Βιβλιο

«Νοσταλγία» στο Βουκουρέστι του Μιρτσέα Καρταρέσκου

Οτιδήποτε είδος γραπτού λόγου που έχει να κάνει με πιτσιρίκια με αφήνουν αδιάφορο. Πώς έγινε λοιπόν να διαβάσω με απόλαυση τις νουβέλες του Ρουμάνου Μιρτσέα Καρταρέσκου;

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 801
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Νοσταλγία» του Μιρτσέα Καρταρέσκου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Οτιδήποτε είδος γραπτού λόγου που έχει να κάνει με πιτσιρίκια (από διαφημίσεις δημητριακών έως δοκίμια φροϊδικά περί παιδικών τραυμάτων, αλλά και από ποίηση έως πεζογραφία) με αφήνουν ολοσχερώς αδιάφορο. Δεν αναφέρομαι στα παραμύθια με παιδιά, αυτά τα βρίσκω ενίοτε συγκλονιστικά. Από την καθαρόαιμη λογοτεχνία ομολογώ ότι διαβάζω ξανά και ξανά κατά καιρούς το μυθιστόρημα του Φουρνιέ «Ο μεγάλος Μωλν», αλλά ακόμη κι εδώ ο ήρωας έχει περάσει στην εφηβεία.

Πώς έγινε λοιπόν να διαβάσω με απόλαυση τις νουβέλες του Ρουμάνου Μιρτσέα Καρταρέσκου όταν ο συγγραφέας ξετυλίγει ανερυθρίαστα μπροστά στα μάτια μας τα καμώματα, τα παιχνίδια, τα έργα και τις ημέρες κοντολογίς μιας δράκας παιδιών αμφοτέρων φύλων που στήνουν τη δική τους παράσταση της ζωής στους δρόμους ενός μεταπολεμικού Βουκουρεστίου;
Προφανώς επειδή πρόκειται περί σπουδαίου συγγραφέα.
Ή ίσως επειδή έχω κι εγώ βρεθεί στο Βουκουρέστι μιας άλλης εποχής, εκείνης του κομμουνιστή δικτάτορα Τσαουσέσκου. Τότε που οι καμαριέρες στα ξενοδοχεία μας προκαλούσαν ξεκουμπώνοντας το πάνω κουμπί της στολής τους δίνοντας έτσι υποσχέσεις λευκής σάρκας με αντάλλαγμα ένα τζιν παντελόνι. Μου άρεσε πολύ το Βουκουρέστι, ίσως επειδή ήταν ένα κράμα μεγάρων κλασικής αρχιτεκτονικής με πολυκατοικίες  ανατολικού μπλοκ για να στεγαστούν οι μη κατέχοντες που θα δούλευαν έως εξοντώσεως για να έχουν το δικαίωμα να σταθούν μπροστά σε μια ουρά ώστε να έχουν ίσως την τύχη να αποκτήσουν ένα σακί πατάτες ή ένα αντιανεμικό μπουφάν.

Καθώς είμαι βίγκαν στο θέμα εμπόριο λευκής σαρκός, δεν δοκίμασα το ακμάζον εμπόριο του ανταλλακτικού σεξ. Πέρασα ωστόσο μια εξαίσια νύχτα σε κάποιο υπόγειο κελάρι όπου μια εύθυμη δράκα τσιγγάνων έπαιζε επί ώρες μια διονυσιακή μουσική που έσπρωχνε στα άκρα τις χορευτικές μας δεινότητες. Φυσικά επισκέφτηκα το χωριό του Βλαντ Τσέπες (γνωστού και ως Δράκουλα) αλλά και τον πύργο του στον οποίο αναφέρεται το μυθιστόρημα του Μπραμ Στόουκερ – όπως ισχυρίζονται τα ταξιδιωτικά γραφεία τουλάχιστον.

Τα θυμάμαι με νοσταλγία όλα αυτά, όπως «Νοσταλγία» τιτλοφορείται το βιβλίο του Καρταρέσκου που διάβασα πρόσφατα. Οφείλω εδώ να συγχαρώ τον μεταφραστή Βίκτωρα Ιβάνοβιτς αλλά και τον Καστανιώτη που μας τροφοδοτεί τόσα χρόνια με εξαιρετικά βιβλία.

Στο βιβλίο του Καρταρέσκου περιλαμβάνονται πέντε νουβέλες. Η κάθε μία έχει το δικό της ύφος, το δικό της θέμα, τη δική της γεύση. Μάλιστα, μία από αυτές ξεπερνάει τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα (κι αυτό το γράφω με πόνο ψυχής επειδή αγαπώ τον Κάφκα, υπήρξε ο πρώτος μου δάσκαλος στη συγγραφή κι όποτε πηγαίνω στην Πράγα επισκέπτομαι τον τάφο του στο νέο εβραϊκό κοιμητήρι για να αφήσω στο μνήμα του κάποια μετάφραση βιβλίου του στα ελληνικά). Σε κάποια άλλη ο συγγραφέας βάζει τον ήρωά του να μπαίνει στον ριψοκίνδυνο κόσμο της ρώσικης ρουλέτας. Ακόμη και τα όνειρα που αφηγείται είναι δύσκολο να μην τα παρακολουθήσει ο αναγνώστης κι όλοι γνωρίζουμε πόσο βαρετή είναι κάθε φορά η εξιστόρηση ενός ονείρου (παραδέχεται μάλιστα ο Καρταρέσκου πως «ο συγγραφέας με το κάθε όνειρο που διηγείται χάνει κι έναν αναγνώστη»).

Πάντως με αυτό το βιβλίο του ο συγγραφέας κερδίζει τον αναγνώστη. Κέρδισε σίγουρα εμένα.