Βιβλιο

Η «Αρκαδία» της Εμμανυέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ

Ένα βιβλίο που προσφέρει σημαντικές αφορμές για στοχασμό (εκδ. Πόλις)

Εύα Στάμου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρουσίαση του βιβλίου «Αρκαδία» της Εμμανυέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Η «Αρκαδία» της Εμμανυέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας που παραπέμπει στο εμβληματικό έργο του Τόμας Μορ Ουτοπία που εκδόθηκε το 1516. Στο βιβλίο του ο Μορ περιγράφει ένα επινοημένο νησί όπου οι κάτοικοι έχουν υιοθετήσει έναν τρόπο ζωής κοντά στη φύση, μια καθημερινότητα που θυμίζει έντονα κάποιες όψεις μοναστικής ζωής αλλά στηρίζεται σε ένα νέο πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό σύστημα. Ένα στοιχείο που τονίζεται στην εκτενή επιστολογραφία του Μορ είναι η υπέρβαση των περιορισμών που θέτουν τα χαρακτηριστικά του φύλου. Ο Μορ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην παιδεία των νεαρών κοριτσιών όχι απλώς για την εκμάθηση της λατινικής γλώσσας, αλλά για την καλλιέργεια του ορθού λόγου που θα επιτρέψει την άνθηση των δυνατοτήτων τους.

Η «Αρκαδία» λειτουργεί ως τοπωνύμιο μιας ουτοπικής χώρας δηλώνοντας ταυτόχρονα μια ειδυλλιακή τοποθεσία και μια κοινωνία όπου οι κάτοικοί της εμφανίζουν τέλειες ποιότητες και έχουν υιοθετήσει έναν ιδεώδη τρόπο συμβίωσης. Όπως και στο κείμενο του Μορ, στο μυθιστόρημα της Μπαγιαμάκ-Ταμ υπάρχει μία διαλεκτική μεταξύ του εφικτού και του ανέφικτου. Το κοινόβιο Liberty House, ένα πρώην καθολικό μοναστήρι κοντά στα σύνορα  της Γαλλίας με την Ιταλία, προσφέρει καταφύγιο σε ανθρώπους που επιθυμούν να απαλλαγούν από την ταυτότητά τους και να ενταχθούν σε ένα νέο κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο.

Γιατί άραγε κάποιοι άνθρωποι επιθυμούν να γίνουν μέλη μιας αυστηρά οργανωμένης κοινότητας προκειμένου να νιώσουν ελεύθεροι; Το βιβλίο δεν δίνει σαφή απάντηση, νομίζω όμως ότι η ανάλυση των χαρακτήρων οδηγεί στο συμπέρασμα πως νιώθουν την ανάγκη να εμπιστευθούν κάποια αρχή, μια μορφή εξουσίας που θα τους ‘παρέχει την άδεια’ να βιώσουν την ελευθερία και να κατακτήσουν την  αυτοσυνειδησία που πιστεύουν ότι τους έχει στερήσει ο σύγχρονος τρόπος διαβίωσης. Για να το πετύχουν δεν διστάζουν να αφεθούν στα χέρια του Αρκαντύ, χαρισματικού αρχηγού του κοινοβίου που αποτελεί την σωματοποίηση των ιδεωδών της αποδοχής της διαφορετικότητας και της αγάπης, της επιστροφής στην αγνότητα της φύσης, και της απόλυτης σεξουαλικής ελευθερίας. Σύντομα αντιλαμβανόμαστε άλλωστε ότι η εξερεύνηση των περισσότερων εντοπίζεται στο πεδίο της σεξουαλικότητας, η οποία αποτελεί μία από τις θεμέλιες λίθους της προσωπικής ταυτότητας.

Οι απόκληροι της ζωής που συναποτελούν την κοινότητα του Liberty Housε −γυναίκες προχωρημένης τρίτης ηλικίας, παχύσαρκοι, άτομα που παρεκκλίνουν από τους σύγχρονους κανόνες ομορφιάς, πάσχοντες από ιδεοψυχαναγκασμούς και υστερία, ομοφυλόφιλοι και έφηβοι απροσδιόριστης σεξουαλικότητας− έχοντας πεισθεί πως ο σύγχρονος τρόπος ζωής στις μεγαλουπόλεις απειλεί την σωματική υγεία και την ψυχική ισορροπία τους, και αναζητούν την σωτηρία στην ομορφιά και την απλότητα της φύσης.

