Βιβλιο

Φώτης Θαλασσινός

Μια φίλη, μετά την ανάγνωση του βιβλίου μου αυνανίστηκε

Δημήτρης Στεφανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 489
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο συγγραφέας Φώτης Θαλασσινός γράφει άλλες φορές για να διεγείρει σωματικά τον αναγνώστη, άλλες για να του ψιθυρίσει κάτι. «Ανακατεύω τους δαίμονές μου και τους ελευθερώνω» ομολογεί ο ίδιος στον συγγραφέα Δημήτρη Στεφανάκη* που του πήρε συνέντευξη με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Εκείνο» (εκδ. Οδός Πανός).

Τι μπορεί να κάνει ο Φώτης Θαλασσινός για τη νεοελληνική λογοτεχνία και τι μπορεί να κάνει εκείνη γι’ αυτόν;

Θα απαντήσω με ειλικρίνεια σε επίπεδο προθέσεων και όχι κατορθωμάτων, ανακαλώντας την ενσυνείδητη προδιάθεση μου στη διαδρομή προς τη συγγραφή κάθε βιβλίου μου. Στα «Μαύρα μαργαριτάρια» (Εμπειρία Εκδοτική, 2003) έγραψα χωρίς να ξέρω ότι αυτό που κάνω λέγεται συγγραφή. Συνειδητοποίησα ότι είμαι συγγραφέας στο τρίτο μου βιβλίο. Λοιπόν, για να επανέλθω στην ερώτησή σας, εκείνο που ήθελα να κάνω στο πρωτόλειό μου ήταν να μεγεθύνω τη μαγεία που μου πρόσφερε η ανάγνωση με ακόμη πιο όμορφες και υποβλητικές ιστορίες, με ακόμη μεγαλύτερη μαεστρία. Να πάρω απ’ το χέρι τον αναγνώστη και να του πω να κοιτάξει τα νέα σχήματα που έδινα στην έννοια της ομορφιάς. Αυτό θέλησα να προσφέρω στην ελληνική λογοτεχνία με το πρώτο μου βιβλίο. Η αναγνωστική τέρψη δεν είναι μόνο υπόθεση των κανονιστικών αρχών της ανάγνωσης μα κι ένα στοίχημα να εντάξει στους κόλπους της (η ανάγνωση) την αυθόρμητη απόκλιση απ’ τους δικούς της κανόνες. Νομίζω πως σ’ αυτούς είναι και σήμερα προφανείς κάποιες αγκυλώσεις. Με το δεύτερο βιβλίο μου «O θάνατος του Κόμη του Λωτρεαμόν» (Καστανιώτης 2004) ο σκοπός ήταν περίπου ο ίδιος. Είχε βέβαια ήδη αρχίσει να ποντίζεται η ψυχή μου στη θάλασσα της αμφισβήτησης και της ανατροπής κάθε στυγνής εξουσίας. Υπάρχουν παράγραφοι στο Λωτρεαμόν που αυτή μου η τάση, της αμφισβήτησης, είναι προφανής σε όσα προσπαθεί η γραφή να αποκαλύψει. Σε όλα τα υπόλοιπα βιβλία μου («Λούπα», «Αντάλια», «Το άσμα της φάλαινας», «Εκείνο») θέλησα να μιλήσω για τη μία και μόνο εκδοχή της αληθινής αγάπης. Αυτή της άνευ όρων αποδοχής εκείνου που δεν κάνει κακό σε κανένα και συνεπακόλουθα ούτε στον εαυτό του. Δευτερευόντως, επειδή η ξεχωριστή γλώσσα που μιλάμε διασώζεται χάρη στους συγγραφείς, θέλησα να την εμπλουτίσω με λέξεις απολησμονημένες από τους μοντέρνους φιλολόγους και λεξικογράφους. Η ελληνική λογοτεχνία εκείνο που μπορεί να κάνει για μένα είναι να αναγνωρίσει τη συγγραφική μου ταυτότητα, και τη συγγραφική ταυτότητα εκείνων των ομότεχνών μου που για ποικίλους λόγους δεν μπορούν να κινηθούν εντός των κοινωνικών συνάξεων των εκπροσώπων της. Δεν μ’ αρέσει να επιδιώκω πράγματα, το έργο μου είναι έκθετο και περιμένει από τους αναγνώστες και τους κριτικούς να κάνουνε το χρέος τους. Να σταθούν, τουλάχιστον να σταθούν. Κι έπειτα ας προσπεράσουν. Να σημειώσω, εδώ, πως όλα μου τα βιβλία επανεκδόθηκαν στις εκδόσεις του Γιώργου Χρονά, Οδός Πανός.

