Βιβλιο

Ένας μεσημεριανός καφές με την Όλγα Μπακομάρου

Μια συνάντηση με τη μεγάλη κυρία της ελληνικής δημοσιογραφίας που δίδαξε την τέχνη της συνέντευξης

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 798
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όλγα Μπακομάρου: Συνέντευξη με τη δημοσιογράφο με αφορμή το βιβλίο της «Οικογένειες - (Παπανδρέου - Μητσοτάκη) - 20 συνεντεύξεις» (εκδόσεις Αρμός)

Πέμπτη, στα γραφεία της ATHENS VOICE, Χαριλάου Τρικούπη, ενταύθα. Ωραίο, γλυκό, μεσημεριανό αποκαλόκαιρο. Ζεστός και μελιστάλαχτος καιρός, άσχετα αν εμένα με ζώνουν σύγκρυο και ρίγος.

Ανταμώνουμε με αφορμή το βιβλίο της «Οικογένειες (Παπανδρέου - Μητσοτάκη) - 20 συνεντεύξεις», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός. Υπογραφή: Όλγα Μπακομάρου. Εξού και το ρίγος. Είκοσι συνεντεύξεις, όπως τις κατέγραψε κάποτε το κασετόφωνό της και έγιναν εξώφυλλα στο περιοδικό «Γυναίκα» και πρωτοσέλιδα στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία». Με τον Ανδρέα, τη Μαργαρίτα, τον Γιώργο και τη Σοφία Παπανδρέου, τον Κώστα και τη Μαρίκα Μητσοτάκη και την Ντόρα Μπακογιάννη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τους συνάντησε. «Οικογένειες» που κυριάρχησαν και κυριαρχούν ακόμα στη μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή της Ελλάδας.

Με πιάνει ένα δέος καθώς η γυναίκα-θρύλος της ελληνικής δημοσιογραφίας όχι μόνο μου κάνει απλόχερα την τιμή της συνάντησης αλλά πίνει τον καφέ της καθισμένη στο γραφείο μου. Yes! Μα τον Θεό, θέλω να πάρω τηλέφωνο τη μαμά μου στην Ξάνθη. Δεν θα το πιστέψεις, να της πω, η Όλγα Μπακομάρου κάθεται στο γραφείο μου. Μη γελάτε καθόλου. Θα της ζητούσα μετά να περάσει το ακουστικό στον μπαμπά μου για να τα πω και με αυτόν, όμως ακόμα τα smartphones δεν μπορούν να συνδεθούν με τον Παράδεισο. Καθόλου να μη γελάτε. Οι γονείς μου όπως και όλη η Ελλάδα των δεκαετιών ’70, ’80, ’90 και 00s, διάβαζαν φανατικά τα δύο έντυπα, «Γυναίκα» και «Ελευθεροτυπία», που για δεκαετίες ήταν το σπίτι, ας το πω, της κυρίας Μπακομάρου. Και τις συνεντεύξεις της πάντα τις συζητούσαν στο μεσημεριανό τραπέζι. Μαζί με τους γονείς μου, «περιδρόμιαζα» αυτά τα έντυπα και εγώ. Στα δεκαπέντε μου κρυφά και σιγανά, από μέσα μου, πολύ ονειρευόμουν μια μέρα να καταφέρω να γίνω γενναίος Μπακομάρος (όπως λέμε Τουπαμάρος!), έγκριτος δηλαδή, μαχητής γραφιάς. Να παίρνω συνεντεύξεις με ανθρώπους-πρωταγωνιστές και να βλέπω το όνομά μου τυπωμένο δίπλα στα λόγια τους στο χαρτί. Ψωνάρα ξεψωνάρα, το λέω και ευθύνη φέρω.

Της τα εξομολογούμαι όλα αυτά, ο αγύρτης: «Σας μελετούσα. Τις ερωτήσεις σας, τον τρόπο σας, διψούσα να μάθω τα μυστικά της δουλειάς...». Με διακόπτει. «Πρώτον, θα μιλάμε στον ενικό. Και δεύτερον, με σφάζεις με το βαμβάκι, υπενθυμίζοντάς μου εμμέσως τα χρόνια μου»! Κατακοκκινίζω. Κάθε άλλο. Για γενιές και γενιές δημοσιογράφων, του τότε και του σήμερα, τα πορτρέτα της Όλγας παραμένουν αξεπέραστα, ο αρχετυπικός ορισμός της συνέντευξης-παρουσίασης. Ποια «Interview», «Life», αμερικάνικο «Esquire», «New York Times» και «Washington Post»; Είτε τότε που ήμουν «πουλί» είτε τώρα που έμαθα (κάπως) την τέχνη, συνεχίζω να ξεκοκαλίζω τις παλιές της συνεντεύξεις και να ανατρέχω στην τεχνική της. Λιτή, δωρική, απέρριττη.

