- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Νικήτας Κακκαβάς: Photogrey-Ιστορίες σε ευαισθητοποιημένο χαρτί
Στα διηγήματα του Κακαββά η Θεσσαλονίκη αποκαλύπτεται μέσα από τις αθέατες όψεις της
«Photogrey: ιστορίες σε ευαισθητοποιημένο χαρτί και χωρίς καταπιεστική νοοτροπία» (εκδόσεις Ρώμη) (2021) μια συλλογή διηγημάτων του Νικήτα Κακκαβά.
Εδώ και μερικά χρόνια έχω ανακαλύψει τα εμπνευσμένα κείμενα του ταλαντούχου λογοτέχνη και παράλληλα συναδέλφου καρδιολόγου κ. Νικήτα Κακκαβά. Ο Νικήτας Κακκαβάς γεννήθηκε στη Φλώρινα όπου ζεί και εργάζεται σήμερα ως γιατρός, με καταγωγή από το Αμύνταιο και την Αρκαδία.
Η έμφυτη σεμνότητα του Νικήτα Κακκαβά αντιδρά απέναντι στην όποια απόπειρα να του αποδοθεί ο γενικότερος χαρακτηρισμός «λογοτέχνης», όμως ασχολείται με την συγγραφή από τα φοιτητικά του χρόνια στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ. Έχει μολυνθεί λοιπόν με το εξαιρετικά ανθεκτικό μικρόβιο της γραφής «εξ απαλών ονύχων», μάλιστα στη χειρόγραφη αφιέρωση του βιβλίου του σε εμένα γράφει: «έχω δεχθεί και εγώ την πετριά της γραφής και έκτοτε κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, όπως λέει και ο Νιόνιος». Έχει συγγράψει μεταξύ άλλων τα εξής έργα: Συντηρητές Μνήμης-ιστορίες από την ιστορία μιας πολίχνης (εκδόσεις iWrite), Μικρό Ημερολόγιο Καραντίνας (2013), Δυσμενής Μετάθεση-όψεις της επαρχίας στην ελληνική ποίηση (εκδόσεις Πηγή 2018). Το 2016 βραβεύτηκε στην κατηγορία «Διήγημα» στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Μίμης Σουλιώτης που διοργάνωσε το Πρόγραμμα Μεταπυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή».
Στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Photogrey: ιστορίες σε ευαισθητοποιημένο χαρτί και χωρίς καταπιεστική νοοτροπία» (εκδόσεις Ρώμη) (2021) ο Νικήτας Κακκαβάς παρουσιάζει μια συλλογή διηγημάτων. Η έκδοση πλαισιώνεται από τις ιδιαίτερα ατμοσφαιρικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Γιώργου Δημητριάδη. Δεκαέξι μικρές ιστορίες, επί της ουσίας παραλλαγές πάνω στο κυρίαρχο θέμα που είναι η ανθρώπινη μοναξιά και το αδιέξοδον του βίου. Ο συγγραφέας αναφέρει στον σύντομο πρόλογο του τα εξής: «οι ιστορίες αυτές συνέβησαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν δίπλα μας. Στο απέναντι διαμέρισμα. Στο κορίτσι που αδιάφορα προσπέρασες χθες στο φανάρι. Σε εκείνον τον άνδρα που διάβαζε εφημερίδα όρθιος στο αστικό. Ισως μπορέσεις να διακρίνεις και τον εαυτό σου στο κάδρο κάποιου πλάνου. Εντός τους θα βρείς την αλήθεια του παραμυθιού ή, αν προτιμάς, το παραμύθι της καθημερινής αλήθειας...»
Όλες οι ιστορίες του βιβλίου διαδραματίζονται με βιωμένο σκηνικό τους γενέθλιους τόπους του συγγραφέα, το βορειοελλαδίτικο τοπίο με επίκεντρο την πόλη της Θεσσαλονίκης. Συχνά η ατμόσφαιρα των ιστοριών του Κακκαβά με συνδέει με τα υγρά και ομιχλώδη τοπία των ταινιών του αείμνηστου Θόδωρου Αγγελόπουλου ο οποίος, κατά σύμπτωση, γύριζε πολύ συχνά στους ίδιους-βαλκάνιους-τόπους που έχουν εμπνεύσει και τον Νικήτα Κακκαβά, δεν γνωρίζω όμως την σχέση του συγγραφέα με το έργο του Αγγελόπουλου.
