- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
LawVid-19: Διαβάστε το διήγημα της Μαρίας (Ευαγγέλου) Παπαδάκη που απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον διαγωνισμό
Rimedio:
Στη μοναχική του κάμαρη, ο Τζανής ξύπνησε κάθιδρος κι αλαφιασμένος από αλλόκοτο όνειρο: Ήτανε λέει περιηγητής σε μουσείο του εξωτερικού και παρατηρούσε έναν ανατριχιαστικό ζωγραφικό πίνακα με θέμα μια μεσαιωνική πόλη να καταλύεται απ’ το θάνατο, όταν το έργο αίφνης ζωντάνεψε και άρχισε να τον ρουφά στον αποτρόπαιο κόσμο του… Δεκάδες δρεπανοφόροι σκελετοί έκοβαν το νήμα της ζωής των έντρομων κατοίκων τούτης της αλλοτινής πόλης, μιας πόλης άναρχης, που χε ολόκληρη καταλυθεί απ' το θανατικό. Ο ζοφερός τούτος κόσμος τον ρούφαγε με δύναμη ακατάλυτη, κι όσο κι αν ο ίδιος πάλευε να ξεφύγει, το περιβάλλον γύρω του παρέμενε εφιαλτικό, γεμάτο πόνο, αποδόμηση και θάνατο.
Ανάστατος από τον εφιάλτη, ανακάθισε στο κρεβάτι του. Τί παράξενο.. Σαν να τον γνώριζε αυτό τον πίνακα, σαν κάπου να τον είχε ματαδεί. Από ποιο χρονοντούλαπο της σαρακονταετούς ζωής του όμως, είχαν δραπετεύσει οι εφιαλτικές μορφές του; Πότε και πού τον είχε αντικρίσει και γιατί απόψε ανασύρθηκε απ’ το μυαλό του και εισέβαλε στον ύπνο του;
Κοίταξε έξω απ' το παράθυρο την πόλη. Η οδός Θεοτοκοπούλου ήταν έρημη, όπως ολόκληρη η πόλη των Χανίων τις τελευταίες μέρες, μετά την είδηση του λοιμού. Οι ρυθμοί των ανθρώπων είχαν αλλάξει υπό το κράτος μιας πρωτόγνωρης καραντίνας. Όχι όμως και οι ρυθμοί του Τζανή, του παθιασμένου με τη δουλειά του αρχιτέκτονα. Οι προθεσμίες έτρεχαν και τα έργα που είχε αναλάβει έπρεπε να παραδοθούν στην ώρα τους. Το τί συνέβαινε στους γύρω του δεν τον αφορούσε, είχε σκεφτεί αλαζονικά από τις πρώτες κιόλας στιγμές που ο κόσμος άρχισε να τρομοκρατείται και να αλλάζει τις καθημερινές του συνήθειες. Γι' αυτόν, η επίτευξη των επαγγελματικών στόχων του ήταν μονόδρομος, και μάλιστα μονόδρομος εξαιρετικά επικερδής.
Μετά το πρώτο μούδιασμα από το φρικαλέο όνειρο, γρήγορα βρήκε το γνωστό του τέμπο. Αναπήδησε στο κρεβάτι, ντύθηκε βιαστικά, άναψε τσιγάρο όπως κάθε πρωινό και άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες του παλιού ενετικού αρχοντικού. Γονική παροχή απ' τον πατέρα, που πλέον πλησίαζε στο τέλος της ζωής του, καιρό τώρα υπό το διεκπεραιωτικό βλέμμα των φροντιστών του αξιοπρεπέστερου οίκου ευγηρίας της περιοχής.
Με νευρώδη βηματισμό κατευθύνθηκε προς το αρχιτεκτονικό του γραφείο. Είχε πολλή δουλειά να διεκπεραιώσει και οι προθεσμίες παράδοσης των έργων που’ χε αναλάβει ήταν ασφυκτικές. "Για πού το ’βαλες ομορφόπαιδο; Από χτες κηρύχτηκε καραντίνα, το ξέχασες; Απαγόρευση κυκλοφορίας!!" του σφύριξε ο ψιλικατζής της γωνίας. "Ο χρόνος είναι χρήμα μπάρμπα - Σταύρο!!" απάντησε ο Τζανής και επιτάχυνε το βηματισμό του. Τα μεγαλόπνοα επαγγελματικά του σχέδια δεν επιδέχονταν αναβολών. "Η καραντίνα είναι για τους αργόσχολους", μουρμούρισε πετώντας την επόμενη γόπα. Καθώς η πόλη ήταν άδεια, έφτασε σύντομα στον προορισμό του κι έπεσε αδηφάγα στη δουλειά.
Τον δημιουργικό του οίστρο διέκοψε ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου. Ήταν απ' το γηροκομείο. Ευτυχώς όχι προάγγελος θανάτου, τουλάχιστον προς το παρόν. "Ο πατέρας σας ζητά να σας δει κύριε Ρεμεδιανάκη" μια ενοχλητική φωνή απέσπασε την προσοχή του απ’ τη στοίβα των εγγράφων όπου είχε βυθιστεί. "Πείτε του ότι απαγορεύεται οι ηλικιωμένοι να δέχονται επισκέψεις αυτή την περίοδο! Αποτελούν ευπαθή ομάδα!" απάντησε ο Τζανής, ικανοποιημένος που η καραντίνα του έδινε την τέλεια δικαιολογία να μη χάσει το χρόνο του σε μια ακόμη βαρετή επίσκεψη στον πατέρα. "Μα επιμένει. Φοβάται ότι δεν θα σας ξαναδεί", ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής. "Ανοησίες γέρων!" φώναξε εκείνος κι έκλεισε νευριασμένος το τηλέφωνο.
Κάπνιζε αρειμανίως όταν στο γραφείο μπήκε διακριτικά η Μαρίνα. Όμορφη γυναίκα, λαμπερή και εύστροφη, ευρέως επιθυμητή, της οποίας όμως τα αισθήματα για το Τζανή δεν έβρισκαν το είδος της ανταπόκρισης που τους άξιζε. "Πάμε σήμερα για φαγητό κύριε Ρεμεδιανάκη;" του πρότεινε με παιχνιδιάρικο ύφος. "Πού να τρέχουμε ρε Μαρίνα, πας καλά; Έξω δεν κινείται φύλλο. Όλες οι ταβέρνες κλείσανε". "Μπορώ να μαγειρέψω κάτι. Το συσκευάζω πρόχειρα και το τρώμε κάπου έξω. Θα βρούμε ένα παγκάκι στο Παλιό Λιμάνι και θα ναι πρώτης τάξεως αυτοσχέδια ταβέρνα!" απάντησε εκείνη με ένα συγκρατημένο χαμόγελο κοιτώντας τον διερευνητικά. "Μπα!" ξεφύσησε αυτός και της γύρισε αδιάφορα την πλάτη. "Την αδικείς τη Μαρίνα" του σφύριξε ο συνεταίρος του όταν οι γόβες της έπαψαν να ακούγονται στο διάδρομο. "Για τη δουλειά που τη θέλω, καλή είναι" αντέτεινε κυνικά ο Τζανής. Και στο επικριτικό βλέμμα του φίλου του, πρόσθεσε "Δεν έχω χρόνο για σοβαρές σχέσεις και ρομάντζα, φίλε! Εξάλλου, ο ένας απ' τους δυο μας πρέπει να το ξενυχτά εδώ μέσα. Αφού εσύ επέλεξες να πηγαίνεις στη γυναικούλα και τα παιδάκια σου, άσε μας εμάς εδώ να βγάζουμε το φίδι απ' την τρύπα και μην ασχολείσαι με Μαρίνες!"
