- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ευγενία Κρεμμυδά: «Αυτή θα ήταν η χρονιά του Κρεμμυδά!»
Μία συλλογή κειμένων του ιστορικού που συνέδεσε το όνομά του με την έρευνα για το ’21 προσπαθεί να καλύψει το κενό που άφησε ο θάνατός του
Η Ευγενία Κρεμμυδά μιλάει στην Athens Voice για το βιβλίο «Βασίλης Κρεμμυδάς: Το Εικοσιένα -Μύθοι και πραγματικότητες, επιλογή άρθρων επιφυλλίδων & ομιλιών».
Είναι στιγμές, περίοδοι, περιστάσεις που η απουσία ανθρώπων γίνεται πιο έντονη, η ανάγκη να τους δούμε ή να τους ακούσουμε μας απασχολεί περισσότερο από συνήθως, είτε γιατί η συγκυρία μας τους θυμίζει είτε γιατί το κενό που άφησαν είναι πραγματικά δυσαναπλήρωτο: γονείς, αδέρφια, φίλοι. Αλλά όχι μόνο: πνευματικοί άνθρωποι, καλλιτέχνες, επιστήμονες που δεν τους έχουμε γνωρίσει προσωπικά αλλά το έργο τους, οι παρεμβάσεις τους και η σκέψη τους μας έχουν σημαδέψει κατά καιρούς, έρχονται αφορμές που κάνουν τη σιωπή τους εκκωφαντική.
Κάτι τέτοιο νομίζω συμβαίνει εφέτος, που γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από το 1821, με τον Βασίλη Κρεμμυδά. Έναν ιστορικό που συνέδεσε το όνομά του με την έρευνα για την Επανάσταση, που το έργο του, με την ιδιαίτερη ματιά του, τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της δοξαστικής ιστοριογραφίας, οι παρεμβάσεις του δημιουργούσαν αναχώματα απέναντι στην καπηλεία των πραγματικών ιστορικών γεγονότων από εθνικοθρησκετικούς δημόσιους λειτουργούς και πολλούς άλλους.
Αυτό το κενό, αποπειράται, 4 χρόνια μετά τον θάνατό του, να καλύψει ένα βιβλίο, με τίτλο: «Βασίλης Κρεμμυδάς: Το Εικοσιένα - Μύθοι και πραγματικότητες, επιλογή άρθρων επιφυλλίδων και ομιλιών» (εκδόσεις Καλλιγράφος, πρόλογος Γιάννη Στουρνάρα).
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα καλαίσθητη έκδοση, με μία σοφά επιλεγμένη συλλογή 25 κειμένων του που καλύπτουν έρευνα 37 χρόνων. Αν και τοποθετημένα με αυστηρά χρονολογική σειρά (το πρώτο έχει ημερομηνία 1η Δεκεμβρίου του 1976 και το τελευταιο Απρίλιο του 2013) τα κείμενα αυτά αρκετές φορές «ζευγαρώνουν», όπως τόσο επιτυχημένα σημειώνει η επιμελήτρια, κάποιες φορές διαβάζονται συνδυαστικά – κείμενα πάνω στο ίδιο θέμα γραμμένα με διαφορά 26 χρόνων μας δείχνουν την εξέλιξη της σκέψης και της έρευνας του ιστορικού. Αλλά και με εναλλαγή της φόρμας των κειμένων· άλλα είναι ομιλίες που έχουν υποστεί τις αναγκαίες μετατροπές για να δημοσιευθούν σε επιστημονικά έντυπα· άλλα είναι αδημοσίευτες ομιλίες που έχουν διατηρήσει τον προφορικό λόγο· άλλα απολογισμοί πολυετών ερευνών· άλλα, θυμωμένες κάποιες φορές, παρεμβάσεις).
Έτσι βρίσκει ο αναγνώστης πλάι πλάι μεθοδολογικές προτάσεις για τη μελέτη του ’21 και μια οργισμένη αποδόμηση διαγγέλματος του τότε Προέδρου Σαρτζετάκη με αφορμή την 25η Μαρτίου 1986 στα ΝΕΑ, μια μεγάλη μελέτη για την οικονομική κρίση στον ελλαδικό χώρο στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα και την πορεία προς την επανάσταση και ένα γεμάτο χιούμορ και ειρωνία κείμενο με τίτλο: Η καρδιά του Μιαούλη, μια σοβαρή διαφωνία του με τον Κωστή Παπαγιώργη και μια απάντηση στον τότε αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο με τίτλο: Η εκκλησία στο εικοσιένα, μύθοι και ιδεολογήματα, στα ΝΕΑ της 22ας Μαρτίου 2005.
