιολογείς κάτι καινούριο -ακριβώς επειδή δεν παράγει καινούρια πράγματα και επειδή σε έχει προσκολλήσει μυωπικά στο αρχαίο παρελθόν της-, οτιδήποτε άλλο θα το θεωρήσεις αναγκαστικά φθηνό και υποδεέστερο. Και αυτή η αντίληψη φαίνεται σε ένα σημαντικό μέρος στον κόσμο του βιβλίου. Ο χώρος της τέχνης είναι ευτυχώς πιο ανοιχτόμυαλος, έτσι όπως τον έχω βιώσει.