Ήταν έτοιμος να τυπώσει τα αρχιτεκτονικά προσχέδια του νέου έργου, όταν χτύπησε ξανά το τηλέφωνο. Ήταν ο πολιτικός μηχανικός που χε ο ίδιος συστήσει για την ανάληψη των στατικών του έργου. "Θα σε καθυστερήσω λίγο", αποτόλμησε να μουρμουρίσει εκείνος στο Τζανή, "Η μελέτη στατικότητας δεν είναι έτοιμη γιατί δεν έκανα αυτοψία. Θέλω να περάσει η καραντίνα για τον κορωνoϊό και μετά θα την κάνω" συνέχισε διστακτικά. "Ούτε να το σκέφτεσαι!" αντέτεινε ο Τζανής. "Εκτός αν θες να μετακυλήσει σε σένα ο εργολάβος την ποινική ρήτρα προς τον οικοπεδούχο για την καθυστέρηση παράδοσης του έργου" φώναξε. "Μα τί λες Τζανή; Έχω παιδιά και ηλικιωμένους γονείς, δεν μπορώ να τους εκθέσω σε κίνδυνο. Εξάλλου, είναι κλειστοί και οι προμηθευτές, πώς θα τελειώσει ο εργολάβος το έργο; Δεν υπάρχουν υλικά στην αγορά!". "Μου είναι παντελώς αδιάφορο ", αντέτεινε ο Τζανής. "Το δικό μας το πρότζεκτ, θα παραδοθεί στην ώρα του. Αν δεν μπορείς να αντεπεξέλθεις, απλώς θα αντικατασταθείς" δήλωσε ξερά στο συνεργάτη του και του έκλεισε απότομα το τηλέφωνο.
Στην επιστροφή για το σπίτι μετά τη δύση του ήλιου, η πόλη παρέμενε έρημη κι ας ήταν εργάσιμη μέρα. Στους άδειους δρόμους της, το σταθερό και νευρικό βάδισμα του Τζανή έμοιαζε με τον περιοδικό ήχο ενός ασταμάτητα κινούμενου ρολογιού που αυθάδικα υπενθύμιζε στους "αργόσχολους" ότι ο χρόνος είναι χρήμα. Ήταν μια διαδρομή χωρίς συναντήσεις, ιδανική συνθήκη για να αναλύσει ο φιλόδοξος αρχιτέκτονας τις τελευταίες λεπτομέρειες του έργου στη δαιδαλώδη του σκέψη. Μόνο όταν άρχισε να βηματίζει στις γειτονιές της Παλιάς Πόλης ένοιωσε μια αδιόρατη μελαγχολία…. Οι ενετικές συνοικίες, καλυμμένες απ’ το σκοτάδι, αίφνις ανέδιδαν μυρωδιά μούχλας, ερημιά και θλίψη. Ανέβηκε τη σκάλα του ενετικού αρχοντικού, απόψε παραδόξως ασθμαίνοντας.
Άδειασε τη βαλίτσα του μηχανικά. Πριν δώδεκα μέρες είχε γυρίσει από την Ιταλία, μα οι αποσκευές του παρέμεναν στην ίδια θέση που είχαν αφεθεί κατά την άφιξή του. Αμέλεια εργένη και μονίμως πολυάσχολου. Ήταν ταξίδι αστραπή η Ιταλία, για μια αρχιτεκτονική έκθεση στη Ρώμη, που μάλιστα κρατήθηκε απ' όλους μυστικό λόγω της ευρείας εξάπλωσης του κορωνοϊού στη γείτονα και της επιφυλακτικότητας με την οποία όλοι θα τον αντιμετώπιζαν στο άκουσμα ότι την κρίσιμη περίοδο ήταν εκεί. "Μπράβο κοινωνική ευσυνειδησία" ακούστηκε μέσα του στεντόρεια η φωνή του πατέρα. "Ανοησίες γέρων!" επανέλαβε ο Τζανής την πρωινή φράση και απόδιωξε τη φωνή τούτη - φωνή της συνείδησης - που τον επέκρινε για την ανεύθυνη στάση του. "Μέγιστη αυταπάτη η αίσθηση ότι είσαι άτρωτος" συνέχισε η επικριτική φωνή, μα ο Τζανής αμέσως την απόδιωξε κι' αυτήν, σαν να επρόκειτο για ενοχλητική μύγα.
Άνοιξε μηχανικά το δέκτη της τηλεόρασης. Οι εικόνες που αίφνης εισέβαλαν στο ψηλοτάβανο δωμάτιο του ενετικού αρχοντικού έπεσαν πάνω του σαν ταφόπλακα: στην πόλη Μπέργκαμο της Ιταλίας, κομβόι στρατιωτικών φορτηγών μετέφερε τα άψυχα κορμιά των θυμάτων του λοιμού σε ομαδικούς τάφους, στερώντας από τους οικείους των θανόντων το μοναδικό νοητό βάλσαμο στη μέγιστη τούτη απώλεια: το δικαίωμα της εξατομικευμένης ταφής και του επιθανάτιου θρήνου...
Άφησε σχεδόν ανέπαφο το δείπνο του, που απόψε του φαινόταν άοσμο και άγευστο, και βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ, χωρίς όνειρα αυτή τη φορά. Παρολ' αυτά, πάλι ξύπνησε κάθιδρος. Το μέτωπό του έκαιγε και ένοιωθε κατάκοπος. Κοίταξε απ' το παράθυρο. Οι στάλες της βροχής κυλούσαν αργά απ' τα ενετικά μπαλκόνια και τα ρόπτρα στο πλακόστρωτο καλντερίμι. Πάντα του άρεσε που έμενε στο ενετικό τμήμα της πόλης των Χανίων. Αρχιτέκτονας γαρ. Όλα γύρω τον ταξίδευαν πίσω στο χρόνο. Μα τώρα, ξαφνικά, τούτη η γειτονιά του φάνταζε πρωτόγνωρα μακάβρια και ασφυκτική. Οι στενοί δρόμοι και τα σπίτια της ήταν σαν να του κλέβαν τις ανάσες...