Πολλά από τα άρθρα του Κρεμμυδά που περιλαμβάνονται στον τόμο εχουν δημοσιευθεί κοντά στην 25η Μαρτίου και αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο. Πάντοτε ο Κρεμμυδάς παρενέβαινε για να αμφισβητήσει το σύγχρονο δημόσιο λόγο γύρω από το Εικοσιένα, τις ιδεολογικές χρήσεις του και την κατασκευή ιστορικών μύθων που αναπτύσονται με την ευκαιρία κάθε εθνικής επετείου. Αυτό άλλωστε υπονοεί και ο τίτλος του βιβλίου.
Αφήσαμε τελευταίο τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από αυτό το βιβλίο και έχει κάνει μία εξαιρετική δουλειά: είναι η επιμελήτρια, η Ευγενία Κρεμμυδά, που δεν είναι άλλη από την κόρη του συγγραφέα. Και αυτό έχει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τη βρήκαμε και τις κάναμε μερικές ερωτήσεις.
Κυρία Κρεμμυδά, πώς πήρατε την απόφαση να επιλέξετε και να εκδώσετε αυτήν τη συλλογή κειμένων του πατέρα σας;
Για μένα, το βιβλίο ήρθε λίγο σαν ένα τσιρότο σε μια παιδική πληγή. Δεν αλλάζει και πολλά πράγματα, σηματοδοτεί όμως την έναρξη της επούλωσης. Ξέρετε, είτε είσαι τριάντα, είτε σαράντα, είτε πενήντα, όπως είμαι πια εγώ, είναι απαίσιο να μην έχεις μπαμπά! Κι εγώ είχα χάσει και τη μαμά μου ένα χρόνο νωρίτερα. Όταν συμβαίνουν απανωτά τέτοια γεγονότα, μένεις κάπως μετέωρος. Δεν είναι απλά ένα μέρος του προσωπικού σου οικοδομήματος που λείπει, είναι όλα τα θεμέλια. Με το βιβλίο, από την αδράνεια και την παθητικότητα του πένθους πέρασα, κατά κάποιον τρόπο, στην αντίδραση, στη δημιουργία. «Εργασία και χαρά» δεν έλεγαν οι παλιότεροι; Ο πατέρας μου το έλεγε συχνά, μεταξύ αστείου και σοβαρού, και το έκανε πράξη και στη ζωή του: Ήταν ο πιο αφοσιωμένος και εργατικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει.
Έπειτα, ήταν και η συγκυρία των 200 χρόνων, που όλο πλησίαζε κι όλο με προκαλούσε. «Αυτή θα ήταν η χρονιά του Βασίλη», άκουγα τους πιο κοντινούς να λένε στενάχωρα, «Ε ρε Κρεμμυδάς που σας χρειάζεται!», αναφωνούσαν άλλοι μπροστά στα επιστημονικά παραστρατήματα τρίτων εν μέσω γενικής επετειακής ευφορίας… Όταν είσαι δάσκαλος επί 40 χρόνια και βάλε, και συνάμα γράφεις ασταμάτητα, βιβλία, άρθρα, δίνεις διαλέξεις, έχεις μια δημόσια παρουσία, σταδιακά σχηματίζεις το δικό σου κοινό. Θεώρησα λοιπόν πως υπήρχε φέτος ένα πραγματικό κενό, ένα έλλειμμα, κι αυτό προσπάθησα, κατά το δυνατό, να καλύψω. Να κάνω κατά κάποιον τρόπο την απουσία παρουσία. Η μαγεία των βιβλίων δίνει πρόσβαση και σ’ αυτό το «άμπρα-κατάμπρα»!