Νομίζω πως η διατύπωση του Αντώνη Σαμαράκη ήταν ιδανική: Διαβάζοντάς την, είναι σαν να βλέπεις τους πρωταγωνιστές να ποζάρουν σαν σε μια καλοφωτισμένη, καθαρή φωτογραφία που αποτυπώνει πεντακάθαρα τη στιγμή. Οι λέξεις της μεταγράφουν τη σωματική, διανοητική και ψυχική κατάσταση του συνεντευξιαζόμενου με τρόπο μοναδικό. Η ζωή τους, όπως την εξομολογούνταν, και οι ζωές μας, όπως συνευρίσκονταν στις σελίδες, έφτιαχναν μια όσμωση μαγικά συγκινητική και συγκινητικά μαγική: one moment in time.

Ο τρόπος με τον οποίο διεύθυνε τη συζήτηση, η ισορροπία μεταξύ στοχασμού και αυτοσχεδιασμού της στιγμής, το ταλέντο της Όλγας να αντιμετωπίζει στην ευθεία τον συνομιλητή της, ίση προς ίσο, η ταπεινότητά της να μην κλέβει την παράσταση (θα μπορούσε λόγω κύρους), όπως και το να παραμένει ευγενικά συμμέτοχη και φιλοπερίεργη, είναι μερικές από τις χαρακτηριστικές ιδιότητες και ποιότητες που εξακολουθούν να ορίζουν το ύψος του πήχη του «αθλήματος».

«Όντως δεν υπήρξε συνέντευξή σου με ερωτήσεις που πρώτα πέρασαν από έγκριση;» Της το ρωτώ καθώς πλέον ο μεγαλύτερος αριθμός των συνεντεύξεων με κάθε είδους πρωταγωνιστές από οποιονδήποτε χώρο γίνεται κατά συρροή ιντερνετικά. Ακόμα και όταν το «πρόσωπο» δεχθεί να μιλήσει face to face, οι ερωτήσεις περνούν από ένα κάρο εγκρίσεις, ή, ας τις πω καλύτερα, λογοκριτικές ματιές, που ρίχνουν οι ενδιάμεσοι: σύμβουλοι επικοινωνίας, υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων, μάναντζερ, παρατρεχάμενοι κάθε λογής που δουλειά τους είναι να μην αφήσουν το «είδωλο» να τσακαλωθεί ή να πει κάτι λάθος εν τη ρύμη. «Μάλλον συνταξιοδοτήθηκα τη σωστή στιγμή» λέει, καθώς της ακτινογραφώ τη νέα συνθήκη του επαγγέλματος. «Όλες οι συναντήσεις μας ήταν κατά πρόσωπο και ποτέ κανένας, είτε οι ίδιοι είτε κάποιος από το περιβάλλον τους, δεν μπήκαν σε διαδικασία διαπραγμάτευσης. Μία φορά μόνο, όταν θέλαμε στη “Γυναίκα” να φιλοξενήσουμε μια συνέντευξη-πορτρέτο του Φλωράκη, μου ζήτησαν ο Χαρίλαος να απαντήσει μέσω “κοιταγμένων” ερωτήσεων. Όμως ο Ευάγγελος Τερζόπουλος έδωσε ακυρωτικό. Αρνήθηκε τέτοιου είδους φιλτραρισμένη, ας την πω, συνέντευξη».

