- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Όλοι θέλουν να χορεύουν» του Αλμπέρτο Γκαρλίνι, που κυκλοφορεί από τις εδόσεις Πόλις.
Αχ, η δεκαετία του ’80! Κάποιοι από εμάς έθαλλαν τότε από νιάτα, έσφυζαν από ζωή, διέσχιζαν ατρόμητοι τη θολή γραμμή των οριζόντων. Οι περισσότεροι χόρευαν. Χόρευαν σε μισοφωτισμένες υπόγειες ντισκοτέκ με πελιδνές κουλτουριάρες που διάβαζαν Καμύ και Κίρκεγκορ, χόρευαν στις αμμουδιές τις νύχτες του θέρους αγκαλιά με Βαλκυρίες του Βορρά που είχαν καταφτάσει με ναυλωμένα τσάρτερ αναζητώντας μια φλογερή αγκαλιά Ροδίτη εραστή, χόρευαν σε φοιτητικές εστίες αφήνοντας να λιώσουν στις ασπαίρουσες γλώσσες τους χαρτάκια που έφεραν στη δομή τους ιλιγγιώδεις παραισθήσεις.
Κι ήταν τέτοιο το γλέντι που αδημονώντας έφτασε να πάρει μέρος μια άγνωστη φιγούρα, μια αλλοδαπή μορφή, μια παρουσία που συστήθηκε με κάτι αρχικά πρωτάκουστα: AIDS. Χλωμιάσαμε όλοι στο άκουσμά της, κάποιοι αποσύρθηκαν για λίγο από την ενεργό δράση, μα οι περισσότεροι, τολμητίες στην ψυχή και το σώμα, συνέχισαν ακούραστοι. Εξάλλου, τι νόημα έχει το παιχνίδι αν δεν κρύβει κάποιο ρίσκο;
Η δεκαετία εκείνη βέβαια δεν ήταν μόνο του χορού. Ήταν και μια εποχή χωρίς έξυπνα κινητά τηλέφωνα, χωρίς λίστες μπεστ-σέλερ στις εφημερίδες, χωρίς φτηνές αεροπορικές εταιρείες. Η πετρελαϊκή κρίση είχε ξεπεραστεί, η χούντα είχε πέσει (αφήνοντας πίσω της τη θλίψη της Κύπρου), η καθαρεύουσα είχε μπει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Το ΠΑΣΟΚ ήταν εδώ – ενωμένο, δυνατό! Και η Ελλάδα μπορούσε πλέον να ανήκει στους Έλληνες. Άνεμος αισιοδοξίας έπνεε στη χώρα, οι αγρότες έπαιρναν επιδοτήσεις ώστε να χρηματοδοτούν το ντόπιο μπαρμπούτι και ο τουρισμός έμοιαζε έτοιμος να απογειωθεί. Πεδίο δόξης λαμπρό ανοιγόταν μπροστά μας. Μα τι γινόταν άραγε στη γειτονική Ιταλία;
Τούτο έρχεται να μας αφηγηθεί εξαιρετικά ο γείτων συγγραφέας Αλμπέρτο Γκαρλίνι, ετών 52 σήμερα, με το βιβλίο «Όλοι θέλουν να χορεύουν» στις πάντα ευθύβολα στοχευμένες εκδόσεις ΠΟΛΙΣ υπό τη μεστή λογοτεχνίας μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Ο συγγραφέας συστήνει τους δύο ήρωές του, παιδιά ακόμα, σε μια γιορτή χοιροσφαγίων. Έκτοτε, τα δυο άγνωστα μέχρι τότε μεταξύ τους αγόρια γίνονται φίλοι αγαπημένοι –σχεδόν αδελφοποιτοί. Μεγαλώνουν και ανδρώνονται στην Ιταλία του Βορρά, ανάμεσα στην Πάρμα και στην πόλη που εξορίστηκε ο Ρωμαίος, στη Μάντοβα (ποτέ δεν θα ξεχάσω τον έρημο σταθμό του τρένου όταν κατέβηκα εκεί με μια αγαπημένη της εποχής που λάτρευε τις τραγωδίες).
Οι δυο φίλοι γνωρίζουν μια νεραϊδένια κοπέλα την οποία, αναπότρεπτα ερωτεύεται ο ένας και μπλέκει μαζί της. Ο άλλος άραγε ζηλοτυπεί, γίνεται Ιάγος μήπως; Ποσώς, καθώς, πώς να το πω, να το εκφέρω πώς; Ο νεανίας εκείνος, ας πούμε, αρέσκεται στα ξινά. Κουνάει την αχλαδιά, βρε αδελφέ! Τρίβει το πιπέρι (αγνοώ την έκφραση στα καλιαρντά, και δεν έχω το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου μαζί μου). Κι αντί να ασχολείται με το όλβιο ζεύγος, αναπτύσσει έρωτα σφοδρό με μεγαλύτερό του συγγραφέα και περιπλανιέται μαζί του στα θέρετρα της Ιβηρικής.
Όμως ο Παντεπόπτης (αναφέρομαι στον συγγραφέα) φαίνεται ότι δεν αρέσκεται στα μέλια και στη ζάχαρη –ίσως διαβητικός– και γρήγορα βιάζεται να ξεφορτωθεί την ευτυχία των ηρώων του, τουλάχιστον εν μέρει. Μα ώσπου να φτάσουμε ως εκεί έχουμε κι εμείς χορέψει μαζί τους στη γεμάτη νοσταλγία δεκαετία του ’80.