Κάνατε μαγικά, λοιπόν! Το υλικό, όμως, με ποια κρτιτήρια το επιλέξατε;
Ήταν ασφαλώς η αναφορά στο Εικοσιένα. Όμως, όταν θέτεις ένα κριτήριο θεματικό, είναι απαραίτητο να το προσδιορίσεις με σαφήνεια. Η Επανάσταση ως ιστορικό γεγονός δεν προέκυψε έτσι, από το πουθενά – θα την βρείτε αυτή την παρατήρηση συχνά μέσα στο βιβλίο. Στα «πριν» και στα «μετά» του Εικοσιένα οφείλουμε ν’ αναζητήσουμε τα αίτια και τις συνέπειές του αντίστοιχα, που είναι κι αυτά τμήμα αναπόσπαστο του γεγονότος, στοιχεία απαραίτητα για την κατανόηση και την ερμηνεία του με όρους ιστορικούς. Σε μια τέτοια προοπτική λοιπόν, το χρονικό πλαίσιο αυτής της ανθολογίας διευρύνεται, από την οικονομική κρίση του Ελλαδικού χώρου στις αρχές του 19ου αιώνα –μια απ’ τις κεντρικές θεματικές που διατρέχουν όλο το έργο του πατέρα μου–, μέχρι και τη δολοφονία του Καποδίστρια, που αντιμετωπίζεται ως κορύφωση της διαμάχης για την εξουσία, με ρίζες στα χρόνια της Επανάστασης και τους Εμφύλιους.
Ως προς τον χρόνο της παραγωγής, της σύνταξης δηλαδή των κειμένων, δεν έθεσα κανένα περιορισμό. Κι έτσι η συλλογή διατρέχει την πορεία και την εξέλιξη της σκέψης του ιστορικού Βασίλη Κρεμμυδά επί σχεδόν σαράντα χρόνια, καλύπτει δηλαδή όλη την ώριμη δημιουργική του περίοδο, από το 1976 μέχρι και το 2013. Συμπεριέλαβα δε μια ευρύτατη γκάμα κειμένων, που διέφεραν μεταξύ τους σε έκταση, σε ύφος, σε περιεχόμενο, έτσι που ν’ αποτυπώνεται στις σελίδες του βιβλίου η δράση και του δασκάλου, και του ιστορικού ερευνητή, και του επιφυλλιδογράφου, και του δημόσιου προσώπου. Κείμενα γνωστά και άγνωστα, από εργαστηριακού τύπου σεμινάρια της Εταιρείας Σπουδών, από επιστημονικά περιοδικά, από εφημερίδες, συνυπάρχουν με διαλέξεις και επετειακού τύπου ομιλίες. Σχηματίζεται έτσι ένα πολύχρωμο μωσαϊκό που αποδίδει πανοραμικά το έργο του σε βάθος χρόνου. Η αλήθεια είναι ότι ώρες ώρες, άμα διαβάζεις τα κείμενα μονορούφι, καθώς γυρνάς σελίδα κι από ένα επιστημονικό άρθρο βρίσκεσαι στο αιχμηρά επίκαιρο εναρκτήριο σχόλιο μιας επιφυλλίδας, νιώθεις λίγο σαν να πέφτεις σε κενό αέρα, έχεις μια μικρή αίσθηση ιλίγγου! Κατέληξα όμως πως αυτό το εφέ «τρενάκι του λούνα παρκ», αυτό το ξάφνιασμα, είναι κομμάτι της αναγνωστικής απόλαυσης, ότι αυτός ο πλουραλισμός κάτι έχει να προσφέρει στον αναγνώστη.
Πόσο δύσκολο ήταν για εσάς αυτό το εγχείρημα; Πόσο καιρό παλεύατε με τα αρχεία του Κρεμμυδά;
Λόγω επιστημονικής κατάρτισης –εννοώ ότι έχω διδακτορικό ιστορίας, άρα έχω κάνει έρευνα– αλλά και λόγω επαγγελματικής εμπειρίας, αφού εργάζομαι πολλά χρόνια ως αρχειονόμος στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, έχω μια ευχέρεια στη διαχείριση αρχειακού υλικού. Επιπλέον, μετά το 2000 και το διδακτορικό μου υπήρξα συστηματική αναγνώστρια του πατέρα μου, το πιο πρόσφατο υλικό μού ήταν εν πολλοίς γνωστό.
