Βιβλιο

Το μακρύ ταξίδι του Θάνου Αλεξανδρή στην καψούρα της νύχτας

Ο άνθρωπος που γνώρισε τα σκυλάδικα της επαρχίας όσο κανείς άλλος, μόλις κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο «Του Οσίου Αλμοδοβάρ ανήμερα»

Σταυρούλα Παναγιωτάκη
ΤΕΥΧΟΣ 783
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Του Οσίου Αλμοδοβάρ ανήμερα»: Το βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή για τη νύχτα και τους πρωταγωνιστές της κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος

Ο άνθρωπος που γνώρισε τα σκυλάδικα της επαρχίας όσο κανείς άλλος, μόλις κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο «Του Οσίου Αλμοδοβάρ ανήμερα», ένα ημερολόγιο από μια ζωή που ίσως ο Ισπανός σκηνοθέτης θα ζήλευε να γυρίσει.

Η δουλειά που κάνω μου χάρισε πολλά ταξίδια, αλλά το ταξίδι στην παραμεθόριο της νύχτας που μου έκανε δώρο ένα βράδυ στα τέλη του ’90 ο Θάνος Αλεξανδρής, μου έμεινε αξέχαστο. Όχι ότι θυμάμαι πολλά πράγματα από εκείνη τη νύχτα αλλά όσα θυμάμαι ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, τα θεωρώ εξίσου εξωφρενικά.

Ξημερώματα έξω από μια πολυκατοικία στο Κερατσίνι. Μια ταμπέλα αναρτημένη στον πρώτο όροφο με το καθησυχαστικό όνομα «Τσιπουράδικο». Σκάλα που ανέβαινε (ή κατέβαινε; δεν θυμάμαι) σ’ ένα δυαράκι με μωσαϊκό και κουρελούδες στα πατώματα. Το διαμέρισμα γεμάτο. Μια μυρωδιά από καμένο πετρέλαιο ανακατεμένη με Old Spice και άφιλτρο Κεράνης, σε ζάλιζε. Η κάπνα δεν σ΄ άφηνε περιθώρια να διακρίνεις φάτσες και τραπέζια και διαθέσεις. Ποτά όλα στο ίδιο χρώμα, περσινά φιστίκια στα μπολ, πλαστικά λουλούδια στα βάζα. Στην άκρη του δωματίου πάνω σε μια αυτοσχέδια πίστα από νοβοπάν η Παλόμα με την Ξανθή Περράκη κάνουν σουξέ με τα βαμμένα τους γεράματα... «Βρε μελαχρινάκι, με πότισες φαρμάκι». Για μια στιγμή η ζωή μας έμοιαζε να αιωρείται στα κεφάλια μας όπως τα παγάκια στα ποτά μας. Μετά τον Κωστή Χρήστου και τη Ρούλα Σπύρου στο Valentino είχαμε σκάσει ξημερώματα μουσαφίριδες του Θάνου στον γαλαξία των πεσμένων άστρων. Μια νύχτα που έμεινε και που θα χρωστάω για πάντα στον Θάνο.

Ο Θάνος Αλεξανδρής σε πατσατζίδικο στην Πειραιώς

«Αυτή η νύχτα μένει» ήταν ο τίτλος του βιβλίου που είχε μόλις κυκλοφορήσει ο Αλεξανδρής, ένα βιβλίο στην ουσία αυτοβιογραφικό που περιέγραφε με μοναδικό και ωμό τρόπο τα 12 χρόνια που έζησε σαν αρχιερέας στο Μεγάλο Ιερατείο των επαρχιακών σκυλάδικων: Σπάρτη, Ορεστιάδα, Λάρισα, Κατερίνη, Κομοτηνή. Αδιανόητες περιγραφές, σκηνές απείρου κάλλους, ο Θάνος έγραφε με τον τρόπο του ανθρώπου που τα έχει δει όλα στη ζωή. Και την έξαψη, και την ξεφτίλα, και το πάθος αλλά και τα δάκρυα και τον μηδενισμό και τη βλακεία της. Φυσικό ήταν το βιβλίο να κάνει τεράστιο σουξέ, σουξέ που πολλαπλασιάστηκε αργότερα, όταν έγινε ταινία από τον Παναγιωτόπουλο και ομώνυμο τραγούδι του Κραουνάκη με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Παπίου.

