Βιβλιο

Ηλίας Ευθυμιόπουλος «Ποιήματα»: Το βάρος της σιωπής

«Πώς να ντύσουμε τη μνήμη με τις ξηλωμένες ειδήσεις που διαρρέουν ανάμεσα από σφιγμένα δόντια ή μέσα απ' τις σελίδες τσαλακωμένων φεγγαριών;»

Ηλίας Ευθυμιόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διαβάστε το ποίημα «Το βάρος της σιωπής» του Ηλία Ευθυμιόπουλου από το βιβλίο που κυκλοφορεί στις εκδόσεις ATHENS VOICE BOOKS

ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ  

Ελπίζω να πήρατε τις απαντήσεις 
Τις ερωτήσεις βέβαια δεν μου τις στείλατε ποτέ 
Μόνο κάποιες ακατάστατες σημειώσεις, μια φευγαλέα, ένα τίποτα 
Μπορώ όμως να σκεφτώ όπως σ’ ένα όνειρο 
Να δω την απροσδιόριστη λάμψη στη λάσπη των ματιών που ήδη αποχωρούν 
Ένα παλιό, βιαστικό πέρασμα των βημάτων κάτω από το φως της προηγούμενης μέρας  
Το άχρηστο και χαμένο κομμάτι του ποιήματος με τις κιτρινισμένες άκρες, που έτσι κι αλλιώς δεν είχε τελειώσει και που ίσως να έμενε άγνωστο για πάντα  
Μια χιλιοειπωμένη ιστορία που ο άνεμος την αφήνει να σταθεί μόνο από τη μεριά του ανέμου 
Λέξεις, απώλειες, παραλείψεις, αναχρονιστικές αποδράσεις  
θραύσματα ενός αρχαίου φωτός,  
αστάθειες, όπως λόγου χάριν το χάος που προκαλεί ο άνεμος στα φύλλα,  
εκεί που καταρρέει η γελοία επίκληση του κανονικού. 
Να κάποιος που δεν μπορεί να συγκεντρώσει
τίποτα περισσότερο από τις σκιές των σκιών  
και τις λιγοστές λέξεις που κρύβονται στο χώμα  
σαν ζώα χωρίς καταφύγια και σταύλους, 
μαζεμένα γύρω από μια φωτιά χωρίς μνήμη  
Σαν την βαθειά σιωπή μιας φωνής που εκμηδενίζεται  
στην άλλη άκρη της γραμμής του τηλεφώνου.
*
Πέρασαν μέρες από τότε που μου είπες “δεν καταλαβαίνω τι ψάχνετε”, 
αλλά χάθηκα κι εγώ στα βάθη που μπορεί κανείς να χαθεί ψάχνοντας βαθειά στον εαυτό του. 
Δεν μπορούσα να μαντέψω από πού έρχονται τα σήματα 
Η φωνή σου άλλωστε εγκλωβισμένη στον σκοτεινό λαβύρινθο του τέλους του χειμώνα  
Κι ο καιρός, η εποχή, ο λόγος έχουν φύγει και δεν θέλουν να επιστρέψουν  
Πόσο συχνά αυτή η σιωπή έρχεται και καταλαμβάνει 
το κενό που αφήνει η θέση μου 
Θέλω να πω “αυτή η σιωπή είναι τώρα πιο κοντά απ’ ότι εσύ, πιο κοντά από τα μάτια σου με την ταραγμένη αγνότητα”.
*
Δεν έχω άλλες λέξεις, άλλωστε οι εποχές έχουν προστεθεί κι αφαιρεθεί τόσες φορές που τις έχασα κι απέφυγα και ξέχασα.  
Είναι και κάτι λέξεις που δεν θέλουν να κλειδώσουν,  
να παραδοθούν, λέξεις χαμένες στον άνεμο  
Εκεί που δεν υπάρχει πια θόρυβος, μόνο ο σχεδόν ανεξίτηλος ρυθμός της καρδιάς του χρόνου, τόσο ξένος και τόσο οικείος  
σαν το κύμα που επιστρέφει. 
*
Τότε ήταν που σου είπα: «η σιωπή θα μας καλύψει σίγουρα από τον αφρό του χρόνου και της λησμονιάς» 
Και μόνο σε αυτό το μακρόσυρτο και ανέφικτο ποίημα 
που δεν λέει να τελειώσει, η σιωπή σου επιστρέφει εκεί που σωπαίνει η σιωπή,  
στον άδειο σωρό  των λέξεων ακόμη και στη μεριά του ανέμου.  
Θυμάμαι πως σου τηλεφώνησα: “Φωτεινή, λίγο φως” 
Ήμουν το παιδί που ήθελε να κρατήσει το νερό των ονομάτων  
ανάμεσα στα χέρια του 
Κοίτα, ήδη ήξερα ότι ποτέ δεν θα βρούμε ανέπαφο ή αμετάβλητο αυτό το κουρέλι των
λέξεων που σκουπίζαμε τα λάθη.  