Γράφεις πρόζα με την εκζήτηση και την ακρίβεια. Νιώθεις εξόριστος στο μεγάλο κόσμο της αφήγησης;

Νιώθω εξόριστος, μα όχι τόσο για την εκζήτηση και την ακρίβεια. Υπάρχει κοινό που διαβάζει και έκκεντρες θεματικά γραφές. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι παρά τα 12 χρόνια που ασχολούμαι με το γράψιμο δεν κατάφερα να κάνω το έργο μου γνωστό. Νιώθω όμως καλά με τη συνείδησή μου γιατί ουδέποτε επιδίωξα να γνωρίσω κάποιον συγγραφέα ή κριτικό λογοτεχνίας. Όλα προέκυψαν τυχαία και το «τυχαίο» είναι για μένα η πιο δημοκρατική στάση απέναντι στα λογοτεχνικά πράγματα. Ο αναγνώστης κι ο κριτικός αναζητούν το συγγραφέα κατά τον τρόπο που ψάχνουν να χαρτογραφήσουν την ψυχή τους. Η αντιστροφή των ρόλων δεν μ’ ενδιαφέρει ως ηθική στάση. Βλέπω συγγραφείς της γενιάς μου ολοκληρωτικά παραδομένους σ’ έναν ανεπίτρεπτο χορό δημοσίων σχέσεων που κλέβει το οξυγόνο από μας τους άλλους, τους φιλέρημους, αν θέλετε. Ευελπιστώ στο χρόνο. Έχω ανάγκη την αίσθηση πως κάποιος με μελετάει γιατί, δεν σας το κρύβω, πολλές φορές εξωθούμαι (επί της ουσίας) στην ομολογία, ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης. Η γραφή μου είναι ένας στρατευμένος αγώνας ενάντια σε οτιδήποτε μας περιορίζει και μας σφυροκοπά αναίτια. Δεν είναι, όμως, στρατευμένη τέχνη. Θέτει ερωτήματα, δεν δίνει ποτέ απαντήσεις. Καμιά φορά κουράζομαι και παροπλίζομαι.

Μίλησέ μας για τις θεματικές σου εμμονές.

Οι θεματικές μου εμμονές διαφαίνονται και στις προηγούμενές μου απαντήσεις. Ασχολούμαι με τους εξόριστους, τους περιθωριακούς, τη μαγεία του κόσμου κόντρα σε κάθε προσπάθεια απομάγευσής του. Θα έλεγα, τελικά, ότι ίσως δεν πρόκειται για εμμονές μα για επιλογές. Δεν είμαι άθυρμα κάποιων εμμονών. Κοιτώ να γράφω με γνώμονα την προσπάθεια για την ανάταση του κοινού καλού. Ίσως οι εμμονές μου να μη φαίνονται γιατί ταυτίζονται με τις ιδεολογικές μου θέσεις και όχι με τα λογοτεχνικά μου είδωλα.

n

Υπάρχει, κατά τη γνώμη σου, κάποια αφηγηματική μανιέρα που θα μπορούσε να ερμηνεύσει καλύτερα την εποχή μας;

Τόσο άμεση ερώτηση που είναι δύσκολη. Ας μου συγχωρεθεί η όποια επιπολαιότητα. Στην Ελλάδα της κρίσης, νομίζω πως η μανιέρα έρχεται και μας συναντά, δεν την ακολουθούμε εμείς. Ζούμε την κρίση και ειδικά εμείς οι συγγραφείς ή όσοι ασχολούνται με το γράψιμο βιώνουμε ακόμη περισσότερο τις συνέπειές της. Ο πολιτισμός δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης, γι’ αυτό και πάντα σε μια δύσκολη ιστορική περίοδο ο άνθρωπος κλείνεται σ’ ένα συντηρητισμό από το φόβο μήπως και το διαφορετικό, το πνεύμα, τον οδηγήσει σε συγκεχυμένους βηματισμούς. Φοβάται το νέο και προσκολλάται σε ό,τι πιο απλό και παλιό. Μερικοί από μας συνεχίζουμε, πραγματικά σε πείσμα των καιρών. Σαν πιο ευαίσθητοι δέκτες των συνθηκών της ζωής δεν θα μπορούσαμε με τίποτα να ξεφύγουμε του πλαισίου αυτής της οικονομικής κρίσης. Με αυτό περίπου το σκεπτικό και κάνοντας κανείς μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία θα βρει πολλά ιστορικά μυθιστορήματα που «προσπαθούν» να λύσουν από την αναδίφηση στο παρελθόν τα αινίγματα του παρόντος. Θα βρεις εξίσου σε πολλά λογοτεχνικά βιβλία, για να μη πω σε όλα και σε όλες τις κατηγορίες τους, αναξιοπαθούντες ήρωες και θρυμματισμένες αξίες ή ιδανικά. Δεν υπάρχει μανιέρα με την έννοια του καταναγκασμού, αλλά με την έννοια της πέρα για πέρα ανθρώπινης ευαισθητοποίησης.