Στα διηγήματα του Κακαββά η Θεσσαλονίκη αποκαλύπτεται μέσα από τις αθέατες όψεις της, μέσα από τα σκοτεινά μικροαστικά διαμερίσματα, μέσα στους στρατώνες, πίσω από τα κλειστά παράθυρα. Το «μουσικό» μοτίβο των διηγημάτων του Photogrey ήδη προαναγγέλει το κείμενο του συγγραφέα στην πρώτη ιστορία με τον ομώνυμο τίτλο: «Κάποια βράδυα τριγυρίζω σκιά στο άδειο μου σπίτι. Αφουγκράζομαι την ηχώ της σιωπής, ρεμβάζω για λίγο στο οικείο σκοτάδι, έπειτα ανοίγω το μεταλλικό κουτί με τις φωτογραφίες μου και τραβάω φύλλο. Παγωμένη επιφάνεια Πρέσπα. Μοναχικές πολυκατοικίες κάποιο Πάσχα Μπιζανίου και Αναλήψεως στη Θεσσαλονίκη. Ένας γέρος με δυο ξύλινες πατερίτσες να διασχίζει τη χιονισμένη Ε Μεραρχίας. Ο ψηλός σωληνουργός με τη φόρμα του σκονισμένη από αμίαντο στα κεραμοποιεία Παπαχρήστου. Σκιές από τρία καρφιά σε φρεσκοασβεστωμένο τοίχο, opus 12. Ο αδερφός μου, όμορφος εικοσάχρονος, πάνω σε μια 1000 κυβικών μοτοσυκλέτα. Πορτραίτο 23, ο πατέρας μου βλοσυρός με τα photogrey γυαλιά του, σε λίγο δεν θα υπήρχε παρα μόνον στις φωτογραφίες. Πάσχα Ελλήνων με φόντο μια χιονισμένη ιτιά και υπόκρουση χάλκινη. Αυτοπροσωπογραφία σε τρίγωνο καθρέφτη και πίσω ορυχεία οι πληγές της γης. Τα παιδιά μου, παιδάκια τότε, με αχνιστό φόντο τη διάφανη κουρτίνα σε ένα καλοκαιρινό παράθυρο. Πλέον είμαι νήδυμος νεκρός, στο είπα και πριν, αυτομόλησα από τη ζωή ένα καλοκαίρι στην Αθήνα....».
Η ματιά και η ανάλυση του γιατρού στα δρώμενα της ζωής των ηρώων του καθορίζει-αναπόφευκτα-τον Νικήτα Κακκαβά ως συγγραφέα. Συχνά αυτή η ματιά (του γιατρού) κρατάει την αίσθηση του μέτρου και αναλαμβάνει τον ρόλο ενός υποσυνείδητου μετρονόμου κατά τη διάρκεια της αφήγησης συγκρατώντας έτσι την απόλυτη σύγκρουση μεταξύ φαντασιακού-πραγματικού. Παράλληλα το γράψιμο αποτελεί φάρμακο, ατομική ψυχοθεραπεία και αντίδοτο του «θανατικού» το οποίο κατακλύζει ασφυκτικά την καθημερινότητα μάχιμων γιατρών όπως ο Νικήτας Κακκαβάς.
Ο συγγραφέας συμπάσχει, αντιλαμβάνεται τα αδιέξοδα της ζωής των μοναχικών ηρώων του, τελικά αγαπάει τα πρόσωπα των ιστοριών του και αποδέχεται το ήθος τους χωρίς να τα υποβάλλει στις δοκιμασίες της προτεσταντικής ηθικής. Δεν αποδίδει δηλαδή στους πρωταγωνιστές του δίσημες ηθικές αξίες βλ. καλός-κακός, καθαρός-βρώμικος, άσπρος-μαύρος, αμαρτωλός-αναμάρτητος. Ισως ο Κακκαβάς να αγαπάει τους ήρωες του περισσότερο και από τον (επίσης γιατρό-συγγραφέα) Άντον Τσέχωφ ο οποίος δεν μπορούσε να κρύψει την έντονη απέχθεια που ένοιωθε προς την μιζέρια της επαρχιακής ζωής.
Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του Κακκαβά είναι όλοι εύθραυστα πλάσματα, βιώνουν την καταστροφική επίδραση ενός εξωτερικού κόσμου που απεμπολεί κάθε είδος ευαισθησίας την οποία συνήθως κατανοεί ως αδυναμία. Όπως ο Τάκης ή Τζακ-Ο’ Χάρα, που βιώνει τον ήσυχο θάνατο ενός από χρόνια νεκρού ο οποίος έζησε πάθη με φόβο και με πάθος: «Κεράκι ήταν ο Τάκης, κεράκι στην καταιγίδα, πόσο να κρατιόταν αναμμένο; Τώρα εκεί που πάει δεν φοβάται, δε φοβάται κανείς σε αυτά τα μέρη. Ο Θεός σας ας συγχωρέσει αυτόν και όσους του έκαναν κακό. Κι ας συγχωρέσει και τον εαυτό Του που χτύπησε έτσι ανελέητα έναν αθώο...».
Η γλώσσα του Νικήτα Κακκαβά είναι ζωντανή, γλαφυρή, βαθειά ποιητική και παράλληλα μουσική. Οι ιστορίες του είναι ευανάγνωστες. Ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθεί την αφήγηση με μιαν ανάσα. Οι σύντομες αυτές ιστορίες αφενός αναδεικνύουν την επιφάνεια των δεδομένων-τον φαινοτυπικό δηλαδή χαρακτήρα των ηρώων του-αφετέρου προχωρούν βαθεία στον πυρήνα της ύπαρξης τους. Τα διηγήματα του Νικήτα Κακκαβά νομίζω ότι δοξάζουν την κατηγορία του μίνιμαλ ενώ θεωρώ ότι άνετα μπορούν να ενταχθούν στα λαμπερά έργα της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης ηθογραφίας-ψυχογραφίας.