Περίμενε να ξημερώσει μα ο χρόνος - που άλλοτε έτρεχε αδυσώπητος - τώρα κύλαγε αργά και βασανιστικά. Δεν είχε ύπνο, να πάρει... Και του ήταν τόσο απαραίτητος... Στην πρώτη αχτίδα φωτός εγκατέλειψε την προσπάθεια να ξαναμπεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Ντύθηκε με πρωτόγνωρα αργές και κοπιαστικές κινήσεις. Ο υδράργυρος έδειξε δέκατα και δυσκολεύτηκε να καταπιεί ακόμη και λίγο τσάι. "Δεν είναι τίποτα, μια αδιαθεσία, θα περάσει, πρέπει να πάω στη δουλειά" σκέφτηκε και παραβλέποντας τις επιταγές του σώματος, κυριολεκτικά σύρθηκε μέχρι το γραφείο.
"Τζανή τί σου συμβαίνει; Δείχνεις χάλια" είπε ανήσυχος ο συνεταίρος του όταν δύο ώρες μετά έφτασε κι εκείνος στο γραφείο. "Μα εσύ καις! Και είσαι κάτωχρος". " Πού βρήκες αυτά τα φυλλάδια της φετινής αρχιτεκτονικής έκθεσης της Ρώμης"; του είπε κοιτώντας μια γωνιά στο γραφείο του "Ωχ όχι…. Θεέ μου, ήσουν εκεί;!;". Έντρομος ο συνεταίρος άρον άρον ανάγκασε το Τζανή να καλέσει τον ΕΟΔΥ. "Ταξιδέψατε πρόσφατα σε πληγείσα περιοχή;" ακούστηκε μια φωνή από τη γραμμή του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας. "Πιθανότατα έχετε προσβληθεί από τον κορωνοϊό, μείνετε σπίτι και επικοινωνήστε με το γιατρό σας" ήταν οι όχι και τόσο παρήγορες οδηγίες του Οργανισμού.
Με μάτια που γυάλιζαν από τον πυρετό, εξαντλημένος, πήρε για άλλη μια φορά το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Η πόλη ήταν και πάλι άδεια, μα τούτη η ερημία για πρώτη φορά μύριζε θανατικό…. Θολωμένος απ' τον πυρετό, σαν σε μέθη, ένοιωσε τα βήματά του να διαγράφουν τώρα ενστικτωδώς μιαν άλλη διαδρομή. Μπερδεμένος, νόμισε προς στιγμή πως έχασε το δρόμο του, μα αίφνης μετά ένοιωσε ότι ήξερε καλά, ότι ακολουθούσε, σχεδόν τελετουργικά, μια διαδρομή οικεία…. Όταν με τρεμάμενα πόδια κοντοστάθηκε να πάρει ανάσες, δύσκολα, σ' ένα παγκάκι, βρισκόταν ήδη στην πλατεία της Σπλάντζια, καρδιά της παλιάς πόλης των Χανίων. Ρίγος τον κυρίευσε όταν σηκώνοντας το βλέμμα αντίκρισε μπροστά του τον πέτρινο όγκο της Εκκλησίας του Αγίου Ρόκκου. Η καθολική τούτη εκκλησία - οι πόρτες της οποίας πάντα παρέμεναν ερμητικά κλειστές - είχε ανεγερθεί στα Χανιά το έτος 1630, επί Ενετοκρατίας, όταν στην πόλη είχε ενσκήψει η πανώλη, ο "μαύρος θάνατος". Η ανέγερσή της γράφτηκε στην ιστορία της πόλης ως μια απέλπιδα έκκληση στον άγιο Ρόκκο - κατά το καθολικό εορτολόγιο προστάτη των πιστών απ’ τους λοιμούς - για προστασία απέναντι στο θανατικό, που τότε σάρωνε τα σπίτια μέσα απ' τα τείχη.... «DEO O(PTIMO).M.(AXIMO) ET D(IVO). ROCCO DICATVM. M.D.CXXX».
(ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΜΕΓΙΣΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΡΟΚΚΟ 1630) ανέγραφε η επιγραφή της εισόδου, μα κείνη η ερμητικά κλειστή πόρτα έμοιαζε να σφράγισε βαρύγδουπα κάποτε πίσω της απύθμενο πόνο και θάνατο. Ίσως γι' αυτό δεν άνοιξε ξανά.... Η όψη του ναού φάνηκε για πρώτη φορά στο Τζανή πολύ γνώριμη. Αλλά όχι με τη μνήμη του αξιοθέατου, ούτε του αρχιτεκτονικά ενδιαφέροντος κτιρίου. Δεν καταλάβαινε πώς, μα τούτη η θύμηση έμοιαζε με μνήμη βιωματική... Οι πέτρες του ναού, που φάνταζαν ταφόπλακες, του φέρανε στο νου απόγνωση, πανικό και επιθανάτιους ρόγχους. Τα δέντρα της πλατείας άρχισαν να ψηλώνουν και να μοιάζουν με λεπτά κορμιά, κορμιά διάφανα που κράταγαν δρεπάνια, και γύρω ολούθε ανθρώπινες μορφές με βαριές κάπες και μάσκες φέρουσες μακριά ράμφη πουλιών, έσκυβαν εξεταστικά πάνω του... Ήτανε λέει γιατροί που πάσχιζαν να τον θεραπεύσουν.... Και γύρω του η πλατεία γεμάτη φέρετρα, που κάποιοι τα ψαχούλευαν, ενώ άλλοι θρηνούσαν… Όπως στον πίνακα ζωγραφικής που την προχτεσινή νύχτα είχε ονειρευτεί πως τον κατάπινε... Το έδαφος κάτω απ' τα πόδια του άρχισε να γυρίζει. Κι όλα γίνανε αίφνης μαύρος θάνατος...
Ξύπνησε σε κρεβάτι του Γενικού Νοσοκομείου Χανίων. Ο χώρος μύριζε ιδρώτα και απολυμαντικό. Άλλα τρία κρεβάτια γύρω του ήταν όλα γεμάτα. Στο χώρο δεν υπήρχαν επισκέπτες. Μονάχα νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, ντυμένοι όλοι σαν αστροναύτες, κινούνταν στο δωμάτιο τηρώντας δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. "Κύριε Ρεμεδιανάκη, διαγνωστήκατε με κορωνοϊό" ήχησαν σαν προάγγελος θανάτου τα ψυχρά λόγια της γιατρού. "Η κατάστασή σας είναι σοβαρή παρά το νεαρό της ηλικίας σας. Υπάρχουν υποκείμενα νοσήματα. Γνωρίζετε ότι έχετε χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια; Λιποθυμήσατε στο δρόμο". Ο Τζανής την κοίταξε άλαλος. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένοιωσε να κλονίζεται η αίσθηση ότι ήταν άτρωτος. Δεν είχε ανάσες. Ένοιωθε να ασφυκτιά. Ο φόβος άρχισε να τον αγγίζει. "Τί πρέπει να κάνω γιατρέ;" ψέλλισε. "Είναι λίγα αυτά που μπορείτε να κάνετε. Ας ελπίσουμε ότι ο οργανισμός σας θα αποδειχτεί ανθεκτικός" ήταν η απάντηση. "Εμείς απ’ την πλευρά μας θα κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν. Εσείς όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν προσέχετε ιδιαίτερα τον εαυτό σας: όταν σε έφεραν εδώ λιπόθυμο στις τσέπες σας βρέθηκαν 3 πακέτα τσιγάρα. Επίσης, ο συνεργάτης σας, που σας έφερε εδώ, μας είπε ότι επισκεφτήκατε πρόσφατα την Ιταλία. Εξαιρετικά ανώριμο να παραμείνετε επαγγελματικά ενεργός παρολ' αυτά! Έχετε εκθέσει σε θανάσιμο κίνδυνο πολλούς συνανθρώπους σας".