Πώς τα κατάφερε ένα κορίτσι από το χωριό Πούλιθρα της Αρκαδίας να φτάσει να γίνει η πιο δεινή, έγκριτη και αμάσητη interviewer της χώρας; Δεν υπάρχει τρανός Έλληνας που δεν της μίλησε και δεν της αποκαλύφθηκε, και δεν μιλώ μόνο για τις «Οικογένειες», που είναι το δεύτερο βιβλίο της, αλλά και για το «Ωσεί Παρόντες». Το «Ωσεί» (εκδόσεις Άρμος) κυκλοφόρησε το 2019 και περιλαμβάνει 26 συνεντεύξεις από τις εκατοντάδες που έχει στο αρχείο της, πάντα από τα χρόνια της «Γυναίκας» και της «Ελευθεροτυπίας». Ο Μάνος, η Μελίνα, ο Τσαρούχης, ο Ιόλας, η Λαμπέτη, ο Χορν, ο Κουν, οι Καζαντζίδης, Άκης Πάνου και Μπιθικώτσης, η Ζωγράφου, ο Καμπανέλλης, ο Λουντέμης και ο Βρεττάκος, οι Κακογιάννης και Αγγελόπουλος, άπειροι και… στοπ. Υπάρχει θρύλος που δεν κάθισε απέναντί της με το κασετόφωνό της να τον καταγράφει; Μην το ψάχνεις, θα χάσεις, δεν λείπει κανένας πνευματικός άνθρωπος. Και αν στα δυο βιβλία της οι σελίδες είναι αφιερωμένες σε πολιτικούς, λογοτέχνες και καλλιτέχνες, αυτό δεν σημαίνει πως στο αρχείο της δεν υπάρχουν και αθλητές. Δομάζος και Νεστορίδης φερειπείν. Η Όλγα μετέφερε τον παλμό μιας Ελλάδας all over, για να ξαναχρησιμοποιήσω μιαν έκφραση κατά βάση αθλητική, αφού ως δημοσιογράφος κάλυψε όλο το «γήπεδο».


Ακούστε όμως τώρα το πρόβλημά μου. Ενώ συζητάμε και η Μπακομάρου, για να σπάσει ο πάγος και να γνωριστούμε καλύτερα, και θυμάται, και μου ανοίγεται, και γελάμε, και μου αποκαλύπτει μερικά από τα ντεσού εκείνων των συναντήσεων, μόλις κάνω να ανοίξω το δικό μου κασετοφωνάκι, αυτόματα αλλάζει η χροιά του προσώπου της. Μεταμορφώνεται. Μπαίνει σε φάση αμηχανίας. «Αν είναι να σε φέρνω σε δύσκολη θέση, τότε δεν θα το ανοίξω το μηχανάκι μου» την κατευνάζω. «Θα βάλω τα δυνατά μου να κρατήσω με τη μνήμη την κουβέντα μας, επικεντρώνοντας σε λέξεις-κλειδιά που θα σημειώνω. ΟΚ;» «Ούτε δήθεν σεμνή θέλω να σ’ το παίξω ούτε δύσκολη. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να μιλώ για τον εαυτό μου. Ένας ενδιάμεσος ήμουν. Βέβαια, πήγαινα διαβασμένη. Και πάντα με καλή διάθεση για να γνωρίσω τον συνομιλητή μου καλύτερα, με καλοκάγαθη περιέργεια και τακτ. Και, φυσικά, σκοπός μου ήταν να μεταφέρω μετά την απομαγνητοφώνηση, με κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ζωντάνια και ακρίβεια, τις στιγμές που πέρασα μαζί τους. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Για τα Πούλιθρα Αρκαδίας, που λες, και την εξέλιξή μου στην Αθήνα, ούτε κι εγώ ξέρω πώς έγινε. Φοιτήτρια Νομικής ακόμα, κατάφερα να μπω στη “Γυναίκα”. Μετά τη δικτατορία, που η πολιτική ήταν το άλφα και το ωμέγα που απασχολούσε τον κόσμο, πρότεινα στον Ευάγγελο Τερζόπουλο να διευρύνουμε τη θεματολογία του περιοδικού και να φιλοξενούμε εκτός από καλλιτέχνες και συνεντεύξεις πολιτικών. Κι εκείνος, με πολλή δυσκολία, δέχτηκε».

Η πρώτη συνέντευξη που φιλοξενήθηκε είναι και η πρώτη από τις είκοσι του βιβλίου «Οικογένειες»: Ανδρέας Παπανδρέου, Μάιος 1977. Όλως τυχαίως μια φωτογραφία του προσωπικού της αρχείου από εκείνη τη συνάντηση φιλοτεχνεί το εξώφυλλο του «Ωσεί Παρόντες» (κεντρική φωτό). Κι όταν της λέω πως αυτή δεν είναι μια σκέτη φωτογραφία, αλλά μια ΜΥΘΙΚΗ φωτογραφία, ρωτά να μάθει το γιατί. Γιατί ένας αδιαφιλονίκητα γοητευτικός πολιτικός άντρας, ένας καταγεγραμμένα τζέντλεμαν και λάτρης του ωραίου φύλου, σηκώνεται από τη θέση του και της ανάβει το τσιγάρο. Εκείνη απέναντί του λάμπει όπως η Σούζαν Σόνταγκ απέναντι στον Κένεντι και η Οριάνα Φαλάτσι αντικριστά με τον Βίλι Μπραντ. Ένα κάδρο γεμάτο ευγένεια, σεβασμό και τσιγάρα, ενθύμιο μιας εποχής που με ένα τσιγαράκι έσπαγε ο πάγος αλλά και διευκολυνόταν η εγγύτητα…