Η τεχνολογική πρόοδος, η πρόσβαση στην πληροφόρηση και την επικοινωνία που προσφέρουν η τηλεόραση και το διαδίκτυο τους αποσυντονίζουν, ανασύροντάς τους απότομα από το ηδονικό βύθισμα στα στενά όρια του εαυτού τους. Άλλωστε τόσο η επιθυμία να ζει κάποιος κοινωνικά απομονωμένος επιχειρώντας να αποκλείσει από τη ζωή του τον σύγχρονο (τεχνολογικό) πολιτισμό, όσο και η εμμονική ενασχόληση με την σεξουαλικότητα, μπορούν σε κάποιες περιπτώσεις να αποτελούν ενδείξεις ναρκισσιστικής προσωπικότητας εκτός και αν διανύει την περίοδο της εφηβείας όπου το σώμα πραγματικά μεταμορφώνεται μέρα με τη μέρα, γεγονός που προκαλεί μια σειρά από έντονα θετικά και αρνητικά συναισθήματα που δεν γίνεται να αγνοήσει κανείς.

Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Φαρά, που εξιστορώντας τα όσα συμβαίνουν στο πρώτο πρόσωπο, παρασύρει τον αναγνώστη σε μία περιήγηση τόσο στους χώρους του κοινοβίου και τις ιστορίες των κατοίκων του, όσο και σε κάθε βήμα της διαδρομής  της φυσικής της μεταμόρφωσής από κορίτσι σε αγόρι. Αυτή η βίαιη αλλαγή της σεξουαλικής ταυτότητας της, λόγω του συνδρόμου Rokitanski από το οποίο ανακαλύπτει ότι πάσχει στα δεκαπέντε της, της προκαλεί, όπως είναι φυσικό, μεγάλη ψυχική αναστάτωση και την τάση να αμφισβητεί οτιδήποτε γνώριζε έως τότε για τον κόσμο και τις ανθρώπινες σχέσεις.

Μοναδικός συμπαραστάτης της στις μικρές και μεγάλες ορμονικές και ψυχικές μεταβολές που βιώνει αλλά και ο πρώτος ερωτικός της σύντροφος, είναι ο Αρκαντύ, υπέρμαχος της απόλυτης σεξουαλικής ελευθερίας και πρόθυμος να αγνοήσει ή και να ανατρέψει με τις επιλογές του τα υπάρχοντα ιδεώδη περί φύλου, ομορφιάς και ερωτικής επιθυμίας. Οι γονείς και η γιαγιά της Φαρά που διαμένουν επίσης στο κοινόβιο είναι τόσο απορροφημένοι από τα προσωπικά τους διλήμματα που δεν έχουν τον χρόνο να ενδιαφερθούν για εκείνη και να ενημερωθούν για όσα ακραία αντιμετωπίζει.

Το ερώτημα αν η ρητή επιθυμία κάποιου να είναι κορίτσι ή αγόρι οφείλει να συντονίζεται με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του φύλου −και συνακόλουθα αν το φύλο δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μία κοινωνική ή πολιτισμική κατασκευή−, δεν είναι ασφαλώς καινούργιο, ωστόσο τα τελευταία χρόνια εκτός από τους κοινωνικούς επιστήμονες έχει αρχίσει να απασχολεί και αρκετούς λογοτέχνες.

Η λογοτεχνία σίγουρα προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο ώστε χωρίς διδακτισμό να διερευνηθούν θέματα όπως η σεξουαλική διαφορετικότητα, και γενικότερα η queerness σε όλες τις εκφάνσεις της, αρκεί κατά την άποψή μου αυτό να γίνεται με τρόπο αληθοφανή, σε γλώσσα ρέουσα και ανεπιτήδευτη, δίχως την αναπαραγωγή όρων που παραπέμπουν σε εγχειρίδια σπουδών φύλου των τελευταίων δεκαετιών.

Κατά τη γνώμη μου ο αναγνώστης δύσκολα πείθεται ότι η φωνή της κεντρικής αφηγήτριας ανήκει σε μια δεκαπεντάχρονη, καθώς από τη μία είναι εκλεπτυσμένη στα όρια της επιτήδευσης και από την άλλη αναπαράγει αρκετά κλισέ που συνήθως αντανακλούν τις αντιλήψεις μεγαλύτερων ατόμων που έχουν ήδη κατασταλαγμένες απόψεις για την σεξουαλική τους ταυτότητα και την ερωτική επιθυμία. Η γλώσσα που έχει επιλέξει η συγγραφέας δεν εκφράζει πάντα επιτυχημένα τις αγωνίες ενός νεαρού πλάσματος που δικαιολογημένα βρίσκεται σε σύγχυση και αγωνίζεται να κατανοήσει όχι μόνο πως λειτουργούν οι ερωτικές σχέσεις μα και το ίδιο του το σώμα.

