- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η φυσική επιλογή του Καρόλου Δαρβίνου με ζωγραφιές
Μια ανάλυση της εξελικτικής θεωρίας και της καταγωγής του ανθρώπου για το ευρύ κοινό
Η «Καταγωγή των Ειδών» όπως την εξήγησε ο Κάρολος Δαρβίνος και το βιβλίο «Φυσική Επιλογή», που κυκλοφορεί από τις εκδ. Πατάκη.
Η εξελικτική σκέψη, η αντίληψη ότι τα είδη αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, στις ιδέες των αρχαίων Ελλήνων, των Ρωμαίων, των Κινέζων, καθώς και στη μεσαιωνική ισλαμική επιστήμη. Εντούτοις, μέχρι τον 18ο αιώνα, στην επιστήμη της βιολογίας κυριαρχούσε η ουσιοκρατία, η πεποίθηση ότι κάθε είδος έχει ουσιώδη χαρακτηριστικά αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου. Την αντίληψη αυτή άρχισαν να αμφισβητούν οι φιλόσοφοι κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, όταν οι φυσιοδίφες άρχισαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την ποικιλότητα των ειδών. Η εξέλιξη της παλαιοντολογίας, της μελέτης των απολιθωμάτων, και η ανακάλυψη ότι διάφορα είδη είχαν εξαφανιστεί μέσα στις χιλιετηρίδες έδειξαν ότι η φύση δεν είναι στατική – πράγμα που εξάλλου είχε υποστηρίξει ο Ηράκλειτος ήδη από το 500 π.Χ. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ πρότεινε τη θεωρία της «μεταλλαγής των ειδών» και το 1858, ο Κάρολος Δαρβίνος και ο Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας πρότειναν μια καινούργια εξελικτική θεωρία, την οποία εξήγησε ο Δαρβίνος στην «Καταγωγή των Ειδών». Εν αντιθέσει με τον Λαμάρκ, ο Δαρβίνος πρότεινε κοινή καταγωγή και διακλαδιζόμενο δένδρο ζωής όλων των ειδών: η θεωρία βασιζόταν στην ιδέα της φυσικής επιλογής, και συνέθετε ένα ευρύ φάσμα διεπιστημονικών γνώσεων από τη ζωολογία, τη βιογεωγραφία, τη γεωλογία και την εμβρυολογία.
Η αντιπαράθεση που ακολούθησε τη δημοσίευση του έργου του Δαρβίνου οδήγησε στην αποδοχή της γενικής έννοιας της εξέλιξης, όμως ο ειδικός μηχανισμός τον οποίο περιέγραφε, η φυσική επιλογή, έμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι τις μεγάλες επιστημονικές εξελίξεις των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Πριν από τη γενική αναγνώριση της φυσικής επιλογής οι περισσότεροι βιολόγοι πίστευαν στην κληρονομικότητα των επίκτητων χαρακτηριστικών (νεολαμαρκισμός), στην εγγενή παρόρμηση για αλλαγή (ορθογένεση) και στις αιφνίδιες μεταλλάξεις (στα «άλματα»: saltationism) των οργανισμών, δηλαδή σε διάφορες μορφές βιολογικών ατυχημάτων. Με τη σύνθεση της φυσικής επιλογής και της γενετικής του Γκρέγκορ Μέντελ, προέκυψε ο κλάδος την γενετικής των πληθυσμών και λίγο αργότερα διαμορφώθηκε μια ευρέως εφαρμόσιμη θεωρία της εξέλιξης, η οποία περιέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της βιολογίας.
Είναι πολλές οι παρεξηγήσεις σχετικά με τη φυσική επιλογή. Ακριβώς γι’ αυτό τα εκλαϊκευμένα βιβλία γύρω τον δαρβινισμό είναι χρήσιμα: ξεχωρίζουν με σαφή τρόπο τι σημαίνει η εξέλιξη και πώς ο άνθρωπος έγινε ο homo sapiens του σήμερα. Η εξελικτική βιολογία μάς επέτρεψε να αφηγηθούμε με λεπτομέρειες και σχετική ακρίβεια την ιστορία της ζωής στη Γη. Η μοριακή γενετική της δεκαετίας του 1950 που προέκυψε από πολυετείς έρευνες, έφτασε αργότερα στη μελέτη του RNA και του DNA, δηλαδή στη γονιδιοκεντρική αντίληψη της εξέλιξης, που, με τη σειρά της αποκαλύπτει πολλά από τα μυστικά του σύμπαντος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην ιατρική, στη φαρμακευτική, σε όλες τις επιστήμες της ανθρώπινης επιβίωσης και ευημερίας.