Παρόλα αυτά, πρέπει να σας πω ότι όταν ξεκίνησα να ξεδιαλέγω κείμενα για το βιβλίο δεν είχα ιδέα πού έμπλεκα. Ήξερα ότι ο πατέρας μου ήταν πολυγραφότατος, αλλά από την επίγνωση του γεγονότος μέχρι τις στοίβες από χαρτιά στα πατώματα, υπάρχει διαφορά! Στις προσπάθειές μου πάντως, για επιλογή, για ανακατανομή, για εμβάθυνση στο υλικό, είχα και πάλι βοηθό μου τον Κρεμμυδά. Ακούγεται άκρως μεταφυσικό, αλλά δεν είναι: Πρώτα πρώτα, πάντα χαιρόμουν να τον ακούω ή να τον διαβάζω, πόσο μάλλον τώρα που μου έχει λείψει. Έπειτα, υπήρξε τόσο στενή η σχέση μας, η συνδιαλλαγή μας, σε όλα τα επίπεδα, άρα και η «επιστημονική» –ας την πούμε έτσι–, που ένιωθα μια σχετική ασφάλεια γι’ αυτό που έκανα, και εξακολουθώ να τη νιώθω βλέποντας το αποτέλεσμα. Έχω τη βεβαιότητα ότι θα του άρεσε αυτό το βιβλίο κι αυτό είναι για μένα η καλύτερη ανταμοιβή.
Μέσα από τη δική μου δουλειά –ευχάριστη, αλλά δουλειά, και μάλιστα κάμποση, να το πούμε κι αυτό– βγήκα αναμφίβολα κερδισμένη. Όχι μόνο γνώρισα καλύτερα το έργο του μέσα στην εξελικτική του πορεία, αλλά και αναθεώρησα τη σχέση μου με αυτό, μέχρι που εντόπισα εκεί μεγάλο μέρος των επιστημονικών μου καταβολών.
Και πατέρας και δάσκαλος;
Ασφαλώς. Ο δάσκαλος, ο πραγματικός, είναι αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής. Θα σας πω μια ιστορία, με τον πατέρα μου πάλι, για να εξηγήσω τι εννοώ: Θα πρέπει να ήμουν στις τελευταίες τάξεις του σχολείου, όταν μια μέρα μου είπε ότι είχε καλεσμένους για φαΐ το βράδυ –ήταν εξαιρετικός μάγειρας– κι ότι ήθελε να είμαι και εγώ. Δεν είχα και πολλή όρεξη κι έμεινα να τον κοιτάω κάπως ενοχλημένη από την αιφνιδιαστική απαίτησή του, μέχρι που γύρισε και μου είπε κοφτά: «Θα είναι κι ο δάσκαλός μου και θέλω να τον γνωρίσεις». Εκείνο το βράδυ λοιπόν, φάγαμε με τον Νίκο Σβορώνο – κι εγώ είχα την τιμητική μου, ως νεότερο μέλος της παρέας και, φυσικά, τα πέρασα ζάχαρη. Το θέμα όμως είναι ότι έκτοτε εγώ έμεινα με τη βεβαιότητα ότι ο πατέρας μου είχε κάνει το διδακτορικό του με τον Σβορώνο, τοποθέτησα δηλαδή τη σχέση σε συμβατικό, σε θεσμικό πλαίσιο, ενώ εκείνος ουδέποτε είχε πει τέτοιο πράγμα. Το ωραίο μάλιστα είναι ότι τα συνδύασα κιόλας: Στη Θεσσαλονίκη το διδακτορικό του πατέρα μου –αυτό τουλάχιστον το ήξερα σωστά– «Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης» το βιβλίο του Σβορώνου, Θεσσαλονίκη εδώ, Θεσσαλονίκη εκεί, πάει, έδεσε η συνταγή! Έτοιμος ο μύθος, που θα ’λεγε και ο πατέρας μου!