Όταν η πρωταγωνίστρια δεν περιγράφει όσα συμβαίνουν στο κοινόβιο ούτε αναλύει τις σκέψεις της για την ιδιαίτερη κατάσταση της, αλλά μιλά για το σεξ και τις ερωτικές συνευρέσεις της με τον Αρκαντύ, εγκαταλείπει τη γλώσσα των κοινωνικών επιστημών και επιλέγει εκφράσεις μεγάλης ακρίβειας και ωμότητας -την ενήλικη γλώσσα της ερωτικής επιθυμίας-  που η ίδια φαίνεται να έχει υιοθετήσει με μεγάλη ευκολία. Μπορεί με τον τρόπο αυτό να γίνεται διάφανη για τον αναγνώστη η διαδικασία της σεξουαλικής εξερεύνησης της Φαρά, ωστόσο είναι αμφισβητήσιμο ότι ένα νεαρό κορίτσι−έστω και αν σταδιακά οι ορμόνες του το μεταμορφώνουν σε αγόρι− θα είχε την συναισθηματική ετοιμότητα να υιοθετήσει δίχως συστολή αυτού του είδους τη γλώσσα, προκειμένου να περιγράψει τον δικό της πόθο αλλά και την ερωτική λαχτάρα που προκαλεί στον εραστή της.

Η ξαφνική εμφάνιση ενός πρόσφυγα από την Ερυθραία θα ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα στο Liberty House φέρνοντας στην επιφάνεια τους φόβους και τις προκαταλήψεις των μελών του κοινοβίου για τους μετανάστες και προφανώς για κάθε ξένο σώμα που μοιάζει να απειλεί τον εύρυθμο τρόπο ζωής τους. Oι αντιδράσεις του Αρκαντύ απέναντι στις ανασφάλειες και τις ιδεοληψίες της κοινότητας είναι χλιαρές και τελικά υποχωρούν εύκολα καθώς ενδίδει στη γενική επιθυμία για αυστηρότερα μέτρα προστασίας, προκειμένου να αποκλείσουν την πρόσβαση του νεαρού μαύρου στο κοινόβιο, γεγονός που οδηγεί στην απομυθοποίηση του πνευματικού ηγέτη στα μάτια της Φαρά. Θα επιλέξει η κεντρική ηρωίδα την συμμόρφωση στις αρχές και τους κανόνες του κοινοβίου ή η  απογοήτευσή της θα την οδηγήσει στην αναζήτηση της αυτονομίας της;

Οι κλειστές κοινότητες στηρίζουν την ιδεολογία τους στην αγνότητα του τρόπου ζωής των μελών τους και την απομόνωση από κάθε είδους πειρασμό που μπορεί να κρύβει η επαφή με εξωτερικά  ερεθίσματα. Η φύση και τα ζώα εγείρουν αισθήματα τρυφερότητας στους κατοίκους του Liberty House, όμως ισχύει άραγε το ίδιο για τον νεαρό άστεγο από την Ερυθραία που χρειάζεται απεγνωσμένα βοήθεια; O Αρκαντύ μπορεί να διδάσκει την αγάπη και την αποδοχή της διαφορετικότητας αλλά μένει να δούμε αν αυτές οι αρχές αφορούν αποκλειστικά τα μέλη του κοινοβίου και αν προορίζονται για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες ή αν προεκτείνονται και στους ξένους.

Το αξίωμα «η αγάπη νικάει τα πάντα» (Omnia vincit amor) στο οποίο στηρίζεται η αρμονική συμβίωση της κοινότητας, προκαλεί συγκίνηση στους παρίες που την απαρτίζουν αλλά μένει να φανεί αν είναι τελικά αρκετή για να καλλιεργήσει στον κύκλο τους την ενσυναίσθηση που είναι απαραίτητη ώστε να υπερβούν τον εγωισμό τους και να ασχοληθούν και με άλλα πλάσματα πέρα από τον εαυτό τους και τις ποικίλες αντανακλάσεις του.

Προς το τέλος της ιστορίας θα καταλάβουμε αν οι πράξεις και οι επιλογές των μελών του κοινοβίου πραγματικά υποκινούνται από τις ιδέες του ανθρωπισμού και της φιλαλληλίας ή αν αντίθετα είναι η αδιαφορία για τους άλλους και ο μισανθρωπισμός που τους έχουν ωθήσει να απομονωθούν στην δική τους Αρκαδία.

Ένα βιβλίο που, παρά τις ενστάσεις που μπορεί να έχει κανείς για τον τρόπο με τον οποίο  η συγγραφέας χειρίζεται κάποιες στιγμές το ενδιαφέρον υλικό της, προσφέρει σημαντικές αφορμές για στοχασμό.