Η επιστήμη της βιολογίας έγινε το πεδίο που απαντούσε στα θεμελιώδη ερωτήματα: Πώς προέκυψε η ζωή; Πώς δημιουργήθηκε ο άνθρωπος; Ποια είναι η σχέση του με τα άλλα ζώα; Ποιο είναι το μέλλον του; Είναι «τέλεια» η φύση; Είναι, όπως έγραφε ο Πλάτων (και υποστήριζε αργότερα ο χριστιανισμός) όλες οι μορφές ζωής «αναγκαίες»; Όπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης προσπάθησε να τοποθετήσει τις σχέσεις των ζωντανών οργανισμών σε μια scala naturæ: το «Περί των ζώων ιστορίαι», όπου ο Αριστοτέλης καταχωρούσε τους οργανισμούς σε μια ιεραρχική κλίμακα ή αλυσίδα της ύπαρξης, ανάλογα με την πολυπλοκότητα της δομής και της λειτουργίας τους, ανάλογα με τη ζωτικότητα και την ικανότητα κίνησής τους, είναι ένα από τα πρώτα κείμενα που αναλύουν την ιδέα της εξέλιξης. Την ίδια περίπου εποχή, στην Κίνα, ο ταοϊσμός απέρριπτε την ιδέα της σταθερότητας των βιολογικών οντοτήτων: οι ταοϊστές φιλόσοφοι υπέθεταν ότι τα είδη ανέπτυσσαν διαφορετικά χαρακτηριστικά ως αντίδραση σε διαφορετικά περιβάλλοντα κι ότι οι άνθρωποι, η φύση και οι ουρανοί βρίσκονταν σε κατάσταση διαρκούς μετασχηματισμού, γνωστή ως Τάο.
Στη συνέχεια, Ρωμαίοι φιλόσοφοι περιέγραψαν την ανάπτυξη του σύμπαντος, της Γης, των ζωντανών όντων και της ανθρώπινης κοινωνίας μέσα από φυσικούς μηχανισμούς, χωρίς αναφορά στη μεταφυσική, ενώ ο Αυγουστίνος έγραφε ότι η ιστορία της δημιουργίας στην Γένεση δεν θα έπρεπε να ερμηνεύεται στην κυριολεξία της: στο έργο του, De Genesi ad literam (Περί της κυριολεκτικής ερμηνείας της Γένεσης), δήλωνε ότι, κατά τη γνώμη του, σε μερικές περιπτώσεις καινούργια όντα είχαν προκύψει από την αποσύνθεση προγενέστερων μορφών ζωής. Για τον Αυγουστίνο, «τα φυτά, τα πτηνά και τα ζώα δεν είναι τέλεια αλλά δημιουργήθηκαν σε μια ρέουσα κατάσταση» αντίθετα με τους αγγέλους, το στερέωμα και την ανθρώπινη ψυχή. Με λίγα λόγια, ο Αυγουστίνος είχε προτείνει μια μορφή εξέλιξης, όπως και οι λόγιοι της Χρυσής Εποχής του Ισλάμ, όπως ο Αλ Γιαχίζ, συγγραφέας του «Βιβλίου των Ζώων».
Κατά τη διάρκεια του πρώιμου μεσαίωνα, η κλασική ελληνική σκέψη χάθηκε, αλλά η υπόθεση της εξέλιξης απασχολούσε τη θεολογία η οποία βεβαίως επέμενε στη θεϊκή δημιουργία και καθοδήγηση. Μέχρις ότου ο Ρενέ Ντεκάρτ διατύπωσε μια θεωρία του σύμπαντος ως μηχανής, που πυροδότησε την επιστημονική επανάσταση: στη διάρκεια του Διαφωτισμού ξεπήδησαν πολλές και ποικίλες αντιλήψεις οι οποίες προϋπέθεταν την ιδέα της φυσικής επιλογής – της επίδρασης του περιβάλλοντος στα όντα και της πιθανής κοινής καταγωγής τους.
Στον 18ο αιώνα, ο γάλλος φυσιοδίφης Ζορζ Λουί Λεκλέρ ντε Μπυφόν υπέθεσε ότι τα 200 περίπου είδη θηλαστικών που ήταν γνωστά εκείνη την εποχή, ενδεχομένως να κατάγονταν από μόλις 38 αρχικές μορφές. Ο Μπυφόν δεν ήταν ο μόνος που αμφισβητούσε τη σταθερότητα των ειδών: ο παππούς του Δαρβίνου, Έρασμος Δαρβίνος, στο σύγγραμμά του «Zoönomia» (1796) υποδείκνυε ότι «όλα τα θερμόαιμα ζώα έχουν προκύψει από ένα ζωντανό νήμα». Έτσι, η εξέλιξη των θεωριών της εξέλιξης ήταν γοργή τόσο στην ηπειρωτική Ευρώπη όσο και στη Βρετανία, συνδυάζοντας ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών ειδικοτήτων.
