- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Προδημοσίευση - «Χιονοστιβάδα» της Ruth Ware: Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στις 17/11 από τις εκδ. Κλειδάριθμος.
Ένα πολυτελές σαλέ
Μια ανεπανάληπτη ευκαιρία
Μέχρι που οι φιλοξενούμενοι αρχίζουν να εξαφανίζονται…
Το πολυτελές χιονοδρομικό θέρετρο του Σαν Αντουάν βρίσκεται εν μέσω χιονοθύελλας. Εκεί έχουν συγκεντρωθεί οι μέτοχοι και οι διευθυντές του Snoop, της πιο δημοφιλούς μουσικής εφαρμογής, για μία εβδομάδα εταιρικών διακοπών στη διάρκεια της οποίας θα καθοριστεί το μέλλον της εταιρείας. Το διακύβευμα είναι η πιθανή εξαγορά της εταιρείας έναντι ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, που θα μπορούσε να τους μετατρέψει όλους σε εκατομμυριούχους –ή να αφήσει κάποιους στα κρύα του λουτρού.
Ο χρόνος για την επίτευξη της συμφωνίας λιγοστεύει και, με την ομάδα χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα, οι εντάσεις αυξάνονται. Όταν μια χιονοστιβάδα αποκλείει το σαλέ από τον έξω κόσμο και μία μέτοχος αγνοείται στα χιόνια, οι υπόλοιποι υποχρεώνονται να αναρωτηθούν: θα μπορούσε κάποιος να καταφύγει στον φόνο για να πετύχει τον σκοπό του;
Το νέο βιβιλίο της Ruth Ware με τίτλο «Χιονοστιβάδα» αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 17 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, σε μετάφραση του Αντώνη Καλοκύρη.
Διαβάστε ένα απόσπασμα από τη «Χιονοστιβάδα» της Ruth Ware
Η καμπίνα καλύπτει γλιστρώντας το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής, επιβραδύνει δραματικά όταν μπαίνει στο κουβούκλιο του σταθμού και η μικρή μας ομάδα προχωράει και αρχίζουμε να μπαίνουμε μόλις γλιστράνε στο πλάι οι πόρτες από πλεξιγκλάς. Υπάρχουν τέσσερις θέσεις στο εσωτερικό κάθε καμπίνας και, ενώ από μέσα μου μετράω, βλέπω να μπαίνουν ο Τόφερ, ο Ρικ και η Μιράντα –και μετά είναι η σειρά μου. Η καμπίνα έχει φτάσει σχεδόν στην μπάρα και οι πόρτες θα αρχίσουν να κλείνουν, όμως το τολμάω, προχωρώντας προς τα εκεί, με τις μπότες μου να σέρνονται στο λαστιχένιο δάπεδο. Χώνω βιαστικά τα πέδιλά μου στις εξωτερικές θήκες, με τις δέστρες να μπερδεύονται με το σνόουμπορντ του Τόφερ –και οι πόρτες αρχίζουν να κλείνουν.
«Γρήγορα, Λιζ!» φωνάζει ενθαρρυντικά η Μιράντα και ορμάω από το άνοιγμα και κάθομαι ασθμαίνοντας, ενώ οι πόρτες γλιστρούν και κλείνουν και η καμπίνα αρχίζει την άνοδό της στο βουνό. Ναι. Τα κατάφερα. Πέρασα το πρώτο εμπόδιο.
Στριμώχνομαι δίπλα στη Μιράντα, πιέζοντας το ογκώδες μπουφάν μου στο στενό χώρισμα, κι εκείνη γελάει.
«Λιζ, πόσα ρούχα φοράς; Θυμίζεις το ανθρωπάκι της Michelin.»
Ο Τόφερ χαμογελάει.
«Μιράντα, μην το κοροϊδεύεις. Η Λιζ ίσως γελάσει τελευταία όταν φτάσουμε στην κορυφή.»
Κάνει ένα νεύμα προς το παράθυρο και συνειδητοποιώ πως έχει δίκιο. Καθώς η καμπίνα ανεβαίνει, νιώθεις κυριολεκτικά το κρύο να εντείνεται. Η υγρασία στο εσωτερικό αρχίζει να σχηματίζει σταγόνες, που στη συνέχεια κρυσταλλώνουν, δημιουργώντας πανέμορφα παγωμένα λουλούδια καθώς η καμπίνα ανεβαίνει και ανεβαίνει μέχρι τον ενδιάμεσο σταθμό, όπου οι πόρτες γλιστράνε στο πλάι δελεαστικά, όμως όλοι μένουν στη θέση τους.
