- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Γιάννης Αλεξίου και οι «Πρωτοπόροι του Ελληνικού Rock»
Μια συζήτηση με τον δημοσιογράφο και συλλέκτη που μίλησε με τους πρωταγωνιστές του ελληνικού rock, αποτυπώνοντας την ιστορία του σε ένα νέο βιβλίο
Συνέντευξη: Ο δημοσιογράφος και συλλέκτης Γιάννης Αλεξίου μιλάει για το βιβλίο του «Πρωτοπόροι του Ελληνικού Rock» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Όγδοο.
Ο Γιάννης Αλεξίου ασχολείται εδώ και περισσότερες από δύο δεκαετίες με την υπόθεση του ελληνικού rock. Έχει συνεργαστεί με πολλά έντυπα ως δημοσιογράφος, είναι συλλέκτης, είναι ένα πολύ γνωστό πρόσωπο στην ευρύτερη σκηνή και πάνω απ’ όλα, αγαπάει αυτή τη μουσική με πάθος.
Ξεκίνησα να τον παρακολουθώ την εποχή που έγραφε στη Βραδυνή. Μου έκανε πάντα εντύπωση ο ευθύς τρόπος που παρουσίαζε τις συνεντεύξεις. Ο λόγος που επέλεγε ήταν προφορικός κι ένιωθες πάντα σαν να καθόσουν στο ίδιο τραπέζι με τον μουσικό που αφηγούνταν τη μουσική του, την ίδια τη ζωή του τελικά. Ο Αλεξίου είχε έναν πολύ ιδιαίτερο –σχεδόν αθώο- τρόπο να εκμαιεύει βαθύτατες πληροφορίες, που σ’ έκαναν να αγγίζεις ανάγλυφα τις περασμένες εποχές.
Σ’ αυτή τη συζήτηση αντιστρέφονται οι ρόλοι. Τώρα είναι αναγκασμένος να απαντήσει εκείνος για το καινούργιο του βιβλίο. Ε λοιπόν, απαντάει με το πάθος που θα περίμενε, όποιος τον ξέρει καλά.
Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική;
Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη, που ήταν μουσικομάνα τη δεκαετία του 1970 και 1980, όπως και η γειτονική Αμφιθέα όπου όλοι ασχολούνταν με την μουσική είτε ως μουσικοί, είτε είχαν συλλογές με δίσκους. Θυμάμαι στη γειτονιά μου είχε ένα δισκάδικο την Πυραμίδα, δίπλα στη Λεόντειο Σχολή, όπου πήρα τις πρώτους μου δίσκους επιλέγοντας μουσικές από τα ραδιοφωνικά μου ακούσματα, δηλαδή το Ποπ και Ροκ Κλαμπ του Γιάννη Πετρίδη, τον Δημήτρη Πουλικάκο ως Θείο Νώντα στο κρατικό ραδιόφωνο, των πειρατικών σταθμών, ακούσματα από επιλογές κασετών που μου έκανε ο Γιάννης ο δισκοπώλης, ένας ξερακιανός μακρυμάλλης και τις κασέτες του θείου μου που είχε την ντισκοτέκ Volcano στον Άλιμο και διασυνδέσεις με την αμερικανική βάση στη Γλυφάδα. Η περιοχή ήταν γεμάτη συγκροτήματα και μουσικούς με προεξάρχοντες τους Φατμέ που ήταν από τα πρώτα μου μουσικά ινδάλματα. Στην πλατεία, στο Άλσος και στις pub τότε έπαιζαν συνέχεια rock και new wave/punk συγκροτήματα, αλλά και ο Dr. John ο “Βεζύρης” με τους Athens Blues Band. Στις γειτονιές όλοι σκάρωναν γκρουπ κι εγώ έπαιζα τύμπανα σε μια ερασιτεχνική μπάντα τους Σκιά Band χτυπώντας κάτι αυτοσχέδιες μπαγκέτες σ’ ένα κουτί παπουτσιών Adidas, όπου μόνο ο κιθαρίστας ο Στέφανος Κόφφας είχε κάποιες γνώσεις ηλεκτρικής κιθάρας και o Κώστας ο Βλάχος ήξερε αγγλικά και τραγουδούσε