Βιβλιο

Δημήτρης Σωτάκης

«Μόνο οι άνθρωποι θα μας σώσουν από τον εαυτό μας»

Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 487
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Σωτάκη για το νέο του βιβλίο «Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον» (εκδ. Κέδρος).

Ένα καλό νέο της τελευταίας στιγμής για τους φίλους του βιβλίου: μόλις ανακοινώθηκε ότι το «Θαύμα της Αναπνοής», το βραβευμένο μυθιστόρημα του Δημήτρη Σωτάκη που κυκλοφόρησε το 2009 και το οποίο μεταφράστηκε στα γαλλικά πρόσφατα, είναι υποψήφιο για το Jean Monnet, ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία της χώρας. Όλα αυτά, ενώ ο συγγραφέας απολαμβάνει τους κριτικούς επαίνους για το νέο του βιβλίο, «Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον» (εκδ. Κέδρος).

Στο τελευταίο του βιβλίο, ένας απόλυτα καταθλιπτικός υπάλληλος, μηδενιστικός ως το μεδούλι, δέχεται την απρόσκλητη επίσκεψη ενός νεκραναστημένου, όσο και ολοκληρωτικά ευδαίμονα «βασιλιά της ποπ». Μια συνάντηση που θα επιφέρει σεισμικές αναταράξεις στην κοσμοθεωρία αμφότερων των ηρώων, δίνοντας παράλληλα στον πεζογράφο την ευκαιρία να ξεδιπλώσει τις σκέψεις του για τη ζωή και τη βαθύτερη ουσία της, που επιμένει να μας διαφεύγει. Του ζητήσαμε να μας μιλήσει αναλυτικότερα για την καινούργια δουλειά του.

Μας εισάγετε στο δράμα με ένα χαρακτήρα απροκάλυπτα δυσαρεστημένο από τη ζωή: «Η κατάθλιψή μου οφείλεται στην ισχυρή πεποίθηση ότι η ζωή δεν είναι τόσο συναρπαστική όσο την παρουσιάζουν… κατά βάθος είναι αφόρητη, ας το παραδεχτούμε». Μοιράζεστε τις αντιλήψεις του ήρωά σας;

Μια σημαντική λεπτομέρεια μάς τοποθετεί σε διαφορετικούς κόσμους. Ο ήρωας, όπως αναφέρατε, κατακλύζεται από την ισχυρή πεποίθηση ότι η ζωή δεν αξίζει τελικά τον κόπο, εγώ αντίθετα, ενώ αντιλαμβάνομαι κατά κάποιο τρόπο τη ματαιότητά της, πασχίζω να τη μεταμορφώσω, να τη δυναμιτίσω με επιθυμία και ζωντάνια, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι το καταφέρνω πάντα. Η ζωή έχει ένα προνόμιο, αυτό είναι που μας λυτρώνει: Μπορούμε, αν κινηθούμε σωστά, να δραπετεύσουμε από τη σκοτεινή της εκδοχή.

Το μυθιστόρημα μοιάζει συνεπαρμένο από τα τερτίπια και τους μηχανισμούς της κατάθλιψης, την οποία διερευνάτε με εμβρίθεια. Πώς κατορθώσατε αυτή την εξοικείωση;

Έχω την εντύπωση ότι μέσα μας ζουν πολλοί άνθρωποι. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι καταδικασμένοι να αντιλαμβάνονται την τραγικότητα και να εναρμονίζονται με τo δράμα της ζωής, κατά συνέπεια η κατάθλιψη λειτουργεί συχνά ως ένας φυσικός χώρος για τον ανθρώπινo εγκέφαλο. Το ζητούμενο, και κάτι που τελικά λειτούργησε σαν παιχνίδι για μένα στο βιβλίο, είναι η διαχείριση αυτής της κατάθλιψης, μπορεί δηλαδή μέσα σε μια τέτοια άσχημη ψυχολογία να υπάρχει κανείς σχεδόν εύθυμος, να αυτοσαρκάζεται, να ονειρεύεται, να ζει δηλαδή και να μην καταρρέει απ’ το βάρος των συνθηκών; Θα σας πω ακόμα, ότι συχνά δοκιμάζω και εγώ ο ίδιος μία, θα έλεγα, ημικατάθλιψη, άρα ενέχεται και ένα προσωπικό βίωμα στην ιστορία.