Τη νύχτα είδε ξανά το ίδιο όνειρο. Ήταν φρικτό. Μια μεσαιωνική πόλη στην οποία οι άνθρωποι πάλευαν να γλιτώσουν από το χάρο, κι ο χάρος, με τη μορφή αναρίθμητων δρεπανοφόρων σκελετών, αφαιρούσε ζωές και σκορπούσε παντού τον τρόμο. Ο ίδιος ζωγραφικός πίνακας....
"Ξέρω τί είναι Μαρίνα" είπε σε κείνη όταν ήρθε στο Νοσοκομείο να τον δει. "Θυμήθηκα". Είναι το έργο «Θρίαμβος του θανάτου» του Bruegel. Τον είχα δει αυτόν τον πίνακα στο μουσείο του Πράδο, στη Μαδρίτη, πριν χρόνια, όταν ήμουν φοιτητής. Είχε φιλοτεχνηθεί το 16ο αιώνα, όταν σ’ όλη την Ευρώπη η πανώλη θέριζε. Ο «μαύρος θάνατος». Το περίεργο όμως είναι πως τώρα νοιώθω ότι το θανατικό του πίνακα, το έχω κάπου ζήσει. Εννοώ ξαναζήσει". Μια παύση ακολούθησε. Ήξερε ότι ακουγόταν παράλογο, όπως ακούγονται πάντα οι εμπειρίες deja vu.... "Θα πεθάνω κι εγώ Μαρίνα. Το όνειρο αυτό ήταν προάγγελος θανάτου".
Η κοπέλα τον κοιτούσε με αγάπη. Ήθελε να του σφίξει το χέρι, να τον κλείσει στην αγκαλιά της, να τον διαβεβαιώσει πως όλα θα πήγαιναν καλά, μα κι αυτές οι μικρές ανθρώπινες εκδηλώσεις αγάπης και τρυφερότητας την εξέθεταν σε κίνδυνο. Εξάλλου, ούτε η ίδια δυστυχώς ήταν σίγουρη ότι ο αγαπημένος της θα επιβίωνε. "Μαρίνα μετανιώνω... Μετανιώνω πικρά που δεν πήγαμε προχτές για φαγητό. Μετανιώνω που δεν απολαύσαμε μαζί ένα ηλιοβασίλεμα στο Παλιό Λιμάνι. Πιθανότατα δεν θα το αντικρίσω ποτέ ξανά... Μετανιώνω για τις στιγμές μας που έχασα. Για τις νύχτες, για τις μέρες, για τις αγκαλιές και προπάντων για τα συναισθήματα που δεν σου εξέφρασα ποτέ αλλά πάντα κατέπνιγα. Τώρα δεν υπάρχει για μένα χρόνος. Υπάρχει χρήμα, αλλά όχι χρόνος" και γέλασε πικρόχολα, γέλιο που πυροδότησε έναν ισοπεδωτικό βήχα.
"Φέρε μου το τηλέφωνο, Μαρίνα, πρέπει να μιλήσω σε κείνον", της ζήτησε παράφορα. "Πατέρα σ' αγαπώ, πατέρα συγγνώμη, πατέρα συγχώρα με που δεν ήρθα όταν με ζήτησες, πατέρα...." Φράσεις λατρείας σε μια ψυχρή τηλεφωνική γραμμή. Φράσεις που δια ζώσης ίσως δεν είχαν ειπωθεί ποτέ, μα τώρα έγιναν ανάγκη αδήριτη, ανάγκη καθηλωτική, ανάγκη υποκατάστασης στιγμών που χάθηκαν για πάντα γιατί "ο χρόνος ήταν χρήμα", χρήμα που τώρα ουδέν εξαγοράζει, παρά μόνον ένα πολυτελές φέρετρο.
Ύστερα, ήταν και η σκέψη του μελλοντικού παιδιού του που τον γέμιζε θλίψη. Το παιδί που δεν πρόλαβε να αποκτήσει. Η απώλεια της ελπίδας ότι θα το κράταγε στα χέρια του μια μέρα. Γιατί να το’ χει στερηθεί κι αυτό; Μετά χαράς θα αντάλλασσε τώρα όλα του τα χρήματα για να παίξει στα γόνατά του ένα μωρό! Το μωρό του! Θυμήθηκε την εικόνα ενός σοβατζή του που χόρευε στα πόδια του το γιο του σ’ ένα μεσημεριανό διάλειμμα της δουλειάς, όταν η γυναίκα του του’ χε φέρει κάτι να τσιμπήσει… H καρδιά του Τζανή ζεστάθηκε, αλλά και πάγωσε συνάμα. Οι εργάτες που’ χε στην οικοδομή, ήταν τελικά πολύ πλουσιότεροι από τον ίδιο, σκέφτηκε πικρόχολα...