αρκετά καλά. Εγώ πάντα είχα μαζί μου ένα βαλιτσάκι με κασέτες για ν’ ακούμε τραγούδια μετά το παίξιμο κι εκεί μέσα είχα και μια 90άρα Maxell με το «Μεταφοραί-Εκδρομαί ο Μήτσος» στην πρώτη πλευρά και από την άλλη το «Ζωντανοί στο Κύτταρο». Αυτή ουσιαστικά ήταν η πρώτη μου ηχητική επαφή με το ελληνικό rock και όταν άνοιγα το «βαλιτσάκι του γιατρού» όπως έλεγαν οι φίλοι μου, έλεγα το σλόγκαν «μαλάκα, έχω και Πουλικάκο» που έμεινε και το λέμε έως σήμερα όταν συναντιόμαστε τυχαία με τα παιδιά. Επίσης πολύ μεγάλη επιρροή είχαν και τα μουσικά περιοδικά της εποχής (Ήχος, Ποπ και Ροκ, Μουσική, Μουσικό Εξπρές κ.α.) που τα περίμενα, όπως όλοι, να κυκλοφορήσουν με αγωνία και τα ρουφούσα κυριολεκτικά. Η Νέα Σμύρνη ήταν γεμάτη δισκάδικα. Είχε το La-si-do το αγαπημένο μου τότε του Παναγιώτη Τσιάπη, το Record House του Γιάννη Νεουδάκη, που μετά πέρασε στην κόρη του Ελένη και τον Τόνυ, το Music-Inn του Μιχάλη Νικολούδη πρώην μέλους των Sounds, το δισκάδικο της Χίλντας Παπαδημητρίου στην πλατεία, αργότερα το δισκάδικο του Νίκου Δεϊμέζη που έφερνε και ψυχεδελικούς δίσκους -σπάνιο τότε- και άλλα πιο μικρά. Όλα είχαν δουλειά γιατί όλη η πόλη ήταν μουσικόφιλη κι εγώ που με έχανες που έβρισκες εκεί μέσα ήμουν χωμένος.
Στο σπίτι σου υπήρχε μουσική;
Το πρώτο μου ερέθισμα γεννήθηκε μέσα στο σπίτι όπου υπήρχε μια μικρή έστω δισκοθήκη με μεγάλους και μικρούς δίσκους, πικάπ που έπαιζε συνέχεια, όπως και το ραδιόφωνο. Όταν ανακάλυψα κάτι δίσκους 33 και 45 στροφών στο πατάρι και τους έπιασα στο χέρι μου ένιωσα ότι βρήκα θησαυρό και είπα «εδώ είμαστε». Το δώρο του πατέρα μου, ένα πικάπ Dual 1224 σε ηλικία 11 ετών ήταν το πιο πολύτιμο δώρο στη ζωή μου κι έφερε το ξεκίνημα της συλλογής δίσκων που θέριεψε στα χρόνια. Η μουσική ήταν απαραίτητη και στις εκδρομές της Κυριακής όπου διαδοχικά με τους γονείς μου και την αδερφή επιλέγαμε την κασέτα της αρεσκείας μας που έπαιζε στην διαδρομή. Εγώ συνήθως έπαιρνα μαζί διάφορες κασέτες του Elvis Presley και το “Golden Hits” του Bill Haley. Ακόμη και τα καλοκαίρια στο Cococamp στη Ραφήνα (1975-85) όλα τα παιδιά είχαν σχέση με τη μουσική, έπαιζαν κιθάρες τα απογεύματα στις σκηνές και το βράδυ στα beach party, οι «εξωτερικοί» του κάμπινγκ είχαν συλλογές με δίσκους και ευτυχώς οι περισσότεροι ήταν μεγαλύτεροί μου, οπότε μάθαινα πολλά. Επίσης τότε -αρχές του 1980 έως μέσα και λίγο πιο μετά- υπήρχε και η ανταρσία να νοικιάζουν στούντιο παρέες μουσικών και μη, και εκεί να γίνονται πρόβες των συγκροτημάτων χωρίς αυτό να το γνωρίζουν οι γονείς, μια επανάσταση τότε με αφορμή τη μουσική. Μια άλλη μικρή επανάσταση ήταν οι αυτοσχέδιες καλύβες στις τελευταίες αλάνες πριν γίνουν πολυκατοικίες όπου εκεί ακούγαμε μουσική από κασετόφωνα κι έτσι ικανοποιούνταν η ανάγκη να βγεις από το σπίτι.