Με ποιους συγγραφείς αισθάνεσαι συγγενής πρώτου βαθμού;

Σαφέστατα κυρίως με πεθαμένους. Η αίσθηση ότι κάποιος βρίσκεται ανάμεσα μας τον απομυθοποιεί. Από πεθαμένους, λοιπόν, θα έλεγα με τον Πόε, τον Λάβκραφτ, τον Λοτρεαμόν, τον Τρακλ, τον Ντε Σαντ, τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Πικρό, τον Ασλάνογλου, τον Καρυωτάκη, τον Μπλανσό και… τον Χρονά (έχει δηλώσει και σε συνεντεύξεις του και σ’ εμένα προσωπικά ότι είναι πεθαμένος). Εύχομαι να μην τρίζουν τα κόκαλά τους. Χαχα! Από ολοζώντανους με τον αδερφό μου Βασίλη Ζηλάκο. Κι απ’ το τάγμα των απέθαντων, με τη Ζυράννα Ζατέλη.

Βλέπεις το κάθε βιβλίο σου σαν μια κίνηση στη σκακιέρα ή αφήνεσαι στο ένστικτό σου και δημιουργείς χωρίς σχέδιο;

Εκ των προτέρων καταγράφω λεπτομέρειες για εικόνες, ανθρώπους της κοινωνικής μου ζωής, όμορφα θαύματα, όνειρα, φαντασίες, φαντασιώσεις, τον αυστηρά προσωπικό μου βίο, μια τυχαία συνάντηση ή κουβέντα, τις ζωές των φίλων μου… χωρίς καμιά και ποτέ διάθεση λογοκρισίας. Χρειάζομαι να πατήσω σε αληθινό υλικό για να το παραλλάξω μετά σε μυθοπλαστικό. Στη φάση λοιπόν των καταγραφών, ο εμπλουτισμός του «πραγματολογικού» υλικού μπορεί να φτάσει να είναι και μια εκδοχή αυτόματης γραφής ή ενύπνια γραφή ή γραφή του ασυνειδήτου. Αφού αποτυπωθεί αυτό το χάος, σ’ ένα δεύτερο στάδιο φτιάχνω αφηγηματικούς αρμούς για να συνδέσω τα επιμέρους κομμάτια. Στο τρίτο στάδιο, στάδιο της απομάκρυνσης απ’ τις μικροσκοπικές κλίμακες του λόγου μου, κοιτάζω να βρω την ολότητα-σενάριο που πρέπει να μπολιάσει τα πάντα για να εισέλθουν σε μια κατάσταση αρμονίας ή ντετερμινιστικού χάους. Χάος με προβλέψιμες δυναμικές. Μετά ξεκινάω το γράψιμο, επικαλούμαι θεούς και δαίμονες για την επιφοίτηση και ξεκινάω. Γράφω τόσο αργά όσο κάθε μου λέξη να είναι κι ένας διανοητικός οργασμός. Ναρκισσιστική γραφή που περνάει μέσα από το ναρκισσισμό που αναλογεί σε κάθε άνθρωπο. Σκάκι, πάντως, δεν ξέρω να παίζω.

Φαντάσου τον Φώτη Θαλασσινό είκοσι χρόνια μετά και πες μας τις βλέπεις.

Είκοσι χρόνια μετά, το γράψιμο έχει περάσει σε τρίτη και τέταρτη μοίρα. Γράφω όλο και πιο σπάνια. Διαβάζω πολύ. Παλεύω και μαθαίνω. Ζω. Αγαπώ. Ερωτεύομαι. Δεν με ερωτεύονται. Είμαι, υπάρχω και αναπνέω στην αγκαλιά της απλότητας. Δεν έχω καμιά φιλοδοξία. Τίποτα. Κυνηγάω το βλέμμα των ανθρώπων. Και των σκύλων.

Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που σε έκανε να αμφιβάλλεις για σένα, για τον κόσμο και για τη λογοτεχνία που ήξερες;

Θέλει σκέψη για ν’ απαντήσω. Είναι που δεν θυμάμαι τι έχω διαβάσει. Δυστυχώς θα σας απογοητεύσω. Δεν υπάρχει βιβλίο που να πληροί τις προϋποθέσεις που θέτετε για να σας απαντήσω. Πιο παλιά έκλαιγα με τα ευαγγέλια, μα αυτά δεν αποτελούν λογοτεχνία. Ξέρετε, ο όρος λογοτεχνία λειτουργεί για μένα σαν η προειδοποίηση στην είσοδο της Κόλασης του Δάντη: «Όποιος μπει εδώ μέσα, ας εγκαταλείψει κάθε ελπίδα»! Εισδύω σε κάθε λογοτεχνικό σύμπαν έτοιμος να «την ακούσω». Ή είμαι τόσο διεστραμμένος που δεν χρειάζομαι κάποιο βιβλίο για να με ταράξει. Σαφέστατα και επηρεάζομαι από αναγνώσματα, άλλα όχι στο βαθμό που υποδηλώνει το φορτίο των ρημάτων στην ερώτησή σας.

«Εκείνο», λοιπόν! Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις από το σώμα του νέου σου βιβλίου;

Απ’ το «Εκείνο» δεν θα αφαιρούσα τίποτα. Γράφω με αγάπη, άλλες φορές με αυτοκαταστροφικές διαθέσεις, ανακατεύω τους δαίμονες μου και τους ελευθερώνω. Γράφω για να διεγείρω σωματικά τον αναγνώστη, άλλες για να ψιθυρίσω κάτι. Ό,τι γράφω το γράφω με όλες μου τις δυνάμεις. Μένω στο επίπεδο της πρόθεσης. Το αποτέλεσμα το κρίνουν οι φίλοι μου. Ή κάποιος κριτικός λογοτεχνίας. Το «Εκείνο» γράφτηκε σαν μάθημα ανάκλησης του απωθημένου στο συνειδητό. Πιο συγκεκριμένα ασχολείται με τα σεξουαλικά απωθημένα. Μια φίλη μου είπε ότι μετά την ανάγνωση του βιβλίου αυνανίστηκε. Το βιβλίο στο πρόσωπό της πέτυχε το σκοπό του. Την πήρε απ’ το χέρι και της έδειξε κατά κει που φοβόταν να κοιτάξει. Πρέπει να κοιτάξεις αυτό που φοβάσαι γιατί μ’ έναν ύπουλο τρόπο καθορίζει και τις πράξεις σου. Αλλά και να μη βγήκε καλό το βιβλίο, εγώ θα συνεχίζω να παίζω, εγώ θα συνεχίσω να γράφω. Θα συνεχίσω να διαβάζω. Και παραφράζοντας λίγο τον Κάφκα, αν δεν διάβαζα θα ένιωθα ένα σκουπίδι. Τα μέτρα και τα σταθμά αλλάζουν και κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για κάτι. Αυτά με την αφαίρεση. Αν ξεκινούσα να προσθέτω στο «Εκείνο» ή σε οποιοδήποτε βιβλίο μου, δεν θα σταμάταγα ποτέ. Η λεπτομέρεια, η προσπάθεια να μην ξεφύγει τίποτα από το συγγραφέα, είναι φρούδες ελπίδες. Το μεγάλο έργο της δημιουργίας του Σύμπαντος είναι διαρκώς εξελισσόμενο. Κάθε ανθρώπινη δημιουργία ως απείκασμα της συμπαντικής δεν θα μπορούσε παρά να βρίθει από αντιφάσεις και κενά. Είναι στην ύπαρξή τους που ο αναγνώστης χρωστάει την ελευθερία του να ταξιδεύει όπως θέλει μέσα απ’ τα ερεθίσματα που δέχεται από ποικίλα διαβάσματά του.

*Το τελευταίο του βιβλίο «Άρια, ο κόσμος από την αρχή» κυκλοφορεί από τις εκδ. Ψυχογιός, από τις οποίες και επανεκδόθηκε πρόσφατα το βιβλίο του «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι

Φωτό: Σοφία Καραγιάννη