- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Προδημοσίευση του νέου μυθιστορήματος της Κριστίν Χάνα με τίτλο «Τέσσερις άνεμοι», που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος.
«Θα ανακαλύψει τον καλύτερο εαυτό της στους χειρότερους καιρούς...
Τέξας, 1921. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει και η Αμερική ετοιμάζεται να μπει σε μια νέα, αισιόδοξη περίοδο. Αλλά για την Έλσα Γουόλκοτ, που θεωρείται πολύ μεγάλη για να παντρευτεί, το μέλλον διαγράφεται ζοφερό μέχρι τη νύχτα που γνωρίζει τον Ρέιφ Μαρτινέλι και αποφασίζει να αλλάξει τη ρότα της ζωής της.Το 1934 ο κόσμος έχει αλλάξει· εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χάσει τη δουλειά τους και η ξηρασία έχει καταστρέψει τις Μεγάλες Πεδιάδες. Οι αγρότες δουλεύουν σκληρά για να μη χάσουν τη γη και τη ζωή τους. Στο αγρόκτημα των Μαρτινέλι όλα πεθαίνουν, μαζί και ο σαθρός γάμος της Έλσας· κάθε μέρα είναι μια καταδικασμένη μάχη με τη φύση, μια πάλη για να κρατήσει τα παιδιά της στη ζωή. Σε αυτή την αβέβαιη και επικίνδυνη εποχή, η Έλσα είναι αναγκασμένη να πάρει μια σκληρή απόφαση: να πολεμήσει για τη γη που αγαπά ή να την εγκαταλείψει και να πάει στη Δύση, στην Καλιφόρνια, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής».
H Κριστίν Χάνα, η συγγραφέας του διεθνούς best seller «Το Αηδόνι», του μυθιστορήματος «Αχανής μοναξιά» που κέρδισε το βραβείο αναγνωστών Goodreads Choice Awards και του βιβλίου «Πυγολαμπίδες» που μεταφέρθηκε σε τηλεοπτική σειρά για το Netflix σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, επιστρέφει με το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο «Τέσσερις άνεμοι» (εκδ. Κλειδάριθμος), ένα μυθιστόρημα που ζωντανεύει την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, για τις σκληρές αλήθειες που δίχασαν τους Αμερικανούς και τις μακροχρόνιες συγκρούσεις ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες.
Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Τέσσερις άνεμοι» της Κριστίν Χάνα
Καθώς ταλαντευόταν ταυτόχρονα με την κίνηση του κάρου, η Λορέντα κοιτούσε την άνυδρη γη. Ο αέρας μύριζε σκόνη και ζέστη. Προσπέρασαν το σαπισμένο κουφάρι ενός ταύρου· τα πλευρά του προεξείχαν στον αέρα, τα κέρατά του ξεπρόβαλλαν μέσα από την άμμο. Γύρω του βούιζαν μύγες. Ένα κοράκι προσγειώθηκε πάνω στο κουφάρι, έκρωξε σαν να ήθελε να ορίσει την ιδιοκτησία του και άρχισε να τσιμπολογά τα κόκαλα. Δίπλα βρισκόταν ένα εγκαταλελειμμένο Model T, με ανοιχτές τις πόρτες και τα λάστιχα θαμμένα ως τον άξονα στο ξερό χώμα.
Στα αριστερά τους υπήρχε μια μικρή αγροικία, στερημένη από τον ίσκιο των δέντρων, καταμεσής της καστανής γης. Δύο πινακίδες –που έγραφαν ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ και ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ήταν καρφωμένες στην μπροστινή πόρτα.
Στην αυλή, ένα σαράβαλο ήταν φορτωμένο ως την οροφή με ανθρώπους και πράγματα. Στο πίσω μέρος είχαν δέσει μια στοίβα από κουβάδες, ένα μαντεμένιο τηγάνι και ένα ξύλινο κιβώτιο με γυάλινα βάζα και σακιά σιτάρι. Η αναμμένη μηχανή έφτυνε μαύρο καπνό στον αέρα και τράνταζε το μεταλλικό σασί. Κατσαρόλες και τηγάνια κρέμονταν από όπου υπήρχε χώρος για να δεθούν. Δύο παιδιά στέκονταν στα σκουριασμένα σκαλοπάτια του αυτοκινήτου και μια γυναίκα με θλιμμένο πρόσωπο και αδύναμα μαλλιά καθόταν στη θέση του συνοδηγού με ένα μωρό στην αγκαλιά.
Ο αγρότης –ο Γουίλ Μπάντινγκ– στεκόταν δίπλα στην πόρτα του οδηγού· φορούσε ολόσωμη φόρμα και ένα πουκάμισο που είχε ένα μόνο μανίκι. Ένα ταλαιπωρημένο καουμπόικο καπέλοήταν κατεβασμένο ως χαμηλά στο σκονισμένο πρόσωπό του.