Ποια ήταν τα πρώτα είδη που αγάπησες;
Τα fifties. Είχα την τύχη το πρώτο μου πραγματικά μεγάλο ερέθισμα να είναι ο Elvis Presley με τον οποίο ξετρελάθηκα από την πρώτη στιγμή. Κατάλαβα ότι ήταν σπουδαίος στην εξαγγελία του θανάτου, τον Αύγουστο του 1977, από τον τρόπο που μου το ανέφερε η μητέρα μου βουρκωμένη στο κάμπινγκ και από όσα άκουσα μετά στη σκηνή μου στο αφιέρωμα του Γιάννη Πετρίδη από το National Panasonic τρανζιστοράκι μου. Το δωμάτιό μου γρήγορα γέμισε αφίσες και από τα τεύχη του περιοδικού «Αστέρια» που κυκλοφορούσε τότε, αποκλειστικά με περιεχόμενο Elvis. Μέσα από αυτόν χώθηκα στα 50s. Παράλληλα βέβαια με το κλασικό rock που ήταν πολύ δυνατό τότε με αγαπημένα ακούσματα τους Rolling Stones, Doors, Frank Zappa, Who, Lynyrd Skynyrd, Canned Heat, Deep Purple, Beatles, ενώ η disco που ήταν στις δόξες της με άφηνε τότε αδιάφορο και τη σνόμπαρα.
Με το ελληνικό rock πώς έκανες την αρχή; Τι ήταν αυτό που σε τράβηξε σ’ αυτό;
Ουσιαστικά όταν πρωτοάκουσα τον Δημήτρη Πουλικάκο, τα συγκροτήματα που συμμετείχαν στην ηχογράφηση «Ζωντανοί στο Κύτταρο – Η Ποπ στην Αθήνα» και κάπου εκεί μαζί τον Παύλο Σιδηρόπουλο με τους Σπυριδούλα στο «Φλου» και πολύ λίγο μετά, τον Διονύση Σαββόπουλο, που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση οι δίσκοι του «Δέκα Χρόνια Κομμάτια» και «Βρώμικο Ψωμί». Γρήγορα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά τους στίχους των τραγουδιών από τους δίσκους αυτούς και τους έγραφα στα τετράδιά μου και τους τραγουδούσα συνέχεια μόνος μου. Φυσικά, και η μουσική των τραγουδιών με τρέλαινε. Θεωρούσα από τότε όλα αυτά τα ακούσματα επαναστατικά. Καταλυτικό συγκρότημα για μένα μόλις εμφανίστηκε το 1982, σε ηλικία 15 ετών, ήταν οι Μουσικές Ταξιαρχίες και ο Τζίμης Πανούσης και μπορώ να πω ότι είναι ο ρόκερ της γενιάς μου και των κολλητών μου φίλων. Όλα αυτά τα ονόματα που ανέφερα, όπως και τους Φατμέ που ήταν πολύ δικοί μας ως Νεοσμυρνιώτες, τρέχαμε και τους βλέπαμε όπου και αν έπαιζαν, εκτός του Σαββόπουλου που έπαιζε σε πιο ιδιαίτερους χώρους, που δεν συνηθίζαμε να πηγαίνουμε και ούτε θυμάμαι ποιοι ήταν. Καταιγιστικός για μένα ήταν και ο δίσκος των Socrates το “Waiting For Something” του 1980 που έπαθα ισχυρό σοκ όταν το άκουσα και λίγο αργότερα τους είδα live με τον Δημήτρη Πουλικάκο στο κλαμπ «Άλσος» στου Γκύζη κι ήταν φανταστικοί και οι δύο. Επίσης στις αρχές του 1980 άκουγα πολύ τους Sharp Ties και τους TVC. Η αλήθεια είναι ότι με τράβηξε πολύ στο ελληνικό rock ο ελληνικός στίχος γιατί δεν ήξερα καλά αγγλικά -τι λάθος να με στείλουν οι γονείς μου να μαθαίνω γαλλικά ενώ εδώ είχα ανακαλύψει ένα ολόκληρο