Ο Θάνος, παιδί της επαρχίας, γεννημένος σ' ένα μέρος έξω από τη Χαλκίδα, στη Νέα Αρτάκη, αριστούχος της Νομικής, απόφοιτος της Σχολής του Καρόλου Κουν, παιδί σεμνό και ταπεινό, σχεδόν παπαδοπαίδι, από τους «Νεκρικούς Διαλόγους» του Λουκιανού και τη Μέδουσα του Μαρίνου κάνει το κλικ σε μια στιγμή και βρίσκεται στην αντιπέρα όχθη. Μου το είχε περιγράψει καλύτερα ο ίδιος τότε στην πρώτη μας συνέντευξη: «...ένα βράδυ μια φίλη, φίλη φίλου μου, γκόμενα κοινοκτημοσύνης ή κάτι τέτοιο, επιπλέον καλλιτέχνις, μου έβαλε τις πρώτες φιτιλιές. Την άλλη μέρα πήρα τα “Νέα” κι αρχίζω να τσεκάρω ενδεχόμενα στις μικρές αγγελίες. Βρίσκω μάνατζερ με γραφείο στη Σατωβριάνδου και σε τρεις μέρες το τηλέφωνό μου άρχισε να χτυπάει ασταμάτητα. Μέχρι και κοριτσάκι 8 χρονών μου έφερε μάνα για να δουλέψει στο μπαλέτο. “Κυρά μου” της λέω “σε μπουζούκια θα δουλέψουμε, δεν θα κάνουμε περιοδεία σε παιδικούς σταθμούς”. Σε λίγες ώρες η πολυκατοικία είχε πλημμυρίσει από γυναικόκοσμο. Ταμίες σούπερ μάρκετ, γαρδενατζούδες, εργάτριες, τραβεστί». Τρεις μέρες κράτησε η οντισιόν. Διαλέγει τρία κορίτσια με βασικά προσόντα και το «Τρίο Αλεξανδρής» είναι έτοιμο. Ετοιμάζει πρόχειρα ένα πρόγραμμα, τα κοστούμια και βουρ με τις αποσκευές στον Κηφισό με το πρώτο λεωφορείο. Πρώτος σταθμός Τρίπολη.

Είναι αρχές της δεκαετίας του '80, υπήρχαν 3-4 σόου στην πιάτσα, ο Αλεξανδρής και τα μπαλέτα του γίνονται ανάρπαστοι. Τους πρώτους μήνες παίρνουν σβάρνα όλη την Πελοπόννησο, Αμαλιάδα, Φιλιατρά, Ζαχάρω, Σκάλα Λακωνίας, δεν αφήνουν σκυλάδικο για σκυλάδικο. «Ίδιες φάτσες παντού, ίδια αφεντικά, ίδιοι πελάτες, ίδια κι απαράλλαχτη κονσομασιόν». Μάξιμουμ παραμονή 5 μέρες. «Τελείωνα από μια πόλη, γυρνούσα Αθήνα, δεν προλάβαινα ν’ ανοίξω τις βαλίτσες, τηλέφωνο από τον ατζέντη να φύγουμε την επομένη. Η λαχτάρα μου να γνωρίσω καινούργια μέρη μαζί με τα πολλά φράγκα μ' έκαναν να μη λέω όχι πουθενά. Μετά από δυο τρία μαγαζιά έχω καταλάβει πώς λειτουργεί το κύκλωμα».

Υπολογίζει πως αν δουλέψει χωρίς διακοπή μ’ αυτό το κασέ, σε δυο χρόνια θα ’χει αγοράσει διαμέρισμα (το αγόρασε!). Πετάει τον Χατζιδάκι και τις «Κίτρινες πόλεις» από τη ζωή του και ασπάζεται την Ξανθή Περράκη και τον Καφάση. Ξεκινά τις «στοχευμένες» περιοδείες. Όλες είχαν σχέση με την κονσομασιόν, τα φράγκα και τη συγκομιδή:  Έτσι στη Βέροια έφτανε όταν πουλιόταν τα ροδάκινα, στο Ναύπλιο τα πορτοκάλια, στη Λάρισα τα ζαχαρότλευτα, στην Ιεράπετρα τ’ αγγούρια. Μπαίνει για τα καλά στο ρόλο που θα υποδυθεί για τα επόμενα 10-12 χρόνια. 