«Έι», είπε η μαμά και τράβηξε τα γκέμια, αναγκάζοντας το άλογο να σταματήσει. Έσπρωξε προς τα πίσω το καπέλο που φορούσε για τον ήλιο. «Γεια σου, Ρέιφ», είπε ο Γουίλ φτύνοντας καπνό στο χώμα μπροστά στα πόδια του. «Έλσα.» Απομακρύνθηκε από το βα ρυφορτωμένο αυτοκίνητο και προχώρησε αργά προς το κάρο. Όταν πλησίασε αρκετά, κοντοστάθηκε αμίλητος και έχωσε τα χέρια στις τσέπες.
«Για πού το βάλατε;» ρώτησε ο μπαμπάς.
«Τα χάσαμε όλα», είπε ο Γουίλ. «Μάθατε για τον γιο μου, τον Κάλσον, που πέθανε το καλοκαίρι;» Έριξε μια ματιά στη γυναίκα του. «Και τώρα έχουμε και το μικρό. Δεν αντέχουμε άλλο. Φεύγουμε.»
«Ανήκει στην τράπεζα πια. Χρωστούσαμε δόσεις.»
«Πού θα πάτε;» ρώτησε ο πατέρας.
Ο Γουίλ έβγαλε ένα τσαλακωμένο φυλλάδιο από την πίσω τσέπη του. «Στην Καλιφόρνια. Στη γη της επαγγελίας, όπως λένε. Δεν χρειαζόμαστε πολλά. Μόνο δουλειά.»
«Πώς ξέρεις ότι είναι αλήθεια;» είπε ο πατέρας και του πήρε το φυλλάδιο. Δουλειές για όλους! Η γη των ευκαιριών! Ελάτε δυτικά στην Καλιφόρνια!
«Δεν το ξέρω.»
«Μα δεν γίνεται να φύγετε έτσι απλά», είπε η μητέρα.
«Είναι πολύ αργά για μας. Πόσα μέλη να θάψει πια μια οικογένεια; Πες στους γονείς σου ότι τους χαιρετώ.»
Ο Γουίλ έκανε μεταβολή, επέστρεψε στο σκονισμένο αυτοκίνητό του και κάθισε στη θέση του οδηγού. Η μεταλλική πόρτα έκλεισε με θόρυβο.
Η μητέρα έκανε έναν ήχο αποδοκιμασίας, βάρεσε τα γκέμια και ο Μάιλο άρχισε να προχωράει και πάλι αργά. Η Λορέντα είδε το σαράβαλο να τους προσπερνάει μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης και ξαφνικά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο. Φυγή. Μπορούσαν κι εκείνοι να φύγουν για ένα από τα μέρη για τα οποία της μιλούσε ο πατέρας της. Να πάνε στο Σαν Φρανσίσκο, ή στο Χόλιγουντ, ή στη Νέα Υόρκη.
«Ο Γκλεν και η Μαίρη Λιν Μάουντζερ έφυγαν την περασμένη εβδομάδα», είπε ο μπαμπάς. «Πάνε στην Καλιφόρνια, απλώς τα φόρτωσαν όλα στο παλιό τους Πάκαρντ κι έφυγαν.»
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και η μητέρα είπε: «Θυμάσαι τα επίκαιρα που είδαμε στον κινηματογράφο; Ουρές για το συσσίτιο στο Σικάγο. Άνθρωποι που ζουν σε παραπήγματα και σε χαρτόκουτα στο Σέντραλ Παρκ. Τουλάχιστον εδώ έχουμε αυγά και γάλα.»
Ο πατέρας αναστέναξε. Η Λορέντα ένιωσε τον πόνο που έκρυβε εκείνος ο ήχος, την οδύνη που τον συνόδευε. Η μαμά θα έλεγε όχι. «Ναι, δίκιο έχεις.» Ο πατέρας πέταξε το φυλλάδιο μέσα στο κάρο. «Οι γονείς μου δεν θα άφηναν ποτέ τον τόπο τους έτσι κι αλλιώς.»
«Ποτέ», συμφώνησε η μητέρα.
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, η Λορέντα κάθισε στην κούνια της βεράντας μετά το βραδινό.
Φυγή.
Ο ήλιος έδυε αργά στο αγρόκτημα γύρω της και η νύχτα κατάπινε την επίπεδη, καφετιά, στεγνή γη. Μια από τις αγελάδες τους μουκάνιζε παρακλητικά να της δώσουν νερό. Λίγο αργότερα, στο σκοτάδι, ο παππούς της θα άρχιζε να πηγαίνει νερό στα ζώα, θα κουβαλούσε το νερό από το πηγάδι έναν έναν κουβά, όσο η γιαγιά και η μαμά θα πότιζαν τον κήπο.
Η αλυσίδα της κούνιας στη σκεπαστή βεράντα έτριζε παραπονιάρικα και ο ήχος της ακουγόταν δυνατός μες στην ησυχία. Η Λορέντα άκουσε το κουδούνισμα της μοιρασμένης τηλεφωνικής γραμμής από το εσωτερικό του σπιτιού. Εκείνη την εποχή, ένα τηλεφώνημα δεν ήταν ποτέ για καλό· το μοναδικό θέμα συζήτησης ήταν η ξηρασία.