Ποια η γνώμη σας για τη λίγο πολύ διαδεδομένη αντίληψη ότι είμαστε όλοι καταθλιπτικοί σε λανθάνουσα κατάσταση; Ότι όλη αυτή η σπουδαία τέχνη τριγύρω, όλα τα μεγαλοπρεπή επιτεύγματα και οι σημαδιακοί έρωτες δεν αποτελούν παρά περισπασμούς απέναντι στα επίμονα φαντάσματα του καθενός μας;

Θα συμφωνήσω, με τη διαφορά ότι τα φαντάσματα μπορεί, εν δυνάμει, να είναι φαντάσματα χαράς, δακρύων ευτυχίας και ενθουσιασμού. Μου δίνετε την αφορμή, με αυτή την ερώτηση, να πω ότι όταν βασανίζομαι από κατάθλιψη, όταν αισθάνομαι το βάρος της ζωής μου να με πλακώνει, δεν μπορώ να δουλέψω, για την ακρίβεια δεν μπορώ να κάνω βήμα, αντίθετα, όταν με καίει η έμπνευση της γραφής, μπορώ να γράψω ό,τι σκοτεινότερο κρύβεται μέσα μου. Πραγματικά ποτέ δεν κατάλαβα πώς μπορεί κανείς να γράφει, να δημιουργεί, σε κατάσταση προσωπικής θλίψης, εγώ προτιμώ να είμαι κουκουλωμένος με μια κουβέρτα.

Με ένα τόσο επώδυνο θέμα ως πρώτη ύλη, το βιβλίο ανακουφίζει τον αναγνώστη με χορταστικές δόσεις περιπαικτικότητας, σκορπώντας σε σημεία τρανταχτό γέλιο. Πόσο δύσκολο στάθηκε να επιτύχετε την ισορροπία ανάμεσα στην ελαφρότητα και το δράμα;

Το δράμα ως ύφος κινείται σε ευαίσθητες ισορροπίες, έτσι επιτρέπει να παρεισφρέουν έντονα συναισθήματα, ακόμα και τρανταχτά γέλια. Θα έλεγα ότι δε με δυσκόλεψε ιδιαίτερα, μιας που και η δική μου ζωή κάπως έτσι κινείται, προσπαθώ δηλαδή να κάνω ελιγμούς ακόμα και σε δύσκολες ψυχολογικά συνθήκες. Σε σχέση πάντως με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, η παρουσία του Μάικλ Τζάκσον μοιραία έδινε τροφή για αλλοίωση της καταθλιπτικής ψυχολογίας του ήρωα και άνοιγε εύκολα την πόρτα σε κωμικοτραγικές καταστάσεις.

n

Μηρυκάζοντας κατά το συνήθειό του την υπαρξιακή του δυσανεξία, κάποια στιγμή ο αφηγητής συναντά ουρανοκατέβατη την ιδεωδέστερη εκδοχή του στο πρόσωπο ενός νεκραναστημένου Μάικλ Τζάκσον. Του οποίου η ολοκληρωτική κατάφαση προς τη ζωή θα μεταγγιστεί, έστω και πρόσκαιρα, στην ψυχολογία του ήρωά μας. Γνωρίζατε προκαταβολικά την έκβαση της αναμέτρησης ανάμεσα στους δύο;

Γνώριζα ότι ο κεντρικός ήρωας θα βγει κερδισμένος. Και δεν υπήρχε άλλη επιλογή, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα είχε καταρρεύσει. Ο Μάικλ Τζάκσον είναι και δεν είναι ο Μάικλ Τζάκσον, είναι όμως ξεκάθαρα ένα σύμβολο ζωής, που έρχεται και, στην ουσία, ανασταίνει τον μισοπεθαμένο ήρωα, τον τραβάει απ’ τον επίγειο τάφο του, του δείχνει ένα δρόμο ζωής και ευτυχίας. Του υπενθυμίζει την αξία της φιλίας, της προσπάθειας, ακόμη και την αξία του να πίνει κανείς μια μπίρα στο κέντρο της πόλης.

Είναι βοηθητικοί πιστεύετε τέτοιοι χιμαιρικοί χαρακτήρες στην προσπάθειά μας να τα βγάλουμε πέρα; Έχει υπάρξει μια τέτοια φυσιογνωμία στη ζωή σας;

Μάλλον όχι. Έχουν όμως υπάρξει φίλοι που με έχουν βοηθήσει να συνέλθω και να γαληνέψω, σε περιόδους που κάτι δεν πήγαινε καλά. Μου αρέσει η ερώτηση που μου κάνετε, γιατί πιστεύω ότι όσο και να αναζητάμε τη μοναξιά μας, όσο κι αν θέλουμε να κλειστούμε σε ένα αυνανιστικό καβούκι λανθάνουσας ευδαιμονίας, χρειαζόμαστε τους ανθρώπους δίπλα μας, μόνο αυτοί θα μας σώσουν από τον εαυτό μας. Μπορεί να είμαστε μοναχικά ζώα, να έχουμε πλέον μπουχτίσει το ανθρώπινο σύστημα, όσα ζούμε κάθε μέρα, όμως όταν τα τέρατα παραμονεύουν στη γωνιά του δρόμου, απλώνουμε το χέρι σ’ έναν άνθρωπο.