Ο κύριος στο διπλανό κρεβάτι ήταν πραγματικά πολύ άσχημα. Υπέργηρος και κάτωχρος, είχε ένα δέρμα χλωμό και σχεδόν διάφανο, έτσι που νόμιζες ότι μπορούσες να δεις τα σωθικά του, και δυο τεράστια μάτια γεμάτα παράπονο γι' αυτά που δεν έζησε και για τους αγαπημένους του που δεν είδε. Όταν η ψυχή του έφυγε, ο Τζανής ήταν ξύπνιος. Μέσα στο ζοφερό κλίμα του θαλάμου, ο επιθανάτιος ρόγχος του γέροντα ήταν σαν κλάμα μωρού, μωρού που μάταια επιζητά μια αγκαλιά μέχρι το τέλος… Η χειρότερη εμπειρία όμως για το Τζανή, δεν ήταν η ταραχώδης αναχώρηση της ψυχής. Ήταν το πλιάτσικο που ευθύς αμέσως επακολούθησε και θύμισε στο Τζανή τις εικόνες της απόλυτης αναρχίας που επικρατούσε στην πόλη του εφιάλτη του, όταν τα σπίτια «κλείναν» απ’ το λοιμό και στη θέση των νοικοκυραίων εισέβαλαν οι κλέφτες. Πλιάτσικο που σε δυο λεπτά κυνικά απέδειξε στο Τζανή πως τόσα χρόνια είχε ανταλλάξει τον πολύτιμο χρόνο του με πράγματα φθαρτά και αναλώσιμα, τα οποία μάλιστα θα κατέληγαν τάχιστα στα χέρια αρπακτικών: Ο δήθεν «παρηγορητής» και υποστηρικτικός ασθενής από το διπλανό κρεβάτι ενθυλάκωσε με επιδεξιότητα τα λεφτά του παππού. Το παιδί που του είχε φέρει τη μίσθια τηλεόραση, του πήρε το ρολόι και το σταυρό του. Ο άντρας που νοσηλευόταν απέναντι του βούτηξε μια επασημωμένη εικόνα της Παναγιάς. Και τέλος, όταν ο γιατρός διαπίστωσε το θάνατό του, ο ιός ο ίδιος έκλεψε από το γέροντα το σπουδαιότερο: το πολύτιμο αγαθό της ζωής και μαζί του την τελευταία ελπίδα ότι θα «έφευγε» μέσα στη ζεστή αγκαλιά του παιδιού του.
Ο θάνατος του παππού προκάλεσε στο Τζανή μεγάλη αγωνία. Ταυτόχρονα, οι ανάσες του γίνονταν διαρκώς πιο δύσκολες και για πρώτη φορά ένοιωσε μαχαιριές στο στήθος. Ο φόβος πλέον τον κυρίευσε ολοκληρωτικά. Απαίτησε να δει την υπεύθυνη ιατρό του θαλάμου. "Χρειάζομαι ειδική φροντίδα. Δυσκολεύομαι πολύ να αναπνεύσω και πονάω στους πνεύμονες. Πρέπει να μπω στη ΜΕΘ, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ!!!" άκουσε τον εαυτό του, για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή του, να ικετεύει. "Εγώ σας παρακαλώ κύριε Ρεμεδιανάκη!" ήταν η μετρημένη αντίδραση της ιατρού. "Εμείς κρίνουμε ποιος θα μπει στη ΜΕΘ, όχι εσείς. Εξάλλου, έχουμε μόνο 5 κλίνες και είναι όλες κατειλημμένες. Αυτό που ζητάτε είναι αδύνατον". "Μα δε μπορεί.. Ξέρετε ποιος είμαι γω;" Με σπασμωδικές κινήσεις και τον τρόμο ότι το τέλος πλησίαζε, ανέσυρε από το μαξιλάρι του ένα χοντρό πακέτο χαρτονομίσματα. "Ακούστε, έχω πολλά χρήματα, όσα χρειαστεί… Αυτά είναι μόνο ένα μικρό δείγμα. Πάρτε τα. Κάντε ό,τι καλύτερο μπορείτε όμως. Βάλτε με στη ΜΕΘ, σας παρακαλώ!" Η γιατρός οπισθοχώρησε και τον κοίταξε βλοσυρά. "Να μην το ξαναπείτε!! Αυτά δεν περνάνε εδώ!!!" αντέτεινε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Είμαστε όλοι, ιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό, στο πλευρό σας, αλλά επί ίσοις όροις. Τα κριτήρια εισαγωγής στη ΜΕΘ δεν επηρεάζονται από τα χρήματά σας». Ο Τζανής εξοργισμένος και εκτός εαυτού επιχείρησε να σηκωθεί από το κρεβάτι ουρλιάζοντας και πετώντας, αλλόφρων, τα χαρτονομίσματα προς τη γυναίκα. Εκείνη, άκαμπτη, έκλεισε την πόρτα πίσω της και ο πάλαι ποτέ σκληρός και αγέρωχος αρχιτέκτονας βρέθηκε να σέρνεται στο πάτωμα του θαλάμου του, κλαίγοντας με αναφιλητά.
"Φιλαράκο, όλοι είμαστε ίσοι μπροστά στο θάνατο" ακούστηκε συρτή η βραχνή φωνή ενός ξερακιανού υπερήλικα από το βάθος του θαλάμου. "Τούτο είναι το τελευταίο προπύργιο της ισότητας στον άδικο τούτο κόσμο ". "Τώρα να δω τί θα τα κάμεις τα λεφτά σου, τα σάβανα δεν έχουνε τσέπες! Για να δούμε τώρα, πόσο μόρτης είσαι!;!" Μόρτης, μόρτης, μόρτης…. Η λέξη τούτη ήχησε στ' αυτιά του Τζανή ξανά και ξανά και ξανά, παρόλο που ο γέρος δεν την επαναλάμβανε. Μια σκέψη τον χτύπησε σαν κεραυνός: "Ανάθεμά τη τη γλωσσολογία μου", μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του, αναφερόμενος στο εν λόγω αγαπημένο χόμπυ του που την ώρα τούτη ένοιωσε να τον περιπαίζει βασανιστικά. "Μόρτης" απ' το ιταλικό morto και το λατινικό mors - mortis που σημαίνει θάνατος... Η ετυμολογική προέλευση τούτης της λέξης ανέτρεχε πίσω στο Μεσαίωνα, όταν "μόρτες" αποκαλούσαν αυτούς που είχαν επιβιώσει της πανούκλας, τους "απόλοιμους", αυτούς που επειδή είχαν αναπτύξει αντισώματα στο λοιμό, αναλάμβαναν τη φροντίδα των αρρώστων και την ταφή των νεκρών. Κι οι δύο τούτες αποστολές τους έδιναν την ευκαιρία αρπαγής των τιμαλφών των παθόντων, γι' αυτό και «μόρτης» επικράτησε να αποκαλείται ο πονηρός μικροαπατεώνας. Την ύστατη τούτη στιγμή όμως, η λέξη έφερε στο νου του Τζανή μόνο την περιπόθητη επιβίωση. "Εγώ μόρτης; Απόλοιμος; Μακάρι!" ήταν η επόμενη, ελπιδοφόρα σκέψη του, που γρήγορα τον βύθισε σε ένα βαθύ ύπνο.