Ξεκινά και πάλι, και ανεβαίνει, πέρα από τις κορυφές των δέντρων, ψηλά, ψηλά, στα σύννεφα. Νιώθω τη μικρή καμπίνα να λικνίζεται εξαιτίας του αέρα, τη νιώθω να κουνιέται στο σύρμα της, και ξαφνικά αισθάνομαι ένα ρίγος φόβου για ό,τι μας περιμένει στην κορυφή. Θεέ μου, σκοπεύω όντως να το κάνω; Μπορώ να τα καταφέρω;
Ξαφνικά δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Νιώθω το στομάχι μου να ανακατεύεται και να σφίγγεται. Πρώτη φορά στη ζωή μου τρομάζω τόσο για κάτι που θα κάνω. Όμως πρέπει να φτάσω ως το τέλος. Πρέπει.
Κι έπειτα οι πόρτες γλιστρούν στο πλάι και βγαίνουμε παραπατώντας στο κρύο, που είναι τόσο έντονο ώστε διαπερνά όλα τα στρώματα των ρούχων μου, ακόμα και μέσα στο σχετικά προστατευμένο καταφύγιο του σταθμού.
Φοράμε τα πέδιλά μας και γλιστράμε εκτός –στο λευκό, άγριο τοπίο.
Χιονίζει –έντονα. Ο άνεμος είναι σφοδρός και μανιασμένος, σπρώχνοντας το χιόνι στα μάτια και στις μύτες μας, και όλοι μας σπεύδουμε να κατεβάσουμε τα γυαλιά και να ανεβάσουμε τα κασκόλ μας. Εξαιτίας αυτού και του σύννεφου που έχει κατέβει και στεφανώνει το βουνό, η ορατότητα δεν έχει σχέση με τα ατελείωτα χιλιόμετρα που υπόσχονταν τα φυλλάδια, αλλά περιορίζεται σε λίγα μέτρα.
Ξεκινάω με μια ώθηση, παραπαίοντας καθώς απομακρύνω με τα μονοκόμματα γάντια τον πάγο από τα γυαλιά μου. Μπροστά υπάρχει μια πινακίδα καλυμμένη με χιόνι, που κάποτε ίσως αποτελούνταν από δύο βέλη, όμως τώρα είναι ένας άμορφος σωρός από χιόνι. Αριστερά υπάρχει ένα δίχτυ σαν φιλές του τένις, που εμποδίζει την πρόσβαση. Όταν πια το βλέπω, γλιστράω προς τα εκεί.
«Βοήθεια!» φωνάζω. Οι υπόλοιποι δεν μπορούν να κάνουν κάτι και εποστρακίζομαι στο δίχτυ, νιώθοντας την ελαστικότητά του να με συγκρατεί από τη μέση. Για μια στιγμή κλυδωνίζομαι, με τα μπαστούνια μου να ανεμίζουν, κι αμέσως μετά πέφτω άχαρα στο έδαφος, με τα πέδιλά μου να προσγειώνονται με κρότο.
Ο Ρικ γλιστράει προς το μέρος μου γελώντας και με βοηθάει να σηκωθώ.
«Τυχερή ήσουν», φωνάζει στο αυτί μου, δυνατότερα από το ουρλιαχτό του ανέμου, και δείχνει τη βομβαρδισμένη από χιόνι πινακίδα piste fermée15 που είναι στερεωμένη στο δίχτυ. «Αυτή είναι η Λα Σορσιέρ. Αν δεν είχαν κλείσει την πίστα, θα έκανες σκι στην πρώτη σου μαύρη. Ή κάτι χειρότερο.»
Έχει δίκιο. Πέρα από το δίχτυ ξεκινάει μια απότομη διαδρομή, που κατηφορίζει σχεδόν κάθετα. Σε κάποιο σημείο υπάρχει μια στροφή που φέρνει έναν γύρο το βουνό, και πέρα από την άκρη της στροφής… τίποτα. Αν πεταγόμουν με ταχύτητα από την άκρη, δεν θα μπορούσε να με βοηθήσει κανείς. Θα τσακιζόμουν στην κοιλάδα, τριακόσια μέτρα πιο κάτω, πριν προλάβει να με σταματήσει κάποιος. Η εικόνα μιας τέτοιας πτώσης προξενεί αναταραχή στο στομάχι μου καθώς σκέφτομαι τι ετοιμάζομαι να κάνω.