Σήμερα, μετά το βιογραφικό του πατέρα μου που έφτιαξα για το βιβλίο, μετά την τριβή που είχα με το έργο του, γεγονότα, σχέσεις κι αλληλεπιδράσεις που συνθέτουν το νήμα της ζωής του έχουν βρει, θαρρώ, τη σωστή τους θέση μέσα μου. Και μετά από αυτή την τακτοποίηση, νομίζω πως οφείλω ν’ απαντήσω πια πως ναι, ο Κρεμμυδάς, ο ιστορικός, υπήρξε και δάσκαλός μου, και μάλιστα δάσκαλος πραγματικός, καθότι κατ’ επιλογήν, όπως ήταν κι ο Σβορώνος για κείνον – προσοχή όμως, επιλογή ελεύθερη δεν σημαίνει και ταύτιση. Μπορώ άλλωστε –σε μια κρίση υπερβάλλοντα επιστημονικού ζήλου– και να την τεκμηριώσω αυτή τη σχέση: Όταν είχα βάλει μπροστά μαζικές αποδελτιώσεις και επεξεργασία σειρών δεδομένων για το διδακτορικό μου, ήταν εκείνος που έσκυψε πάνω από τις σημειώσεις μου και μου μίλησε, ώρα πολλή, για ζητήματα μεθοδολογίας. Μου έδειξε έναν «τρόπο». Και νομίζω ότι τα έπαιρνα τα γράμματα, γιατί θυμάμαι ότι καθώς μου εξηγούσε, είχα την αίσθηση ότι μου περιέγραφε αυτό που από μωρό τον παρακολουθούσα να κάνει κάθε απόγευμα στο γραφείο του. Ο παραγιός, βλέπετε, μαθαίνει εύκολα την τέχνη του πρωτομάστορα.
Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει ο αναγνώστης από το βιβλίο, τόσο σε σχέση με το αντικείμενό του όσο και σαν μια νέα συνάντηση ή πρώτη γνωριμία με τον συγγραφέα;
Ο πατέρας μου ανήκε στη γενιά των ιστορικών που συγκρότησαν εξαρχής και διαμόρφωσαν επί δεκαετίες τις ιστορικές σπουδές στη χώρα μας. Στο έργο του συνολικά, άρα και στο βιβλίο, δεν θα βρει κανείς πολλά ονόματα, χρονολογίες και τοπωνύμια, δεν θα διαβάσει περιγραφές μαχών και βιογραφίες οπλαρχηγών. Όχι γιατί δεν αξιολογούνται όλα αυτά ως σημαντικά, αλλά γιατί θεωρούνται γνωστά, τα βρίσκει κανείς και αλλού. Εκείνο που οπωσδήποτε θα βρει είναι μια σειρά ερωτημάτων, αναζητήσεων, που σταδιακά διαμορφώνονται σε απόψεις και συμπεράσματα γύρω από την αληθινή φυσιογνωμία της Επανάστασης του 1821, που υπήρξε το σημείο έναρξης και διαμόρφωσης του νεοελληνικού κράτους και της νεοελληνικής κοινωνίας.
Νομίζω –και το αναφέρω γιατί αποτελεί βασικό συστατικό και του βιβλίου– ότι κεντρικό σημείο της συνεισφοράς της λεγόμενης Νέας Ιστοριογραφίας, της γενιάς των ιστορικών της Μεταπολίτευσης, ήταν, είναι και θα είναι αυτή η πρωτότυπη, οξυδερκής ματιά πάνω στις κοινωνικές πραγματικότητες, στις εκάστοτε κοινωνικές πραγματικότητες, που οδηγεί σε αυτό που λέμε ιστορική συνείδηση: στην αίσθηση της συνέχειας, της χρονικής αλληλουχίας των πραγμάτων, που είναι προϋπόθεση για την κατανόηση και την ερμηνεία του σήμερα, των όσων συμβαίνουν γύρω μας. Ο πατέρας μου θα είχε χίλια δυο να πει για την σημερινή συγκυρία, για την πανδημία, το «δόγμα» της ατομικής ευθύνης που πάνε να μας επιβάλλουν οι κυβερνήσεις, την κοινωνική απομόνωση που πλήττει κυρίως τους πιο αδύναμους, την τόσο βολική υποκατάσταση των παραδοσιακών συλλογικοτήτων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης… Για τα αποτελέσματα αυτής της άνευ προηγουμένου κρίσης στην δική μας κοινωνία.
Το ερώτημα που νιώθω να τίθεται ώρες ώρες, με όσα παρατηρώ γύρω μου, είναι: Την έχουμε τελικά ανάγκη αυτή τη ματιά; Χρειαζόμαστε σήμερα έναν Κρεμμυδά, έναν Ασδραχά, έναν Ηλιού, ή μήπως μας είναι πια αρχείαστοι; Στο ερώτημα αυτό, το βιβλίο έρχεται να πάρει θέση ξεκάθαρη κι αδιαπραγμάτευτη, με την ίδια την παρουσία του.
εκδ. Καλλιγράφος, σελ. 272