Πού βρισκόσασταν στις 25 Ιουνίου του 2009, την ημέρα που πέθανε ο Μάικλ Τζάκσον; Σας απασχολούσε εκείνη τη στιγμή το βιβλίο, έστω ως σκαρίφημα;

Βρισκόμουν στην Αθήνα, σε ένα σπίτι. Το βιβλίο με τη σημερινή του μορφή δεν με απασχολούσε, όμως αυτή η αλλόκοτη συνθήκη, δηλαδή η συνεύρεση ενός καθημερινού ανθρώπου με μια μυθική, συμβολική φιγούρα, ήταν κάτι που με γοήτευε από τότε. Το βιβλίο, πάντως, στο βάθος του, διακατέχεται από τη συλλογιστική που πάντα με απασχολεί, δηλαδή το πώς φιλτράρουμε τη ζωή μας, προς τα πού πηγαίνουμε το προσωπικό μας όχημα, τι θα συμβεί μέχρι το τέλος.

Μιλήστε μας για τα γραμμένα με πλαγιογράμματα εμβόλιμα ιντερλούδια του έργου. Προϋπήρχαν της πλοκής; Τα συνθέσατε στην πορεία; Με την πρώτη ματιά, αυτά τα εμβόλιμα κεφάλαια –που δεν είναι λίγα– δεν έχουν σχέση με τον κύριο ιστό του μυθιστορήματος. Και εδώ που τα λέμε, πράγματι δεν έχουν, τουλάχιστον σε σχέση με την καθαρή πλοκή του κειμένου. Όμως πρόκειται για κεφάλαια με κύριο άξονα την υπαρξιακή ανησυχία του σύγχρονου ανθρώπου, τον εγκλεισμό στον Εαυτό, λειτουργούν, δηλαδή, ως ένα ψηφιδωτό, ένα παζλ ιδεών και καταθέσεων. Από αυτή, λοιπόν, την οπτική γωνία, τα εν λόγω κεφάλαια, διευκολύνουν τον αναγνώστη –όχι να καταλάβει την παράξενη ιστορία του ήρωα και του Μάικλ– όσο να κάνουν σαφέστερο το δικό μου στίγμα.

«Μα ποιος μας κήρυξε τον πόλεμο»; Αναρωτιέστε στο ομώνυμο κεφάλαιο, προτού επιδοθείτε στη δική σας αναμέτρηση με τη φασιστική βία που εμποτίζει τη χώρα. Αισθάνεστε πως οι εξελίξεις δικαιώνουν τις ιδέες και τη στάση σας απέναντι στο φαινόμενο;

Το συγκεκριμένο κεφάλαιο γράφτηκε όταν πέρσι τον Σεπτέμβρη κορυφώνονταν κάποια επεισόδια με τους φασίστες που γέμισε η χώρα. Όσο και να μη με αφορά ο ρεαλισμός και η χειροπιαστή πραγματικότητα, δεν μπορούσα να μείνω αμέτοχος σε αυτό το ντροπιαστικό σκηνικό, άλλωστε πιστεύω ότι αυτό που ζούμε μοιάζει με πόλεμο, τι άλλο είναι αν δεν είναι ένας ιδιότυπος εμφύλιος; Όταν εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών έχουν ψηφίσει νεοναζί, δεν βρισκόμαστε σε πόλεμο;

Στο «παραφυλάει το απόγευμα της Κυριακής, μας βλέπει από μακριά και τρίβει τα χέρια του», μου χαρίσατε μια αξέχαστη αράδα. Αλλά η απορία μου επιμένει – σας προκαλεί και εσάς απαρέσκεια η Κυριακή;

Νόμιζα πως αυτή η ασθένεια είχε γιατρευτεί αφότου ηχογράφησαν το «Sunday Morning» οι Velvet Underground με τη Nico! Ίσως επειδή προτιμώ το «Femme Fatale», δεν μου έχει φύγει ακόμα το σύνδρομο. Το απόγευμα της Κυριακής στην περίπτωσή μου αντιπροσωπεύει όλα τα απογεύματα, όλων των ημερών, όταν κανείς βάζει το κλειδί στην πόρτα και ξεκλειδώνοντας αντικρίζει στη θέση τους όλα τα έπιπλα, τις ίδιες γωνιές στο σπίτι, τα πράγματά του, το μπάνιο, μια ζωή που ήρθε, έμεινε και θα εξατμιστεί, αυτή τη θλίψη περιγράφει το απόγευμα της Κυριακής.