σύμπαν με αγγλικό στίχο κι έπαιρνα μετά μανίας δίσκους- κι έτσι μπορούσα να τραγουδώ το rock στα ελληνικά. Όλες οι πρώτες αυτές σχέσεις μου με τον στίχο του ελληνικού rock είχαν μυστήρια επίδραση στο μυαλό ενός παιδιού που τελειώνει το δημοτικό και πάει στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου και αυτό απογείωνε τη φαντασία μου, καθώς τους εξηγούσα, όπως νόμιζα. Πιο κατανοητός ήταν ο Τζίμης Πανούσης που όσα έλεγε με άγγιζαν απόλυτα.
Έχεις μιλήσει με τα πιο πολλά ελληνικά rock συγκροτήματα και μουσικούς. Ποιες συνεντεύξεις σου έχουν μείνει αξέχαστες και γιατί;
Η πιο συγκλονιστική συνέντευξη ίσως ήταν με τον Αλέκο Καρακαντά, τον σπουδαίο κιθαρίστα των Juniors και των Axis από τους πρώτους που έπαιξαν rock στην Ελλάδα και αυτό γιατί ήρθαμε σε επαφή όταν είχε επιβαρυνθεί η υγεία του. Μάλιστα είχε χιονίσει στην Αθήνα τότε και ήταν ακόμη πιο δύσκολο να συναντηθούμε, αν και το ήθελε κι εκείνος πολύ. Ξεκινήσαμε τις συζητήσεις από το τηλέφωνο γιατί ήταν αδύνατο να πάω σπίτι λόγω της κατάστασής του και στη συνέχεια καταφέραμε να μιλήσουμε και τετ-α-τετ. Καταλάβαινε ότι ίσως ήταν η τελευταία φορά που είχε την ευκαιρία να αφηγηθεί τη ζωή του και μίλησε από καρδιάς με εντυπωσιακή διαύγεια. Άλλη μία εντυπωσιακή συζήτηση ήταν αυτή με τον Δημήτρη Πουλικάκο που έγινε για κόντρα όπως συμφωνήσαμε στον αντι-ροκ χώρο, στο καφέ-ρεστοράν στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια, ένα rock μεσημέρι. Μετά τη συνάντησή μας, εμπλουτίστηκε και η ιδέα της μουσικής μου παραγωγής Magic Bus που έγινε με επιτυχία το χειμώνα του 2004-05 στο Club 22 του Μάκη Σαλιάρη με την συμμετοχή του Δημήτρη Πουλικάκου με τους Άσους του Καράτε Νο2 στο οποίο συμμετείχαν οι Δημήτρης Πολύτιμος και Κυριάκος Δαρίβας, των Socrates Drank The Conium και του Σταύρου Λογαρίδη με το συγκρότημά του με τον πολύ σπουδαίο κιθαρίστα Δήμη Παπαχρήστου. Επίσης πάντα απολάμβανα στις συναντήσεις με τους Socrates, τον Αντώνη, τον Γιάννη, τον Γιώργο γιατί κάναμε παρέα και όσα συζητούσαμε τα συγκέντρωνα και όταν γινόταν συνέντευξη ρωτούσα όλα όσα ήθελα να δώσω έμφαση. Το ίδιο συνέβαινε και με τον Σταύρο Λογαρίδη και τον Δημήτρη Πολύτιμο, με τους οποίους επίσης κάναμε πολύ παρέα. Μια συνέντευξη που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι εκείνη με τον Παύλο Παυλίδη όταν είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα και συναντηθήκαμε στην πλατεία της Νέας Σμύρνης και μιλούσαμε ώρες. Αυτή τη φορά η συζήτησή μας είχε πολύ ουσία κάτι που παραδέχθηκε και ο ίδιος ικανοποιημένος στο τέλος, ενώ έχουμε μιλήσει πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια.