Ο ίδιος ξερακιανός γέροντας που τον είχε λοιδορήσει, την επομένη το πρωί τον πλησίασε με βήμα μακρόσυρτο και διάθεση σχεδόν απειλητική. "Είσαι ευχαριστημένος με τη ζωή σου;" τον ρώτησε κυνικά και τα βαθουλωμένα γέρικα μάτια του έλαμψαν χαιρέκακα. "Τόσο απεγνωσμένα που επιζητάς να την περισώσεις, θα’ λεγε κανείς ότι κάνεις ζωή χαρισάμενη. Είναι όμως έτσι; Είσαι ικανοποιημένος από τα πεπραγμένα σου κύριε Ρεμεδιανάκη; Ξαναρωτάω. Θα ήσουν ευχαριστημένος αν πέθαινες αύριο;" Η ερώτηση ήρθε στο Τζανή σαν αναπάντεχο χτύπημα. Πώς ήξερε αυτός ο τύπος το όνομά του; Ο γέρος έμοιαζε τρομακτικά με το Χάρο, που διαπραγματευόταν ναύλα, τούτη τη φορά όχι για να διασχίσει (όπως συνήθως), αλλά για να μην διασχίσει τον Αχέροντα, ναύλα ακριβά για να γυρίσει το ταξιδιώτη πίσω στα εγκόσμια. Και για ναύλα ζήταγε τώρα πειστήρια της αξίας της μέχρι τώρα ζωής του ταξιδιώτη Τζανή. Το ειρωνικό βλέμμα του ξερακιανού αυτού τύπου που τον κοιτούσε περιπαικτικά και πλησίαζε σιγά σιγά προς το μέρος του, τον έκανε να νοιώσει ότι πραγματικά τον ζυγώνει ο Χάρος.
Η πρώτη αντίδραση του Τζανή ήταν η αντεπίθεση "Γιατί, είσαι εσύ ικανοποιημένος με τη δική σου;", ρώτησε φανερά ενοχλημένος. "Δεν έχει σημασία», ετοιμόλογα απάντησε ο γέροντας, «γιατί εγώ, σε αντίθεση με σένα, δεν αξίωσα κάποια θέση στην Εντατική. Παραχώρησα τη θέση μου στους νεότερους. Εγώ τα’ χω φάει τα ψωμιά μου, έχω κατά πολύ ξεπεράσει το προσδόκιμο επιβίωσης, κι έχω τη δύναμη να το αποδεχτώ. Αν ζήσω, έζησα. Εσύ όμως; Τί αξιόλογο έχει η δική σου η ζωή και έχεις με τόση λύσσα αγκιστρωθεί πάνω της;" "Να σου πω την αλήθεια, τίποτα" απάντησε εν τέλει, μετά από περίσκεψη, με αυτοκριτική διάθεση ο Τζανής. "Γι' αυτό ακριβώς και θέλω να ζήσω. Ζητώ μια τελευταία ευκαιρία να δώσω αξία στην ύπαρξή μου. Αξία όχι μόνο για μένα ως μονάδα, μα και για τους γύρω μου. Μια αξία διαφορετική από τον τρόπο που την όριζα μέχρι τώρα".
Ξυπνώντας από ένα βαρύ ληθαργικό μεσημεριανό ύπνο, βρήκε ξανά δίπλα του τη Μαρίνα. Όλο της το πρόσωπο χαμογελούσε. Αντάλλαξαν βλέμματα. Μέσα τους καθρεφτίστηκαν γεύματα δίπλα στη θάλασσα, ατέλειωτες βόλτες και αγκαλιές, όλη η ζωή που δεν έζησαν και λαχταρούσαν να ζήσουν. Δυο σπουργίτια ερωτοτροπούσαν στο περβάζι του παραθύρου. Έμοιαζαν πως θέλαν να μπουν μέσα, μα πιο πολύ έμοιαζε πως οι μέσα ζητούσαν επιτακτικά να βγουν έξω και να γίνουν ένα με τα ερωτοτρόπα πουλιά. Της χαμογέλασε. "Τί κάνει ο πατέρας μου;" "Ανησυχεί για σένα αλλά είναι καλά. Ξέρεις, χτες ήταν εδώ. Ζητούσε να σε δει, μα δεν τον άφησαν. Τους δήλωσε ότι δεν τον νοιάζει. Ότι προτιμά να σε δει και να κολλήσει παρά να σε χάσει και να μη σε έχει σφίξει πάνω του". "Ο πατέρας..." και στα μάγουλά του κύλησαν δάκρυα. "Θα φύγω από δω Μαρίνα;" τη ρώτησε απελπισμένα. "Θα βγω από δω μέσα ζωντανός; Αν τα καταφέρω, η πρώτη μου δουλειά θα ναι να φύγει κι ο πατέρας απ' τη δική του φυλακή. Θα έρθει σπίτι. Και θα τον κρατήσω εκεί μέχρι το τέλος".
Από τις νοσταλγικές αλλά θολές σκέψεις του τον έβγαλαν βίαια πολλές διαπεραστικές φωνές. Ήταν οι ασθενείς γύρω του; Ήταν το νοσηλευτικό προσωπικό; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Ένοιωσε όμως ανθρώπους πολλούς να μαζεύονται γύρω απ’ το κρεβάτι του, να σηκώνουν το σώμα του και να το εναποθέτουν κάπου. Από τα μάτια του πέρασαν πολλές εναλλαγές φωτός κι ύστερα…. Ύστερα τίποτα. Απόλυτο και ατελείωτο σκοτάδι….
Την επομένη ή μεθεπομένη, αδύνατον να προσδιορίσει ακριβώς πότε, ο πυρετός για πρώτη φορά είχε πέσει, κι εκείνος, ανοίγοντας τα μάτια, αντιλήφθηκε ότι πλέον βρισκόταν στη ΜΕΘ…
Όταν επιτέλους τον γύρισαν στο θάλαμό του, η υπεύθυνη ιατρός έκοβε βόλτες με τη γνωστή στολή αστροναύτη, αλλά σήμερα με βλέμμα ενθαρρυντικό. Ο Τζανής την κοίταξε διερευνητικά. "Με συγχωρείτε ιατρέ, πού είναι ο υπερήλικας που νοσηλευόταν εκεί;" Τη ρώτησε με περιέργεια, κοιτώντας προς την πλευρά που έκειτο ο είρων συνομιλητής του, o «Χάρος». "Το κρεβάτι αυτό είναι άδειο εδώ και μερικές μέρες κύριε Ρεμεδιανάκη". "Μα προχτές...;; " αντέτεινε εκείνος απορημένος. "Προχτές καιγόσασταν στον πυρετό. Ήσασταν σε παραλήρημα. Μην ανησυχείτε όμως, πιστεύουμε ότι πλέον διαφύγατε τον κίνδυνο " τον διαβεβαίωσε εκείνη. Το βλέμμα του Τζανή έλαμψε! Με φωνή τρεμάμενη, γεμάτη συγκίνηση και ασυγκράτητη χαρά ρώτησε περαιτέρω: "Και … και η δεσποινίδα που με επισκεπτόταν αυτές τις μέρες; Πού είναι;". "Ποια δεσποινίδα; Δεν μπορεί να υπήρξε δεσποινίδα. Δεν γνωρίζετε κύριε Ρεμεδιανάκη πως στους πάσχοντες από κορωνοϊο δεν επιτρέπονται τα επισκεπτήρια; Αποκυήματα της φαντασίας σας ήταν ολ’ αυτά, ήσασταν – όπως σας είπα - σε πυρετικό παραλήρημα".