Η κυρία Μπακομάρου μου ανατινάζει τη φαντασίωση τόσο βροντερά, όπως ένα μασούρι με δυναμίτη ανοίγει τρύπα σε ένα βουνό: «Ωραία τα λες, κολακευτικά, αλλά θα σε προσγειώσω. Πρώτον, δεν κάπνισα ποτέ μου! Δηλαδή προσπάθησα χρόνια πριν από αυτή τη φωτογραφία με κάτι πακέτα Παλλάς, αλλά δεν μου βγήκε, γιατί δεν το άντεχα. Άρα στη φωτογραφία είμαι άκαπνη. Έλα όμως που ο Παπανδρέου μου προσφέρει τσιγάρο και εγώ από ντροπή, αν θέλεις, ή αμηχανία, το παίρνω. Για να μην τον προσβάλω. Όσο για τη Φαλάτσι, ουδεμία σχέση, Στέφανέ μου. Η Οριάνα ήταν μια τεράστια δημοσιογράφος που της άνοιγαν όλες οι πόρτες λόγω του ταλέντου αλλά και του ακριβού ονόματος και των επαφών με σύμπασα την παγκόσμια σφαίρα. Θυμάμαι να διαβάζω τυχαία ένα άρθρο για εκείνη στη “Γυναίκα” με τίτλο “Γράφει και κεντά το κορίτσι με τη χρυσή πένα”. Ήμουν στο χωριό ακόμα, τότε μου μπήκε στο μυαλό πως κι εγώ θα μπορούσα να γίνω δημοσιογράφος και να παίρνω συνεντεύξεις».

Διάβαζε πολύ; «Ναι, λογοτεχνία. Και έγραφα καλές εκθέσεις, ιδεών που λένε. Ως εκεί όμως. Τα υπόλοιπα τα έμαθα κι εγώ στην πράξη, στην πορεία, στο ψήσιμο της δουλειάς. Μετά βρίσκεις τον δρόμο σου. Αλλά ποτέ το πράγμα δεν έγινε είτε εύκολο είτε αγγαρεία είτε χαλάρωση. Πες με και ψυχαναγκαστική, αλλά το άγχος μου κάθε φορά που πήγαινα να συναντήσω κάποιον ήταν το ίδιο».

Τι θυμάται από την «παλιά φρουρά»; Πώς τους ανακαλεί στο μυαλό της; «Από τον Παπανδρέου θυμάμαι τη θετική ενέργεια που εξέπεμπε, ήταν σαν ένα φως που ερχόταν από μέσα του. Την ευγένεια και την απλότητά του που μηδένιζε όλες τις αποστάσεις. Η γοητεία του, για την οποία όλοι μιλούσαν, δεν ήταν μύθος. Η Μαργαρίτα ήταν ωραία φιγούρα, ψηλή, λεπτή, όμορφη γυναίκα με ελεγχόμενο χαμόγελο. Θα έλεγα η κλασική Αμερικανίδα, που, όταν τη γνώριζες και κατάφερνες να σου ανοιχτεί, την καταλάβαινες και τη συμπαθούσες».

«Ο Μητσοτάκης ήταν σοβαρός, ευγενής, το βλέμμα του δεν άλλαζε έκφραση ό,τι κι αν έλεγε, δεν γελούσε, αλλά χαμογελούσε κρατώντας όλες τις αποστάσεις με τον συνομιλητή του. Όμως απαντούσε με ψυχραιμία σε όλες, ακόμα και τις πιο "δύσκολες" ερωτήσεις. Η Μαρίκα ήταν αυθόρμητη, ειλικρινής, η πιο φανατική θαυμάστρια του Μητσοτάκη, πληθωρική προσωπικότητα, εικόνα εντυπωσιακή. Θυμάμαι τα κατακόκκινα βαμμένα νύχια της, τα κοσμήματα που φορούσε στα χέρια της και τα λαμπερά, γελαστά της μάτια». 