Με ποιους ανθρώπους του ελληνικού rock θα ήθελες να έχεις μιλήσει και δεν στάθηκε δυνατόν;
Με τον Παύλο Σιδηρόπουλο λόγω του νεαρού της ηλικίας μου, γιατί τον γνώρισα μέσα από μια συναυλία που διοργάνωσα ως απόφοιτος του σχολείου και όταν έφυγε από τη ζωή δεν είχα μπει ακόμη στην μουσική δημοσιογραφία. Με τον Τζίμη Πανούση, που γνωριζόμασταν χρόνια, μα όταν το οργανώναμε μια διαφορετική συνέντευξη από εκείνες που συνήθως έδινε, δυστυχώς έφυγε. Ευτυχώς, την ιστορία των Μουσικών Ταξιαρχιών και του Τζίμη μου την διηγήθηκε με εκπληκτικό τρόπο ο κιθαρίστας τους, Γιάννης Δρόλαπας, σε μία από τις πολύ ιδιαίτερες στιγμές της έκδοσης αυτής. Με τον Νικόλα Άσιμο δεν βρεθήκαμε πάλι λόγω χρονικής συγκυρίας, αλλά αυτό που δεν συγχωρώ στον εαυτό μου είναι ο Δήμης Παπαχρήστου, που ενώ είχαμε βρεθεί πολλές φορές, ήταν τόσο σεμνός μουσικός που άφησα να μου ξεφύγει. Όλοι όμως έχουν παρουσία στο βιβλίο μου μέσα από αφηγήσεις άλλων μουσικών, αλλά και εξτρά κείμενα και φωτογραφικό υλικό που είναι σπάνιο και προέρχεται από το προσωπικό αρχείο μου, αλλά και το αρχείο των μουσικών που πρόσφεραν υλικό για την έκδοση αυτή.