Η έρευνα για το μυστήριο της δημιουργίας του ανθρώπου και για την ηλικία της Γης κατέληξε σε ένα στρόβιλο ανακαλύψεων με τον Γάλλο Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ να θεωρεί ότι όλα τα έμβια όντα μοιράζονται κοινό πρόγονο αλλά ότι απλές μορφές ζωής δημιουργούνται συνεχώς με αυτόματη γένεση και τον Ουίλιαμ Τσαρλς Γουέλς να υποστηρίζει την ιδέα της εξέλιξης των ανθρώπων, αναγνωρίζοντας την αρχή της φυσικής επιλογής. Ο Κάρολος Δαρβίνος και ο Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας, δεν είχαν υπόψη τους το έργο του Γουέλς όταν εξέδωσαν το δικό τους έργο το 1858, αλλά ο Δαρβίνος αργότερα αναγνώρισε ότι ο Γουέλς ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε την αρχή της φυσικής επιλογής. Εντούτοις, σύμφωνα με τον ιστορικό της επιστήμης Πίτερ Μπόουλερ, «μέσω του συνδυασμού τολμηρής θεωρίας και αναλυτικής αξιολόγησης, ο Δαρβίνος πρότεινε μια ιδέα για την εξέλιξη που ήταν μοναδική μέχρι τότε.» Ο Μπόουλερ γράφει ότι το να διατυπώσεις πρώτος μια ιδέα δεν αρκεί• πρέπει να την αναπτύξεις και να πείσεις τους άλλους για τη σπουδαιότητά της ώστε να έχει πραγματική επίδραση.»
Ο Κάρολος Δαρβίνος μελετούσε τη φυσική επιλογή για πάνω από είκοσι χρόνια προτού συγγράψει το επώνυμο βιβλίο του και στη συνέχεια την «Καταγωγή των ειδών» με το οποίο ξεκίνησε η διαμάχη γύρω από τις ομοιότητες και τις διαφορές ανθρώπων και πιθήκων.
Το βιβλίο αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα ταξίδι στην ιστορία της βιολογίας και στις σχέσεις της με τις άλλες επιστήμες του ανθρώπου και της Γης. Πρόκειται για συναρπαστικό ταξίδι ανάμεσα στο φως της επιστήμης και στο σκοτάδι της άγνοιας ή της θεοκρατίας: ξεκινώντας από τον Δαρβίνο προχωρούμε στις ανακαλύψεις και τις γνώσεις του σήμερα –για παράδειγμα ό,τι ακολούθησε τη μελέτη του DNA– και επιστρέφουμε στις ανακαλύψεις του χθες, στις έρευνες του Κάρολου Λινναίου που ταξινομούσε τους ανθρώπους στα πρωτεύοντα μαζί με τους πιθήκους και σ’ εκείνες του Τόμας Χάξλεϋ που θέλησε να αποδείξει την ανατομική σχέση μεταξύ ανθρώπων και πιθήκων.
Πολλά έχουν συμβεί από την εποχή του Δαρβίνου. Οι βιολόγοι χωρίστηκαν σε «μεντελικούς» και σε «βιομετριστές», αλλά στη συνέχεια οι αντιλήψεις τους συνδυάστηκαν και συγχωνεύτηκαν. Στις έρευνες για την εξέλιξη των ειδών και του σύμπαντος άρχισαν να συμμετέχουν καινούργιοι επιστημονικοί κλάδοι –η γενετική, η οικολογία, η εντομολογία, η μοριακή βιολογία– πράγμα που κατέληξε στη γονιδιοκεντρική αντίληψη της εξέλιξης, την οποία συνόψισε ο Ρίτσαρντ Ντόκινς στο «Εγωιστικό Γονίδιο» (1976). Αλλά τίποτα δεν έχει τελειώσει: η γονιδιοκεντρική αντίληψη έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον για την παλιά ιδέα του Δαρβίνου περί της σεξουαλικής επιλογής, ενώ έχει συνεισφέρει στην ανάπτυξη της κοινωνιοβιολογίας, της ιολογίας και της επιγενετικής, δηλαδή της μελέτης της επίδρασης περιβαλλοντικών παραγόντων στον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται τα γονίδια κατά την ανάπτυξη.
Τη μετάφραση αυτού του εκλαϊκευμένου βιβλίου έκανε ο Νίκος Αποστολόπουλος και την εικονογράφηση η Έστερ Γκαρθία.