Παραείμαι ξέπνοη για να απαντήσω, όμως τον αφήνω να με σηκώσει και να με οδηγήσει στους υπόλοιπους, που έχουν σχηματίσει έναν μικρό κύκλο στην αφετηρία της μπλε πίστας.
«Έκλεισαν τη Λα Σορσιέρ», φωνάζει ο Ρικ στον Τόφερ, που κατανεύει πικρόχολα.
«Το είδα. Οι χέστηδες.»
«Να περιμένουμε;» ακούω τη Μιράντα να φωνάζει. Η φωνή της μόλις που ακούγεται μέσα στο ουρλιαχτό της θύελλας. «Κάνει και γαμώ τα κρύα!»
«Νομίζω ότι αυτό πρέπει να κάνουμε», λέει ο Ρικ. «Δεν γίνεται να ξεκινήσουμε χωρίς την Άνι και τον Καρλ, δεν είναι τόσο έμπειροι.»
«Ας τους αναλάβουν οι υπόλοιποι», γκρινιάζει ο Τόφερ, όμως ο Ρικ κουνάει αρνητικά το κεφάλι.
«Τι θα γίνει αν ανέβουν χωριστά και προσπαθήσουν να μας ακολουθήσουν; Κοίτα.» Δείχνει πιο κάτω στο βουνό, όπου μια καμπίνα προβάλλει από τα σύννεφα, με μία φιγούρα στο εσωτερικό ή έστω δύο καθισμένες κολλητά. Είναι αδύνατον να διακρίνεις από τόσο μακριά. Ίσως δεν είναι καν κάποιος δικός μας. Είναι τόσο μακριά, που η φιγούρα δείχνει παράλογα μικρή.
Τρέμω. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Δεν μπορώ να το κάνω. Όμως πρέπει. Ίσως είναι η τελευταία μου ευκαιρία –πρέπει να πω κάτι. Τώρα. Τώρα.
«Δεν μπορώ να το κάνω», κατορθώνω να πω. Ο Τόφερ με κοιτάζει, σαν να ξαφνιάζεται που μίλησα.
«Τι είπες;»
«Δεν μπορώ να το κάνω», λέω πιο δυνατά. Αναπνέω γρήγορα και η φωνή μου ακούγεται ψιλή και τσιριχτή, με μια χροιά φόβου που δύσκολα κρύβεται. Οι σφυγμοί μου έχουν τρελαθεί. «Δεν μπορώ. Απλώς δεν μπορώ. Δεν θα κάνω σκι μέχρι κάτω. Δεν μπορώ, Τόφερ.»
«Και πώς σκοπεύεις να κατέβεις;» λέει σαρκαστικά ο Τόφερ. «Με έλκηθρο;»
«Όπα, όπα.» Ο Ρικ προσπαθούσε να συμβουλευτεί το κινητό του και εκείνη τη στιγμή σηκώνει τα μάτια. «Τι τρέχει εδώ πέρα;»
«Δεν μπορώ να το κάνω», λέω απελπισμένα, λες και… λες και, αν συνέχιζα να επαναλαμβάνω τη φράση, θα λύνονταν όλα μου τα προβλήματα. Ίσως και να συμβεί. Ίσως όλα να πάνε καλά. «Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να κάνω σκι με τέτοιες συνθήκες. Θα πεθάνω, το ξέρω. Δεν μπορείτε να με υποχρεώσετε.»
«Λιζ, όλα θα πάνε καλά.» Ο Ρικ ακουμπάει το χέρι του στο μπράτσο μου. «Θα σε φροντίσω, το υπόσχομαι. Κοίτα, αν θέλεις, μπορείς να κατέβεις μέχρι κάτω σε θέση Λ, θα σε καθοδηγώ, μπορείς να κρατάς τα μπαστούνια μου.»
«Δεν. Μπορώ. Να. Το. Κάνω», επαναλαμβάνω πεισματικά. Αν συνεχίσω να επαναλαμβάνω αυτό το μάντρα, όλα θα πάνε καλά. Δεν μπορούν να με υποχρεώσουν να κατέβω μαζί τους. Ξέρω τον Τόφερ. Δεν είναι υπομονετικός. Σύντομα θα τσαντιστεί από την προσπάθεια να με πείσει και θα τα παρατήσει.
