- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
LawVid-19: Διαβάστε το διήγημα της Αλεξάνδρας Θεολόγου με τίτλο «Συγκατοίκηση» που απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον διαγωνισμό
Όταν άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο του παλιού ασανσέρ της πολυκατοικίας, η Μαρία είχε μόλις βάλει την κατσαρόλα στο μάτι της κουζίνας. Είχε αργήσει πολύ σήμερα. Το πρωί το λάπτοπ της έκανε νάζια και κάποιο τεχνικό πρόβλημα δεν την είχε αφήσει να συνδεθεί με τα γραφεία της εταιρείας, όπως έκανε κάθε μέρα από όταν ξεκίνησε η καραντίνα. Μέχρι να επικοινωνήσει με τον αρμόδιο συνάδελφο και να καταφέρουν να το διορθώσουν κόντευε ήδη μεσημέρι και η δουλειά εκείνης της μέρας είχε μείνει πίσω.
Αν ήταν μόνη της, θα δούλευε μέχρι αργά το απόγευμα για να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο. Δεν της άρεσε ποτέ να αφήνει στη μέση αυτό που έκανε. Η αφοσίωσή της είχε γίνει κατά καιρούς αντικείμενο εκμετάλλευσης από εργοδότες, αλλά ήταν κι ένα από τα χαρίσματα που την είχαν οδηγήσει σε σημαντική εργασιακή εξέλιξη. Ήδη μπορούσε να μιλάει – με τους όρους της Ελλάδας της κρίσης – για καριέρα.
Όμως δεν ζούσε μόνη της. Είχε αρχίσει πρόσφατα να συγκατοικεί με τον Κώστα, αν και δεν ήταν και πολύ καιρό μαζί. Εκείνη ήταν διστακτική, θεωρούσε πολύ μεγάλο βήμα τη συγκατοίκηση και προτιμούσε να αφήσει τη σχέση να εξελιχθεί πιο αργά. Αυτή η ξαφνική μετακόμιση της φαινόταν βεβιασμένη. Ο Κώστας επέμενε. «Αφού αγαπιόμαστε, γιατί να μένουμε χωριστά;», τη ρώτησε. Αυτό είχε όντως κάποια βάση, σκέφτηκε η Μαρία. «Και στο κάτω-κάτω γιατί θέλεις να συνεχίσεις να μένεις μόνη σου; Δεν θέλεις να μαθαίνω πού είσαι και τι κάνεις;» Αυτό είχε λιγότερη βάση, αλλά τότε ήταν πολύ ερωτευμένη για να ακούσει το πρώτο καμπανάκι του κινδύνου.
Έτσι ο Κώστας μετακόμισε στο δυαράκι της και στην αρχή ήταν όλα μέλι-γάλα. Δούλευαν κι οι δυο πολλές ώρες τις καθημερινές, περνούσαν όμως μαζί τα βράδια τους, βλέποντας σειρές και παραγγέλνοντας φαγητό απ’ έξω. Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Μαρία παρατήρησε ότι τα στενά παντελόνια της δουλειάς είχαν σταματήσει να κουμπώνουν. «Ε βέβαια..Όταν τρως πίτσα σχεδόν κάθε βράδυ, αυτά συμβαίνουν» μονολόγησε. «Μάλλον μερικές ώρες γυμναστική την εβδομάδα δεν είναι κακή ιδέα».
Για τον Κώστα ήταν σίγουρα κακή ιδέα. Κάθε μέρα που αργούσε να γυρίσει στο σπίτι, γιατί είχε πάει στο γυμναστήριο μετά τη δουλειά, δεν την άφηνε σε ησυχία. Τη ρωτούσε γιατί την είχε πιάσει τέτοια εμμονή με το σώμα της, αφού σ’ εκείνον άρεσε όπως ήταν, χοντρούλα. Άρα, προσπαθούσε να αρέσει σε άλλους, σωστά; Σίγουρα πράγματα. Το έκανε για να αρέσει σε εκείνο τον συνάδελφο που της την έπεφτε. Εκείνον, που μια φορά σε κάποια έξοδο μετά τη δουλειά είχε πάει επίτηδες να κάτσει δίπλα της! Τον είχε δει ο Κώστας, τι νόμιζε, ότι ήταν κανένα κορόιδο; Ή της είχε γυαλίσει κάποιος γυμναστής; Σίγουρα πήγαινε στα μηχανήματα για να τη βλέπουν οι γυμναστές. Όλοι το ξέρουν ότι μόνο οι γυναίκες που ψάχνονται κάνουν βάρη δίπλα σε άντρες. Και τα βάρη δεν είναι για γυναίκες.