«Γιατρέ, ξέρετε, θέλω να ζητήσω συγνώμη για τις προάλλες», ψέλλισε μόλις ξεπέρασε τη συγκίνηση της ελπιδοφόρας είδησης αλλά και την ταραχή για τις πρόσφατες μυστηριώδεις εμπειρίες – παιχνίδια του μυαλού του. «Είμαι πραγματικά ευγνώμων για την προσφορά σας. Ξέρω ότι ξεπερνάτε τον εαυτό σας σε τούτη τη μάχη, αλλά να, η ανθρώπινη φύση στις δύσκολες στιγμές της έχει και τη σκοτεινή της πλευρά, και σε μια τέτοια στιγμή είδατε κι εμένα τις προάλλες». «Μην ανησυχείτε, καταλαβαίνω» του απάντησε εκείνη χαμογελώντας εγκάρδια και τη στιγμή εκείνη ήταν σίγουρος πως ήθελε να τον χτυπήσει τον ώμο και να του σφίξει το χέρι. Η γιατρός τούτη, πραγματικά δεν είχε σχέση με τους ιατρούς της πανώλης που, κατά τα θρυλούμενα, φόραγαν μάσκες με σχήμα ράμφους πουλιού ώστε να διατηρούν τη μέγιστη δυνατή απόσταση από τον ασθενή: η γιατρός του, τις στιγμές που έπρεπε, ήταν πραγματικά κοντά του…
Στο κινητό του τηλέφωνο, τις μέρες της νοσηλείας που επακολούθησαν και που ήταν στα συγκαλά του, ομολογουμένως δέχτηκε πολυάριθμες κλήσεις. Όμως όλοι, πλην της Μαρίνας και του πατέρα, με πρόσχημα το ενδιαφέρον για την υγεία του, είχαν κύριο μέλημα την πρόοδο των υποθέσεών τους. Πικρή ήταν η επίγνωση πως ο περίγυρος που τόσα χρόνια είχε σχηματίσει, απλά «κοίταζε να κάνει τη δουλειά του». Όμοιος ομοίως αεί πελάζει… Όμως όχι πια!
Έτσι οι μέρες κύλησαν... Αργά και βασανιστικά. Και πήραν μαζί τους πολλούς, πολλούς που πλάγιασαν προσωρινά στον άχαρο τούτο θάλαμο και σπίτι τους δεν ματαγύρισαν. Κι αυτό που δεν πήραν ποτέ οι αποφράδες μέρες τούτες, ήταν το φόβο του θανάτου. Το φόβο που χε ριζώσει στο μυαλό του άλλοτε ατρόμητου Τζανή και που τώρα αρνιόταν πεισματικά να μετακινηθεί. Τις ατελείωτες τούτες μέρες, πάμπολλες ήταν οι φορές που την ψυχή του κυρίευε αβάσταχτη νοσταλγία. Για τη ζωή εκεί έξω. Για την αγκαλιά και το καλοκάγαθο βλέμμα του πατέρα. Για το φιλί και το άγγιγμα της Μαρίνας. Για το παιδί που δεν απέκτησε. Για τα ηλιοβασιλέματα που χάθηκαν. Για τα υπαίθρια γεύματα και τη θέα της πόλης. Για τις βόλτες στη θάλασσα και την εξοχή. Για τις παρέες που έχασε πιστεύοντας πως θα τον περίμεναν πάντα. Για όλα τούτα που είχε θεωρήσει δεδομένα αλλά τελικά διόλου δεδομένα ήταν. Και τώρα η αμυδρή τους θύμηση ήταν η μοναδική παρέα και παρηγοριά τις ατελείωτες μέρες και νύχτες. Το ενδεχόμενο να μην τα ξαναζήσει ο μεγαλύτερος του φόβος. Απύθμενος φόβος. Μα την αλήθεια, αν ο θάλαμος τούτος είχε όνομα, θα λεγόταν «φόβος»....
Ο φόβος τούτος εν τέλει δεν ενσαρκώθηκε. Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο Τζανής πήρε στα χέρια του το ιερότερο όλων των εγγράφων: το εξιτήριό του απ' το Νοσοκομείο. Ουδέποτε οιαδήποτε συμφωνία, ανάθεση έργου ή οικοδομική άδεια είχε προσφέρει στο Τζανή μια τέτοια μεγάλη χαρά! Βέβαια, ο φόβος του θανάτου έμεινε για πάντα στο μυαλό και την ψυχή του σαν ισχυρή ανάμνηση, σαν κυρίαρχη μνήμη, να περιφρουρεί στωικά την αξία του χρόνου και να του θυμίζει πως ουδείς έχει συμβόλαιο με τη ζωή και πως ο χρόνος δεν είναι χρήμα, είναι στιγμές και ανθρώπινες σχέσεις, είναι προπάντων συναισθήματα.
Έτσι κι έγινε. Εφεξής ο χρόνος νοηματοδοτήθηκε αλλιώς και στην πράξη στη ζωή του Τζανή. Το σπίτι της οδού Θεοτοκοπούλου γέμισε φως. Τη μέρα που επέστρεψε ο πατέρας, όλα έλαμπαν. Μα πιο πολύ απ' όλα έλαμπαν εκείνοι, πατέρας και γιος, που έσμιξαν ξανά κάτω απ' την ίδια στέγη μετά από καιρό πολύ, κι ενώ ο χρόνος και η αξία του είχαν επαναοριοθετηθεί. Ο πατέρας ήρθε για να μείνει! Γνώρισε και τη Μαρίνα και τα γέρικα μάτια του παιχνίδισαν, γέμισαν ξανά νιότη και φως. Κι όταν ο πατέρας μίλησε, η περιπέτεια της υγείας του Τζανή φάνηκε να ναι η συνέχεια μιας άλλης ζωής, που χε μείνει στα κύτταρά του σαν συλλογική μνήμη:
"Γιε μου, όπως ήδη γνωρίζεις, είμαστε απόγονοι μιας ενετικής οικογένειας, απ' την οποία έχουμε και το σπίτι τούτο" ακούστηκε την ώρα του μεσημεριανού γεύματος η φωνή του πατέρα. "Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Ενετούς το 1211, πολλές αριστοκρατικές οικογένειες από τη Βενετία ήρθαν στο νησί, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια Remedi. Με τον καιρό το Remedi έγινε Ρεμεδιανάκης, αυτά τα γνωρίζεις εξάλλου" συνέχισε ο πατέρας. "Η ιστορία που δεν έτυχε όμως να σου έχω μέχρι σήμερα αφηγηθεί είναι η εξής: Ένας απ' αυτούς τους Ενετούς προγόνους μας, έμπορος, ο Gianni Remedi, ταξίδευε συχνά στη Βενετία αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του στα Χανιά. Μα την τελευταία φορά δεν τον άφησαν να επιβιβαστεί στο Λιμάνι της Βενετίας, γιατί τότε