«Γαμώτο», λέει ενοχλημένα ο Τόφερ. Σκουπίζει το χιόνι από τα γυαλιά του και κοιτάζει τον Ρικ. «Και τώρα;»
«Λιζ…» αρχίζει να λέει ο Ρικ και νιώθω εκείνο το σκληρό πράγμα να ανεβαίνει στον λαιμό μου, να με πνίγει, όπως συνέβη και στη συνάντηση. Η καμπίνα με τη μοναχική φιγούρα φτάνει στον σταθμό. Νομίζω ότι θα ξεράσω. Ή τώρα ή ποτέ.
«Δεν μπορώ να το κάνω!» ουρλιάζω και ξαφνικά, από το πουθενά, βάζω τα κλάματα. Ο ήχος με ξαφνιάζει –έντονοι, βίαιοι λυγμοί, που με κάνουν να τραντάζομαι. Σηκώνω τα προστατευτικά γυαλιά και τρίβω τα μάτια μου με τα παγωμένα γάντια, και ο άνεμος είναι τόσο παγωμένος ώστε νιώθω τα δάκρυα που κυλούν στη μύτη μου να παγώνουν πριν φτάσουν στην άκρη. Σκουπίζω τις παγωμένες σταγόνες και τις νιώθω να τρίζουν στο δέρμα μου. «Δεν μπορώ να το κάνω, ρε γαμώτο!»
«Εντάξει, εντάξει!» σπεύδει να πει ο Ρικ. «Λιζ, μην πανικοβάλλεσαι, όλα καλά. Κοίτα, θα το κανονίσουμε.»
Πίσω μας ακούγεται κάτι να γλιστράει και όταν γυρίζουμε βλέπουμε μια φιγούρα να κατηφορίζει προς το μέρος μας κάνοντας σκι. Είναι ο Ίνιγκο, με το πράσινο μπουφάν του ευδιάκριτο, παρόλο που φοράει τα γυαλιά και έχει σηκώσει το κασκόλ. Πίσω του, η Τάιγκερ έχει συρθεί μέχρι το ανάχωμα ακριβώς έξω από τον σταθμό. Κάθεται στο χιόνι και ασφαλίζει τις δέστρες του σνόουμπορντ.
«Πάω πίσω», λέω, καταπίνοντας τους λυγμούς μου. Δείχνω πιο κάτω στο βουνό, όπου η άδεια καμπίνα με την οποία ανέβηκε ο Ίνιγκο επιστρέφει στην κοιλάδα. «Θα μιλήσω στον υπάλληλο του αναβατήρα, θα του πω να με αφήσει να μπω. Θα εξηγήσω ότι δεν μπορώ να το κάνω, ότι έκανα λάθος.»
«Λιζ, είναι γελοίο, ρε γαμώτο», ξεσπάει ο Τόφερ.
«Τι τρέχει;» Η φωνή του Ίνιγκο πνίγεται από το κασκόλ του και είναι ελάχιστα αναγνωρίσιμη.
«Η Λιζ», λέει θυμωμένα ο Τόφερ. «Την έπιασε κάτι σαν υπαρξιακή κρίση.»
Κι όμως, όχι. Πλέον είμαι ψύχραιμη. Άλλη μία καμπίνα ανεβαίνει στο βουνό, με άλλη μία φιγούρα στο εσωτερικό. Μπορώ να το κάνω.
Ξέρω τι χρειάζεται να κάνω και κανείς δεν μπορεί να με σταματήσει. Αρχίζω να κατηφορίζω με πλάγια βήματα.
«Λιζ», φωνάζει ο Ρικ, «είσαι σίγουρη;»
«Ναι», φωνάζω με τη σειρά μου, παρότι δεν είμαι σίγουρη αν μπορούν να με ακούσουν εξαιτίας του ανέμου. «Απόλυτα σίγουρη. Θα τα πούμε στο σαλέ.»
Και αφού μπαίνω στο κτίριο του σταθμού και οι πόρτες της καμπίνας γλιστράνε στο πλάι, με κυριεύει μια αίσθηση ηρεμίας. Ξέρω τι πρέπει να κάνω και όλα θα πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά.
Ποια είναι η Ruth Ware
Η Ruth Ware είναι συγγραφέας αστυνομικών best seller. Τα 5 προηγούμενα θρίλερ της, Βαθιά στο σκοτεινό δάσος, Η γυναίκα στην καμπίνα 10, Το παιχνίδι των ψεμάτων, Ο θάνατος της κυρίας Γουέσταγουεϊ και Το κλειδί (Εκδόσεις Κλειδάριθμος), είχαν μεγάλη επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες. Η Ρουθ ζει κοντά στο Μπράιτον με την οικογένειά της. Μπορείτε να μάθετε περισσότερα γι' αυτή στο www.ruthware.com