Από εμφανίσεις στο «Μοκάμπο», Λάρισα
© Σπύρος Στάβερης
Ο Θάνος Αλεξανδρής με την Παλόμα έξω από το Coronet της Τρούμπας ©Σπύρος

Ο Αλεξανδρής είναι ο πιο γλυκός, ευγενής, αστείος και ανεξερεύνητος άνθρωπος που γνωρίζω. Υπάρχουν περίοδοι που πίνει τη ζωή άσπρο πάτο και περίοδοι που χάνεται πίσω από κλειστά πατζούρια. Εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά σαν κομήτης και πάλι σαν κομήτης εξαφανίζεται. Κανείς δεν ξέρει που. Μέχρι το επόμενο «χτύπημα». Να τώρα βλέπω στο γραφείο μου ένα φάκελο από τον Κάκτο, το ανοίγω και εμφανίζεται μπροστά μου το νέο του βιβλίο «Του Οσίου Αλμοδοβάρ ανήμερα», σκέτο, χωρίς κανένα σημείωμα, χωρίς κανένα τηλεφώνημα, καμιά προειδοποίηση. Κλασικός Αλεξανδρής. 


Ό,τι περίσσεψε από το ηρωικό έπος του «Αυτή η νύχτα μένει» είναι τώρα εδώ. Και σ' αυτό όπως και στο προηγούμενο αποτίνει φόρο τιμής στη νύχτα και στους πρωταγωνιστές της, στους ανθρώπους που γνώρισε και δεν γνώρισε. Στις εκπομπές που έκανε και είδε, στην τηλεόραση που δούλεψε, στα πρωινάδικα, στο ΜΤV, στον Μαρίνο και στη Μέδουσα, στη Μαλβίνα και στην Μπέλου. Στην κυρία Μπλανς και στην κυρία Ταϋγέτη. Στον Φλωρινιώτη και στη Σοφία Χρήστου, στον Σακελλάριο και στην Παλόμα, στην Καινή Διαθήκη και στις 10 εντολές της κονσομασιόν. Ετερόκλητοι πρωταγωνιστές συνυπάρχουν σε μπουζουξίδικα και αβανγκάρντ στέκια. Τα πρώτα ντεκαντάνς ντραγκ σόου, το θρυλικό Λουζιτάνια και τα Αραπάκια, το Τεν Τεν και το Σου Μου. «Ένα σύμπαν σχεδόν αλμοδοβορικό, ένα παλίμψηστο της καψούρας, των άνομων πράξεων, του γλεντιού, του πάθους της νύχτας – ένας δηλαδή ύμνος στη ζωή» όπως το περιγράφει ο ίδιος, συνοδεία πολλών πάρα πολλών φωτογραφιών των πραγματικών ηρώων που συνάντησε ο συγγραφέας. Λέει κάπου στο βιβλίο και το κράτησα γιατί νομίζω αυτό είναι το μότο ζωής του Θάνου Αλεξανδρή: «Σε ψυχολόγο δεν πήγα, αλλά πιστεύω πως η μοίρα πάντα σε οδηγεί προς τα εκεί που πιλοτάρει η καρδιά σου, η οποία συνήθως έχει προ πολλού αποφασίσει πού θα σταθείς…»

Το βιβλίο τελειώνει με το συμπέρασμα: «Περισσότερο από μια δεκαετία ταξίδεψα, γλέντησα, γνώρισα θριάμβους και έζησα τη ζωή που ήθελα, ακυρώνοντας την ατάκα του Χορν στην "Οδό Ονείρων" του Μάνου Χατζιδάκι: “Κανείς δεν ζει αληθινά αυτό που θα ’θελε να ζήσει!...”»

Θάνος Αλεξανδρής, «Του Οσίου Αλμοδοβάρ ανήμερα», 385 σελίδες, με φωτογραφίες, εκδ. Κάκτος