Με ποια κριτήρια έκανες την επιλογή των συνεντεύξεων που έβαλες στο βιβλίο;
Όλες οι συνεντεύξεις ήταν κάτι ιδιαίτερο για μένα γιατί επέλεξα ατόφιους rockers που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο rock, έδωσαν όλο το ταλέντο τους στην μουσική που αγάπησαν και πίστεψαν και για μένα είναι ήρωες. Χρειάστηκαν 22 χρόνια να συγκεντρώσω το υλικό και 4 χρόνια να φθάσει στο τυπογραφείο από την στιγμή που άρχισα να το δουλεύω κι ενώ τα κείμενα και το φωτογραφικό υλικό άλλαζαν μέχρι την τελευταία στιγμή. Τα πρόσωπα αυτά έγραψαν ιστορία και τα τραγούδια τους είναι διαχρονικά, χωρίς να επιζητούν ένα αντίτιμο. Κανείς ως γνωστόν δεν πλούτισε στην Ελλάδα παίζοντας rock. Αυτούς ήθελα να τιμήσω με την έκδοση αυτή, που για μένα ήταν όνειρο ζωής και έγινε όπως την ονειρευόμουν. Οι περισσότερες συνεντεύξεις έγιναν μετά από προσωπική γνωριμία και συναναστροφή με τους μουσικούς και τα γκρουπ. Καμιά δισκογραφική εταιρία δεν μου πρότεινε κάποια συνέντευξη από αυτές, εκτός του Σταύρου Λογαρίδη με τον οποίο αναπτύχθηκε φιλία και είμαι ευγνώμων στη Λένα Ευαγγέλου της ΕΜΙ που μας έφερε σε επαφή με αφορμή την κυκλοφορία του άλμπουμ του «Περασμένος Αιώνας» το 1999. Το βιβλίο μου είναι μια παρέμβαση για να τιμήσει το αυθεντικό rock ’n’ roll στην Ελλάδα. Διαπιστώνω ότι σε μια εποχή χαλαρότητας και υποταγής, επιχειρείται ενορχηστρωμένα να ισοπεδωθούν οι ήρωες του ελληνικού rock και όταν φεύγουν από τη ζωή, η αντίπερα όχθη επιχειρεί να αλλοιώσει το προφίλ τους, λεηλατώντας την rock υπόστασή τους. Άνθρωποι που έφυγαν, όπως ο Γιάννης Σπάθας και ο Τζίμης Πανούσης που έγραψαν ιστορία στο ελληνικό rock και έβαλαν τη σφραγίδα τους, έγινε προσπάθεια καπήλευσής τους από ανθρώπους που επιχείρησαν να περάσουν ότι η σφραγίδα που άφησαν δεν ήταν η rock πλευρά τους, αλλά κάτι άλλο. Το λαϊκό τραγούδι τα θέλει όλα δικά του. Δεν μπορεί όμως να διαστρεβλώσει την ιστορία του ελληνικού rock. Πάντα ήθελε να πάρει τη λάμψη του rock και προσπαθούσε να ενσωματώσει στις ορχήστρες του το ταλέντο των ελλήνων rockers. Όμως το ελληνικό rock έχει μεγάλη ιστορία και είναι αδιαπραγμάτευτη.
Ποιους δίσκους ελληνικού rock θα ξεχώριζες από τη δισκοθήκη σου;
Αν έπρεπε να πάρω μαζί μου 5 δίσκους στο διάστημα, θα ήταν ο πρώτο ομώνυμος δίσκος των Μουσικών Ταξιαρχιών, το «Φλου» του Παύλου Σιδηρόπουλου, το «Μεταφοραί Εκδρομαί ο Μήτσος» του Δημήτρη Πουλικάκου, η «Στιγμή» του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη και της Λερναίας Ύδρας και το «Waiting For Something» των Socrates. Επίσης θα χωρέσω στο διαστημόπλοιο το πρώτο και ομώνυμο δίσκο των T.V.C. του 1982 με εξαιρετικό new wave και το «10 Χρόνια Κομμάτια» του Διονύση Σαββόπουλου.
Ποιους δίσκους ελληνικού rock θα ήθελες και δεν έχεις μπορέσει να βρεις ακόμα;
Θα είμαι ευτυχισμένος ακόμη περισσότερο αν βρω τον δίσκο που μου λείπει και είναι ο πρώτος δίσκος του Μάικ Ροζάκη με τους Playboys, με το «Μια Μέρα Θα ’ρθεις».