την Ευρώπη τη μάστιζε η πανώλη…. Οι Βενετσιάνοι υπέβαλαν όλο το πλήρωμα του πλοίου, όπου ο Gianni Remedi επέβαινε, σε καραντίνα, δηλαδή σε περιορισμό επί 40 μέρες (=quarantina giorni, εξ ου και η λέξη «καραντίνα») στ' ανοιχτά της θάλασσας, χωρίς να μπορεί να πλησιάσει τη Βενετία έως ότου διαπιστωθεί αν οι επιβάτες του ήταν μολυσμένοι απ' το μαύρο θανατικό. Όταν όμως ο Gianni, Τζανή μου, εν τέλει βγήκε καθαρός και του επετράπη να επιβιβαστεί στην πόλη, αντίκρισε εκεί τη φρίκη του λοιμού. Η Βενετία ήταν ήδη γεμάτη αρρώστους… Εκεί επιμολύνθηκε κι ο ίδιος από την πανούκλα. Όσα έβλεπε τα αποτύπωνε σε γράμματά του προς την αγαπημένη του". Ο Τζανής άκουγε τον πατέρα εκστατικός. "Ξέρεις, οι επιστολές του Gianni Remedi ακόμη σώζονται, πάππου προς πάππον, τις φυλάσσω στη θυρίδα μας" "Όταν σε έβλεπα να μεγαλώνεις και να σε μαγεύει η αρχιτεκτονική και τούτες οι συνοικίες, δεν μπορούσα να μην σκεφτώ πως κάτι κουβαλάς από τούτους τους μακρινούς προγόνους". "Και τί απέγινε ο πρόγονος αυτός πατέρα; Πέθανε στη Βενετία;" "Όχι, επέστρεψε στα Χανιά αγνοώντας ότι νοσεί. Εκδήλωσε εδώ τη νόσο αλλά ως εκ θαύματος - για τα δεδομένα της εποχής - θεραπεύτηκε. Μάλιστα μαζί με τις επιστολές του, υπάρχει κι ένα ημερολόγιό του, όπου γράφει ότι είχε ταχτεί στον Άγιο Ρόκκο της Σπλάτζια για να γίνει καλά". Ο Τζανής, στο άκουσμα της παλαιάς καθολικής εκκλησίας στην είσοδο της οποίας είχε λιποθυμήσει αμέσως πριν τη νοσηλεία του, ένοιωσε ένα ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική του στήλη… Κοίταξε εκστατικός τη Μαρίνα. Όλα τώρα φαίνονταν να συνδέονται μεταξύ τους….
"Ρεμεδιανάκης..... Τί παράξενο, "rimedio" στα ιταλικά σημαίνει θεραπεία" είπε χαμογελώντας η ιταλομαθής Μαρίνα. "Κι εσύ θεραπεύτηκες Τζανή", είπε και τον φίλησε στο στόμα, κι ο πατέρας χαμογέλασε..."Στη θεραπεία μου" έκανε πρόποση ο Τζανής. "Στην οικογένειά μας" συμπλήρωσε και όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια τους ευτυχισμένοι. "Είμαι μόρτης τελικά", μονολόγησε γελώντας, παραδόξως χωρίς τσιγάρο στο στόμα, κι ενώ ξετύλιγε το δώρο της Μαρίνας για τον εορτασμό της επιστροφής του: Τί άλλο από ένα αντίγραφο του "Θριάμβου του θανάτου", του Bruegel, του έργου που είχε εκκινήσει - με τη μορφή εφιάλτη - τη μεγάλη περιπέτεια του Τζανή, περιπέτεια που ασμένως έκλεινε με "Θρίαμβο επί του θανάτου". Έτσι έγραφε και η αφιέρωση της Μαρίνας, κατά παράφραση του τίτλου του πίνακα: "Ο θρίαμβός σου επί του θανάτου, σ' αγαπώ, Μαρίνα", γραμμένη σ’ ένα ραβασάκι που μάλλον δεν θα πετιόταν ποτέ.
Την πήρε και περπάτησαν χέρι - χέρι, μια βόλτα δίπλα στη θάλασσα. Το πέρασμα απ' τον Άγιο Ρόκκο της Σπλάντζια ήτανε τώρα μια συνειδητή διαδρομή. Ο Τζανής κοίταξε ξανά με δέος την επιγραφή της: «DEO O(PTIMO).M.(AXIMO) ET D(IVO). ROCCO DICATVM.M.D.CXXX».(ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΜΕΓΙΣΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΡΟΚΚΟ 1630)" Η φωνή του Θεού μέσα του, έψαχνε τώρα τρόπους να εκφράσει την απέραντη ευγνωμοσύνη του για το υπέρτατο αγαθό της ζωής που του χαρίστηκε ξανά, για άλλη μια φορά μετά τη γέννησή του. «Αλήθεια πιστεύεις ότι κουβαλάς κάτι απ’ αυτόν; Τον Ενετό πρόγονό σου, τον Gianni Remedi;» τον ρώτησε η Μαρίνα. «Ακόμη και το κύριο όνομά σας είναι ίδιο!» επισήμανε καθηλωμένη. «Αληθινά δεν ξέρω». Της απάντησε. «Και με βεβαιότητα δεν πρόκειται να μάθω ποτέ. Αυτό όμως που με ενάργεια μου αποκαλύφθηκε μέσα από τις ομοιότητες με τη ζωή εκείνου, είναι η κοινή μοίρα των ανθρώπων από καταβολής κόσμου: αδύναμοι και τρωτοί απέναντι στην αρρώστια και το θάνατο, ανόητοι στην ψευδαίσθησή τους ότι θα είναι στα εγκόσμια για πάντα, επιπόλαιοι στην οριοθέτηση του χρόνου και της αξίας των ανθρώπινων σχέσεων και τραγικά παράφοροι όταν αίφνης κινδυνεύει να κοπεί το νήμα της ζωής τους. Ξέρεις, κοινότοπα πράγματα, που όμως δεν τα συνειδητοποιείς αν δεν σε ταρακουνήσει κάτι. Πανώλη ή κορωνοϊός, Ενετοί του 1600, Ιταλοί ή Έλληνες του 2020, είναι τελικά μικρές οι μεταξύ τους διαφορές…».
«Κι εσύ; Έχεις διαφορά απ’ το Τζανή πριν τη νύχτα του πρώτου εφιάλτη;» τον ρώτησε εκείνη κοιτώντας τον διαπεραστικά, αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά εκείνο το εκπληκτικό μυαλό και την ενσυναίσθηση που’ χαν κερδίσει τον έρωτά του. "Εγώ, νομίζω θεραπεύτηκα" της απάντησε χαμογελώντας εγκάρδια αλλά και εμφατικά. "Όχι μόνο από τον κορωνοϊο, αλλά από καθετί νοσηρό και μάταιο που ύπουλα έκλεβε το χρόνο και την ουσία της ζωής μου" και χέρι – χέρι περπάτησαν μαζί, γαλήνιοι, στις νέες, κοινές τους διαδρομές.