Αυτή είναι η Όλγα Μπακομάρου, φίλτατοι: σεμνή. Δεν της λείπει η δουλειά; Δεν τη νοσταλγεί; Να, σκέφτομαι, ας πούμε, δεν είναι πρόκληση για εκείνη να πάρει μια συνέντευξη τώρα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή τον Αλέξη Τσίπρα; Δεν μπαίνει στον πειρασμό να τους γνωρίσει από κοντά για να μετρήσει κατ’ ιδίαν το αληθινό τους μέγεθος; Και τι γνώμη, άραγε, να έχει γι’ αυτούς; «Δυο νέοι άνθρωποι στο κέντρο της πολιτικής σκηνής θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια ωραία εικόνα. Από κει και πέρα όμως, επί της ουσίας, είναι πολύ λίγος ο χρόνος για να εκτιμήσουμε και πολύ λιγότερος για να αποτιμήσουμε τις επιδόσεις του καθενός στον ρόλο του πρωταγωνιστή. Είμαστε ακόμα στην αρχή ή, αν θέλετε, πολύ μακριά από το τέλος του παιχνιδιού. Πάντως, δεν το έχω σκεφτεί, δεν παίρνω πλέον συνεντεύξεις. Μάλιστα, δεν ξέρω αν θα μπορούσα, γιατί για μένα συνέντευξη σήμαινε –και σημαίνει πάντα– μια όσο το δυνατόν πιστή φωτογραφία των προσώπων με τα οποία συνομιλούσα, βγαλμένη ενώπιος ενωπίω από τον τρόπο και τον λόγο τους. Το να μπορέσω να φωτίσω τα πρόσωπα αυτά και πέρα και πίσω από τη δημόσια εικόνα τους, τη φιλοτεχνημένη σύμφωνα με τις ανάγκες (ή απαιτήσεις;) του ρόλου τους. Σήμερα το τοπίο στην επικοινωνία –και όχι μόνο– έχει αλλάξει. Δεν χρειάζεται να μπει κανείς σε αυτή τη διαδικασία, να κάνει όλον αυτόν τον κόπο. Τι μπορώ να ρωτήσω, ας πούμε τον κύριο Τσίπρα ή τον κύριο Μητσοτάκη και τι νόημα θα έχει να προσπαθήσω να τους “φωτογραφίσω”, όταν τα μίντια, με κορυφαία την τηλεόραση, μας κατακλύζουν νυχθημερόν με εικόνες, χιλιάδες, εκατομμύρια “φωτογραφίες” με όλες τις απαντήσεις που μας ενδιαφέρουν ή θεωρούν ότι μας ενδιαφέρουν, άμεσα από τους ίδιους ή από τους “αντ’ αυτών” τους».

Χμ, κάνω από μέσα μου, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα ιδανικό κλείσιμο και μια ζουμερή διαπίστωση για τη δημοσιογραφία του καιρού μας. Με τέτοια καθημερινή τοποθέτηση των πάντων επί παντός του επιστητού, ίσως να μην υπάρχει χώρος για ερωτήσεις. Τα σόσιαλ μίντια και η δημοσιογραφία των παρατρεχάμενων κάθε είδους μπορεί και να σκότωσαν την περιέργεια και τη… γάτα.

Τέσσερις ώρες τα λέγαμε στο γραφείο μου. Τέσσερις ώρες, επαναλαμβάνω, που όλο σκέφτομαι να τη διακόψω και να την παρακαλέσω, αν έχει την καλοσύνη, να πει ένα γεια στη μάνα μου. Ήμουν σίγουρος πως, αν το κατάφερνα, επιτέλους θα άκουγα τη «δύσκολη» κυρία Τσιτσοπούλου να με επιβραβεύει: «Τώρα μάλιστα! Αφού καταδέχτηκε να σου μιλήσει η κυρία Όλγα Μπακομάρου, καλά τα κατάφερες, τελικά έγινες κάπως έγκριτος δημοσιογράφος». Έμφαση στο «κάπως». Για τις μάνες που δεν είδαν τους γιους τους να δικηγορούν μετά τη Νομική, ό,τι και να κάνουμε θα είναι «κάπως». Όμως, μάνα, για να ξέρεις, ούτε και η κυρία Μπακομάρου άσκησε τη δικηγορία. Πολύ δυνατή υπερασπιστική μου γραμμή, θεωρώ.

Τη συνοδεύω στην έξοδο. «Θα δουλέψεις κι άλλο;» με ρωτά. «Μπα, θα πάρω ταξί για Νέα Σμύρνη. Εσύ»; Θα επέστρεφε στο σπίτι της κάπου στην Πλάκα. Είπα του οδηγού να κάνει μια στάση στην αρχή της Αρεοπαγίτου για να κατεβεί η κυρία. «Ο επόμενος καφές δικός μου», λέει και με αποχαιρετά.