Βιβλιο

Προδημοσίευση Τα χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη

Το νέο μυθιστόρημα του Στέφανου Τσιτσόπουλου κυκλοφορεί στις 29 Σεπτεμβρίου

A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 798
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Προδημοσίευση του νέου μυθιστορήματος «Τα χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη» του Στέφανου Τσιτσόπουλου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ.

Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία όλης της χώρας ένα μυθιστόρημα φόρος τιμής στον πιο νουάρ και ροκ’ν’ρολ πεζόδρομο της Αθήνας. Του «δικού μας» δημοσιογράφου και συγγραφέα Στέφανου Τσιτσόπουλου. Μια ηδονοθηρική τοιχογραφία εποχής που ανακαλεί, αναπλάθει και δοξάζει τη Φωκίωνος Νέγρη. Στο βιβλίο «Τα χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη» περιλαμβάνονται 37 έργα του ζωγράφου Ανδρέα Κοντέλλη, που συλλαμβάνει την Κυψέλη του τότε και του τώρα με τρόπο μοναδικό.


Εκείνη τη μέρα του Μαΐου του 1989, η Φωκίωνος Νέγρη, όσο κι αν άχνιζε σαν τη θερμή Νέα Υόρκη, του θύμιζε περισσότερο Λος Άντζελες. Λίγο οι φοίνικες, λίγο και ο κουλ σωματαράς, φουσκωμένος σαν τον Σβαρτζενέγκερ, που τον πήρε το μάτι του στο εξώφυλλο του περιοδικού του περίπτερου δίπλα στο σιντριβάνι με τις πάπιες, του επέτειναν αυτήν την αλλόκοσμη αίσθηση. Βαλκανική παραλλαγή των δικών τους μάρκετ που πουλάνε τσιπς, τσίχλες, μπίρες και εφημερίδες. Ένιωσε μαγεμένος με τη θέα των περιπτέρων της Νέγρη αλλά και με τη ρώμη του Στρατή Μπουρνάζου, του ντουλαπένιου ήρωα της γειτονιάς. «Εδώ κοντά είναι το σιδεράδικό του» είπε ο Τζόνι Ροκέτ, ο Γάτος της Βικτώριας. «Τι θέση παίζεις στην ιεραρχία της συμμορίας σας;» τον ρωτά ο Τζόι. «Χαμηλά είμαι, ασκούμενο πουλί, δόκιμο μέλος. Θα αποφασίσουν ο αρχηγός Πέρι και η υπαρχηγός Τίτα αν θα ανέβω στα ψηλότερα κλιμάκια».

Κάνει Μάιο του 1989, άνοιξη ο καιρός στην παραίσθηση του Τζόι, μα ξαφνικά προσσεληνώνεται πάλι στη Νέα Υόρκη. Πάνε όλα αυτά, στέρεψαν τα κάποτε κραταία και τα ωραία του, συνεχίζει να παραληρεί ο Τζέφρι Ρος Ραμόουν, που σε λίγο θα εξατμιστεί όπως εξαϋλώθηκαν τα νιάτα του. Λίαν συντόμως δε, όπως του μήνυσε κι ο Άγγελος, θα χαθούν και τα γεράματά του. Δεν θα τα προλάβει. Εδώ περιμένει το τέλος, στο Πρεσβυτεριανό νοσοκομείο του Μήλου. 15 Απριλίου του 2001 δείχνει το ημερολόγιο απέναντι από το κρεβάτι του. Μέσα του όμως δεν είναι σίγουρος τι χρονιά κάνει, έτσι που ανακαλεί άτακτες σεκάνς από περασμένες μνήμες. Τώρα φινίτο η λα μούζικα, πασάτες και οι λα φιέστες του. Η κόπωσή του από το λέμφωμα είναι διαρκής.

Φτερούγισαν πριν από αυτόν πρώτα τα μακριά μαλλιά του, η διάσημη ατάσθαλη τριχιά του που μια ζωή στις συναυλίες έκρυβε από το μάτια του τον κόσμο και τους κόσμους από τα μάτια του. Τα είχε προ πολλού σαρώσει όλα η αλωπεκία, ο καρκίνος, ασύδοτος μπαρμπέρης, τον θέρισε γουλί λες και την άλλη μέρα θα πήγαινε να πολεμήσει στο Ιράκ αντί για τα πεδία μάχης του Ακατονόμαστου. Τα στερεοειδή που τον ντόπαραν οι νοσοκόμες έπαψαν να κάνουν δουλειά. Και οι ειδικοί εύκαμπτοι φλεβοκαθετήρες Hickman line που του πέρασαν στον θώρακα για να μην πονάει, όπως χύνονταν μέσα του σαν κώνιο οι χημειοθεραπείες, τον έκαναν να μοιάζει με ρομποτάκι ανδροειδές παρά με παιδί στην ηλικία που καθηλώνονται όσοι διαλέγουν για επάγγελμα το ροκ εν ρολ.

Τότε ήταν που ξανάρθε μες στην παραίσθηση εκείνο το Ελληνάκι, ο ροκαμπιλάκος ο Τζόνι Ροκέτ, το ομορφόπαιδο από τους Γάτους της Βικτώριας, τώρα όμως δεν ήταν μόνος. Γιατί παρέα του έφερε και τον σκύλαρο. Εκείνο το περήφανο αγαλμάτινο Σκυλί που έστεκε φύλακας φρουρός και κυάλαρε τη Νέγρη ελέγχοντας την κίνηση και έχοντας τα κοντρόλ. «Πολλά χρόνια βρίσκεται εδώ, από το 1940 που του έφτιαξε το άγαλμα ένας κάποιος γλύπτης Τόμπρος, που ήθελε να τιμήσει τον αληθινό σκύλο. Αυτόν που μια μέρα πετάχτηκε κι έγινε θυσία στη μέση του δρόμου για να προστατέψει το κούτσικο: το διερχόμενο αυτοκίνητο θα την κομμάτιαζε, η μικρούλα δεν κοίταξε το Φορντ που ερχόταν με φόρα να πέσει πάνω της…».

«Από το 1940, ε; Δηλαδή τώρα είναι σαρανταεννιά χρονών και ο σκύλος, όμοια με εμένα» έκανε τον υπολογισμό ο Τζόι σε ανθρώπινα χρόνια. «Αν και στην αρχή, ξέρεις, Τζόνι Ροκέτ, νόμισα πως το Σκυλί το φτιάξατε για να τιμήσετε κι εσείς οι Έλληνες φαν τον πιστό Χάτσικο. Τον όγδοο ευοίωνο πρίγκιπα. Παρόμοιο σκυλίσιο άγαλμα έχω δει και στην πόλη Οντάτε της Ιαπωνίας.