Βιβλιο

Τζούλια Φίλιπς: «Γη που χάνεται» σε χώρα μακρινή

Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που διαβάζεται μονορούφι και αποτελεί ιδανικό ανάγνωσμα για εμάς τους στερημένους των ταξιδιών

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 783
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Γη που χάνεται» της Τζούλια Φίλιπς που κυκλοφορεί από τις εκδ. Μεταίχμιο.

Βρίσκομαι στα πρόθυρα της τρέλας. Ένα χρόνο και τρεις μήνες έχω να ταξιδέψω στο εξωτερικό. Γεγονός που θα με οδηγήσει αναπόφευκτα είτε σε κάποιο ευαγές ίδρυμα που θα με περιθάλψει στους φωτεινούς θαλάμους του ως κάποιον πάσχοντα από το σύνδρομο του Οδυσσέα (που προτιμούσε να θαλασσοδέρνεται επί δεκαετία αντί να επιστρέψει στη θαλπωρή της οικιακής εστίας –βέβαια, εκεί έξω γνώρισε την Κίρκη και την Καλυψώ και τον Πολύφημο, ενώ στο σπίτι του το πολύ πολύ να συναντούσε κανένα λαθραίο εραστή της αειπάρθενης συμβίας του), είτε σε κάποιο ταξιδιωτικό γραφείο όπου θα με γδάρουν οικονομικά εκμεταλλευόμενοι την απόγνωση ενός στερημένου πλάνητα.

Στο μεταξύ, ταξιδεύω με τη λογοτεχνία. Θέλω να πω, εξακολουθώ να ταξιδεύω με τη λογοτεχνία. Αυτό το ταξίδι δεν σταματά ποτέ. Αν επιβιβαστείς σε τούτο το τρένο, αν μπεις σε αυτό το αεροπλάνο, αν κλείσει πίσω σου η μπουκαπόρτα του συγκεκριμένου πλοίου, δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν θα αναλύσω τώρα τα πλεονεκτήματα της περιπλάνησης μέσω της λογοτεχνίας. Εκτός του ότι είναι αυταπόδεικτα, είναι και γνωστά σε κάθε αναγνώστη. Θα πω μονάχα ότι με ένα βιβλίο μπορείς να επισκεφτείς μέρη που όσο κι αν είσαι επίμονος ταξιδιώτης, το πιθανότερο είναι να μην τα δεις ποτέ. Και δεν μιλώ εδώ για τα Δίδυμα Φεγγάρια του Άρη –του Ρέι Μπράντμπουρι–, ούτε για το νησί της Ουτοπίας –του Τόμας Μουρ. Αναφέρομαι σε μέρη υπαρκτά, μα έξω από κάθε ταξιδιωτική λίστα.

Γιατί ποιος από εμάς θα έβαζε ποτέ στο νου του να φτάσει ως τις εσχατιές της πρώην Σοβιετίας, στην άκρη του Ειρηνικού, ανάμεσα στη θάλασσα του Οχότσκ και στη Βερίγγειο θάλασσα, μόνο και μόνο για να συναντήσει κάποιους αυτόχθονες φυλών που δεν έχει ματακούσει ανθρώπου αυτί, να δοκιμάσει την ντόπια κουζίνα, να συναγελαστεί με σχιστομάτικα πλάσματα και να κοιμηθεί σε εξωτικές γιούρκες ενώ απέξω θα λυσσομανάει ο βοριάς και θα αλυχτάνε οι λύκοι της αρκτικής τούνδρας;

Κι όμως, η Τζούλια Φίλιπς, αυτή η όμορφη τριαντάρα συγγραφέας, αποδεικνύεται εξαιρετική ξεναγός σε μια μακρινή χερσόνησο που στον παγκόσμιο άτλαντα (όπου έσπευσα να κοιτάξω) ξεπερνάει δυο φορές το μέγεθος της Ελλάδας.

Το μυθιστόρημά της «Γη που χάνεται» (εκδ. Μεταίχμιο) ξεκινάει με την απαγωγή από κάποιον μεσήλικα δυο άνηβων κοριτσιών που η δόλια μάνα τους τα έχει αφήσει μόνα καθώς η ίδια δουλεύει για να θρέψει την οικογένεια. Στη διάρκεια ενός έτους που ακολουθεί την εξαφάνιση των κοριτσιών, ο αναγνώστης-ταξιδιώτης ζει συμβιωτικά με τους ντόπιους, που όλοι, λίγο πολύ, εμπλέκονται με την απαγωγή των παιδιών. Υπάρχουν σκληρά κεφάλαια στο βιβλίο, για ένα πουριτανό όπως εμένα –όπως εκείνο της νυμφομανούς που βλέπει σαν ξερολούκουμα κάποιους άμοιρους μετανάστες που δουλεύουν για το μεροκάματο–, αλλά και άλλα με άκρως διασκεδαστικούς ήρωες – όπως εκείνο το παλικάρι που έχει εμμονή με τις επισκέψεις από εξωγήινους.

Καλογραμμένο μυθιστόρημα, διαβάζεται μονορούφι, και αποτελεί ιδανικό ανάγνωσμα για εμάς τους στερημένους των ταξιδιών. Βάλσαμο πραγματικό για την ψυχή του αναγνώστη – που θα ρωτήσει εύλογα: τι απέγινε με τα παιδιά; Η απάντηση στο βιβλίο.