Έτσι το γυμναστήριο κόπηκε μαχαίρι. Το πρόγραμμα της Μαρίας ήταν πλέον σπίτι – δουλειά, δουλειά – σπίτι όλες ανεξαιρέτως τις καθημερινές, αλλά αυτό δεν φάνηκε να καθησυχάζει τον Κώστα και τις σκηνές ζηλοτυπίας του. Άρχισε να γκρινιάζει και κάθε φορά που έβγαινε έξω με τις φίλες της. Αυτές οι έξοδοι είχαν ήδη αραιώσει πολύ, γιατί από την αρχή της σχέσης τους ο Κώστας δεν είχε συμπαθήσει καμιά τους. Η μια ήταν χαζή, η άλλη εύκολη και η τρίτη ξινή, για να μην πιάσει βέβαια στο στόμα του εκείνες που σπούδαζαν στο εξωτερικό και νόμιζαν ότι είναι κάποιες. «Άσε που όλες τους ψάχνονται συνέχεια για άντρα! Εσύ γιατί να βγαίνεις μαζί τους για ποτό; Για να σας την πέφτουν όλα τα λιγούρια του μπαρ; Αυτές ψοφάνε, αλλά εσύ άντρα βρήκες! Ή μήπως όχι; Αν θέλεις να χωρίσουμε και να βγαίνεις κάθε βράδυ με τις τσούλες τις φιλενάδες σου, εγώ δεν θα σε εμποδίσω». Η Μαρία δεν ήθελε.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, πριν καλά καλά το καταλάβει, όλη της η καθημερινότητα περιστρεφόταν γύρω του. Δεν τολμούσε να ασχοληθεί με τίποτα άλλο όσο ήταν εκείνος στο σπίτι, γιατί κάθε πράγμα που έκανε, μπορούσε να γίνει αφορμή παρατηρήσεων και καβγάδων. Και παρόλο που εκείνη έκανε ό,τι μπορούσε για να μην τους προκαλεί, γίνονταν όλο και συχνότεροι. Όταν έπαιρνε δουλειά στο σπίτι, την ειρωνευόταν ότι δεν έχει ζωή κι ότι της φόρτωναν όλες τις αγγαρείες, επειδή ήταν γεννημένη θύμα. Γιατί δεν έπαιρνε παράδειγμα από εκείνον για το πώς να φέρεται; Όταν καθόταν καμιά φορά και χάζευε στο κινητό της, της έκανε πόλεμο νεύρων για μέρες μέχρι να παραδεχτεί ότι έμπαινε στο ίνσταγκραμ για να το παίζει ωραία και να φλερτάρει με άλλους. Τελικά, την ανάγκασε να διαγράψει το λογαριασμό της.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ένα Σάββατο μεσημέρι, έτρωγαν μαζί στο μπαλκόνι. Η Μαρία είχε μαγειρέψει ένα από τα αγαπημένα του φαγητά – κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο - και είχε στρώσει το τραπέζι με μεγάλη φροντίδα, γιατί ήξερε πως ακόμα και μια μικρή δαχτυλιά σε ένα κατά τ’ άλλα καθαρό ποτήρι μπορούσε να τον κάνει έξω φρενών. Πριν απ’ αυτό, είχε πλύνει το μπαλκόνι και είχε ποτίσει τις γλάστρες, για να είναι σίγουρη ότι δεν θα γινόντουσαν ούτε τα πλακάκια και τα φυτά αφορμή για παρατήρηση. Κάποια στιγμή, όπως έτρωγαν, ο Κώστας σταμάτησε απότομα να μασάει κι έφτυσε με μίσος στο πιάτο του ένα μισολιωμένο κομμάτι πατάτα. Κοπάνησε τα μαχαιροπίρουνα στο τραπέζι, εξαγριωμένος. «Είναι άψητη, γαμώ την πουτάνα μου!! Ούτε μια πατάτα δεν μπορείς να μαγειρέψεις; Δεν μπορεί να είσαι τόσο άχρηστη πια!» Πριν προλάβει η Μαρία να αρθρώσει λέξη, τη χαστούκισε. Και μετά ξανά. Μια άψητη πατάτα ήταν σίγουρο βαρύ έγκλημα.
Και τώρα ήταν η καραντίνα. Δεν μπορούσε ούτε στο γραφείο να πάει, να ξεφύγει λίγο από αυτό που υπήρχε στο σπίτι της. Εκείνος πήγαινε κανονικά στη δουλειά του. Και γυρνούσε κάθε μεσημέρι με περισσότερα νεύρα, που κινδύνευε κάθε μέρα, κάθε ώρα, κι αυτή ήταν αραχτή στο σπίτι και δεν είχε να φοβάται τίποτα. Στα ψελλίσματά της ότι κι εκείνη δούλευε, και μάλιστα πολύ περισσότερες ώρες, απαντούσε πάντα με περιφρονητικά νεύματα και βρισιές. Δουλειά ήταν αυτό που έκανε; Όλη μέρα στο κρεβάτι μπροστά στο λάπτοπ; Αυτό ήταν τεμπελιά πολυτελείας! Και δεν φτάνει που καθόταν όλη μέρα, δεν μπορούσε καν να μαγειρέψει κάτι της προκοπής. Κάθε φορά που οι προθεσμίες στη δουλειά έτρεχαν και η Μαρία δεν προλάβαινε να ετοιμάσει το φαγητό πριν γυρίσει ο Κώστας, ευχόταν να αρκεστεί εκείνος σε κάνα δυο χαστούκια, όπως την πρώτη φορά. Ποτέ όμως δεν εισακούστηκε. Ο Κώστας φαινόταν να ξεθυμαίνει όλο και πιο δύσκολα.
Και τώρα το ασανσέρ ανέβαινε γρήγορα και σταμάτησε στον όροφό τους πριν η Μαρία προλάβει να ανοιγοκλείσει τα μάτια της. Με κομμένη την ανάσα, άκουσε πρώτα τον μεταλλικό ήχο της πόρτας του ασανσέρ, έπειτα τον χαρακτηριστικό κουδούνισμα του μπρελόκ του και τελικά το σύρσιμο της δικής τους πόρτας που άνοιγε. Σκυμμένη πάνω από την κατσαρόλα, κοίταξε απελπισμένη το νερό που δεν είχε καν αρχίσει να βράζει. Δίπλα, ένα ανοιχτό πακέτο μακαρόνια και μια ντομάτα που σκόπευε να τρίψει για να φτιάξει μια γρήγορη σάλτσα.