Πώς να ντύσουμε τη μνήμη με τις ξηλωμένες ειδήσεις που διαρρέουν ανάμεσα από σφιγμένα δόντια ή μέσα απ τις σελίδες τσαλακωμένων φεγγαριών; 
*
Σε είδα για άλλη μια φορά, καθισμένη σε ένα παγκάκι, συνομιλώντας, χαμογελώντας, λάμποντας 
Κι εγώ στο σκοτάδι,  
Ο καιρός πέθαινε κι έτσι με χτύπησε το καλοκαίρι.  
Το φως σου σε μιαν απόσταση  
Ήμουν κάτω από μια βύθιση, σε ένα άλλο κενό 
Ήθελα να φωνάξω:  «Άνοιξε για μένα, αν το θέλεις ακόμα, τις τεράστιες πόρτες από τη φυλακή του χρόνου ».  
Και ούτε ένας ήχος, ούτε ένα ψήγμα φωνής 
Οι λέξεις δεν ήθελαν να ξεπηδήσουν από τους φωνητικούς θαλάμους, από τον φλεγμονικό κοκκαλωμένο λαιμό,  
από τους σιωπηλούς μαιάνδρους 
όπου μας καλούσε ένας μεθυστικός τάφος αμνησίας γεμάτος ήδη με μαύρο κρασί της νύχτας. 
Και είπες ξανά: "Αν μιλήσω, τότε θα είναι μόνο σιωπή και ακόμα περισσότερη σιωπή". 
Έτσι ξεφλούδισα τη ζωή,  
αφαιρώντας στρώσεις από κολλημένες εικόνες,  
έψαχνα για μια πινακίδα κάτω από άλλα σημάδια,  
με το πιο σημαίνον πρόσωπο στα ονόματα των νεκρών. 
Μου απάντησαν μόνο κάτι αδύναμα λόγια,  
ένα χλωμό και σχεδόν διαλυμένο παλίμψηστο,  
ξεπλυμένο από την ασταμάτητη βροχή και τα παλιά δάκρυα του κόσμου.  
*
Αυτά τα φύλλα του άχρηστου πια βιβλίου, θα έπρεπε να τα πετάξω στη θάλασσα. 
Αλλά ήθελα να σε πάρω, και συ βρισκόσουν μακριά στο φως σου, 
Λίγο θαμπό ειν’ αλήθεια, τα μάτια σου φαίνονταν ακόμα έκπληκτα, ένα  
στέμμα χάντρες,  και μ’ ένα ανεπαίσθητο μορφασμό 
Στο ασυνείδητο μέρος του προσώπου σου,  
στο χαμόγελο που δεν έχει ακόμη ξημερώσει 
στο καθρέφτισμα της σιωπής όπου άφησες τα λόγια μου να πέσουν ξανά, 
σαν άχρηστα πράγματα που τα πετάμε στο χώμα με το πρώτο  ξύπνημα 
πριν πλυθούμε στη θάλασσα, βγάζοντας από πάνω μας το απαλό πέπλο της μοναξιάς και της απώλειας. 
*
Τώρα ήξερα πόσο φτωχά είναι τα βιβλία και τα άδεια τους φαντάσματα.  
Σκέφτηκα την χαμένη εικόνα, λίγο κινούμενη και σχεδόν γκρίζα, των λέξεων εννοώ, που ήθελα να τις χωρέσω στο στόμα μου μαζί με χούφτες χώμα.  
Η σιγανή βροχή τελειώνει πάντα την αυγή  
Κι ο χρόνος γελάει μαζί μας, 
“Γίνε αυτό το ακατέργαστο πράγμα, είπε, και θα σε ανταμείψω με άφωνη γλώσσα”.   
Σκέφτηκα, "Αν σε χάσω, αν χάσω τον εαυτό σου,   
τότε θα ξαπλώσω στη σιωπή των λέξεων που έχουν σωπάσει και στη σκοτεινιασμένη      θάλασσα ». 
Εσύ δεν ήσουν, επίσης, η θάλασσα; Κι εγώ με τη σειρά μου το ασαφές αποτύπωμα στην άμμο; 
Η βροχή  ήρθε ξανά, μικρή, αβαρής ψυχή,  
αδελφή του ήλιου του Ιουνίου  
που ψάχνεται μ’ ένα χαμόγελο.  
Τότε είδα μια φλέβα να κυματίζει  
και να κερδίζω στην ακτή με τα μάτια σου ολόκληρο το στοίχημα του φωτός 
Με μια παλιά εικόνα σχηματισμένη από τους ώμους σου 
και το ηδονικό χέρι ανασηκωμένο με τον καπνό στη στρογγυλή βεράντα  
Θα ήθελα να μασήσω κάθε φύλλο του βιβλίου,  
να καταπιώ τη σιωπή στα χείλη σου, 
να γεμίσω το μυαλό μου με το ανάπηρο ποίημα,  
που δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από μια πικρή άγνοια, μια άπνοη ανάσα, όταν θα σε συναντήσει εκεί που σβήνει  
καθώς χάνεται μέσα στις μεταχειρισμένες αναμνήσεις.  


Διαβάστε περισσότερα για τον συγγραφέα και το βιβλίο εδώ