Τι άλλο ακούς αυτή την εποχή;
Τα μουσικά είδη κάνουν κύκλους στο πικάπ μου, αλλά αυτόν τον καιρό δεν ακούω τίποτα συγκεκριμένο. Την περίοδο της καραντίνας «χτένισα» τη δισκοθήκη ακούγοντας δίσκους που είχα καιρό ν’ ακούσω και δεν τους καλοθυμόμουν πια και παράλληλα εντόπισα κάποια κενά, τα οποία φρόντισα να καλύψω. Έχω φθάσει σε ένα σημείο που έχω αποκτήσει τους περισσότερους δίσκους που ονειρευόμουν για τη δισκοθήκη μου και πλέον έχουν απομείνει καμιά 60αριά που θέλω. Μερικοί εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά μου σ’ ένα ράφι ενός δισκάδικου ή σε μια δισκοθήκη που ψάχνω και μπορώ να αποκτήσω δίσκους της, ή είναι δώρα από το πουθενά, όπως ένας φίλος που δεν ακούει ελληνικό rock μου χάρισε πριν από λίγο καιρό το ομώνυμο album των Mad από το 1972. Αυτές είναι οι μεγάλες χαρές του συλλέκτη!
Κάνεις ακόμα βόλτες στα δισκοπωλεία;
Πάντα η στιγμή της επίσκεψης σε ένα δισκάδικο είναι ευλαβική για μένα. Οι περισσότεροι δισκοπώλες είναι φίλοι μου και έχω διανύσει πολλά χιλιόμετρα στα δισκάδικά τους, οπότε η χαρά να ανταλλάξουμε τα νέα μας, να μιλήσουμε για μουσική όσο το επιτρέπει ο χρόνος πια και των δύο πλευρών, αλλά και να εμφανίσω την απαραίτητη για συλλέκτη λίστα που κουβαλάω πάντα μαζί μου με την κρυφή ελπίδα να βρω ένα δίσκο από αυτούς που ψάχνω, είναι μοναδικές στιγμές για μένα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η εικόνα μου είναι μέσα στα δισκάδικα.
Ποιος είναι για σένα ο πιο πολύτιμος δίσκος της δισκοθήκης σου;
Πονηρή ερώτηση γιατί ο πολύτιμος δίσκος δεν είναι ο αγαπημένος ή ο καλύτερος, αλλά εκείνος που είναι σαν φάρμακο μια στιγμή που τον χρειάζεσαι για να γίνεις καλά. Ε, έτσι όπως το θέτεις, η απάντηση είναι το “Fun in Acapulco” του Elvis Presley, του 1963.
Και ο πιο ακριβός;
Οι καιροί είναι πονηροί και καλύτερα να αποφύγω την απάντηση αυτή. Αλλά θα αναφέρω το δίσκο που έχω πληρώσει πιο ακριβά για να τον αποκτήσω. Είναι το «The Legendary Cyril Davies With Alexis Corner’s Breakdown Group and The Roundhouse Jug Four» σφραγισμένο, μονοφωνικό του 1970, αυθεντική εγγλέζικη κόπια, στη Folklore, που τον αγόρασα 50.000 δραχμές σε μια εποχή που οι ακριβοί δίσκοι έκαναν 5.000 δραχμές και 500 με 1.000 δραχμές ήταν η συνηθισμένη τιμή των περισσότερων.
Έχεις γράψει κι ένα βιβλίο για τη σχέση σου με το βινύλιο. Θα την περιέγραφες ως νοσταλγική;
Στο βιβλίο μου «Βινύλιο, Τα Καλύτερά Μας Χρόνια» που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2014 υπήρχαν βιωματικές ιστορίες βινυλίου μιας εποχής που περάσαμε φανταστικά με επίκεντρο της δεκαετία του 1980 και πριν ο χρόνος κλέψει αυτές τις αναμνήσεις, τις κατέγραψα. Η νοσταλγική μου διάθεση συνέπεσε με την επιστροφή του βινυλίου και αυτό έδινε μια άλλη διάσταση σε όσα περιέγραφα καθώς το βινύλιο είναι και πάλι ζωντανό. Γύρισε για τα καλά, έστω και αν το μέγεθος πωλήσεων του δεν είναι το ίδιο, δεν είναι καν συγκρίσιμο, αλλά τίποτα δεν είναι πια ίδιο με το παρελθόν. Η αξία του όμως είναι ίδια και ακόμη μεγαλύτερη καθότι χειροποίητο σε μια εποχή ψεύτικη.