- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Φουστανέλες & Χλαμύδες: Σημεία & λεπτομέρειες του «μύθου του ’21»
Ιστορική μνήμη και Εθνική ταυτότητα στο βιβλίο της Χριστίνας Κουλούρη
Η ιστορική μνήμη του 1821, όπως την περιγράφει η Χριστίνα Κουλούρη στο βιβλίο της «Φουστανέλες και Χλαμύδες: Ιστορική μνήμη και Εθνική ταυτότητα 1821-1930».
Τον Οκτώβριο του 2020 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια το βιβλίο της καθηγήτριας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Χριστίνας Κουλούρη, «Φουστανέλες και Χλαμύδες - Ιστορική μνήμη και Εθνική ταυτότητα 1821-1930».
Ένα λεπτομερές, συναρπαστικό ταξίδι στην Ιστορική μνήμη, στον τρόπο που στήθηκαν οι εθνικές επέτειοι, τα δημόσια μαζικά θεάματα, οι μύθοι και οι ήρωες της ελληνικής κοινωνίας κατά τον πρώτο κρίσιμο αιώνα του ελληνικού κράτους. Από τις προσωπογραφίες αγωνιστών μέχρι τα «εικονοκείμενα» του Μακρυγιάννη και από τη Μόδα της Επανάστασης στα παρισινά σαλόνια μέχρι τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη, μπήκαμε στο ταξίδι του βιβλίου και αποθησαυρίσαμε σημεία και λεπτομέρειες αυτού που λέμε «ο μύθος του ’21».
Οι Έλληνες και όχι μόνο, και ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, σταδιακά, επιθυμούσαν όλο και περισσότερο να «δουν» την ιστορία και τους πρωταγωνιστές της. Η Ιστορία άρχισε να γράφεται με σκόρπια υλικά στο τοπίο, κειμήλια που έμπαιναν σε μουσεία, λαϊκές εικόνες που πωλούνταν από γυρολόγους ή δημοσιεύονταν σε περιοδικά και εφημερίδες, την εικονογράφηση των σχολικών βιβλίων, καρτ ποστάλ, μνημεία και ανδριάντες. Για παράδειγμα, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο καταχωρήθηκαν ως κειμήλια το πιστόλι με το οποίο δολοφονήθηκε το 1913 ο Γεώργιος Α’ αλλά και «υπολείμματα από το γένι του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’», ενώ κατά την εκατονταετηρίδα από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα το Μουσείο εξέθεσε το κρεβάτι επάνω στο οποίο είχε εκπνεύσει ο ποιητής.
Στην προσπάθειά του να στηθεί, το ελληνικό κράτος έκανε το παρόν αμέσως ιστορία. Τον Μάιο 1822, σύμφωνα με έγγραφο του υπουργού Εσωτερικών, Ιωάννη Κωλέττη που ικανοποιεί σχετικό αίτημα των κατοίκων, το χωριό Πιάδα στην Αργολίδα, όπου «ήτον πεπρωμένον να κηρυχθή η ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους», προβιβάζεται σε πόλη και μετονομάζεται σε Νέα Επίδαυρο, ενώ αποφασίζεται «να εγερθή στήλη εκ μαρμάρου με την επιγραφήν Ανεξαρτησία της Ελλάδος, διά να είναι εις μνημείο παντοτινόν». Όπως έλεγε ο Κωλέττης, «αφού δεν έχουμε γρόσια, μοιράζουμε χαρτιά».
Η ιστορία γραφόταν από νεαρούς λόγιους οι οποίοι ως εθελοντές ακολουθούσαν τις μάχες και κατέγραφαν τις αφηγήσεις των αρχηγών.
Μία μαρτυρία λέει ότι ο Καραϊσκάκης, απευθυνόμενος στον νεαρό ποιητή Παναγιώτη Σούτσο, του λέει: «Υπάγω να ελευθερώσω την Αττικήν· εγώ θέλει πράττει· συ θέλεις γράφει».
Η Ελληνική Επανάσταση γίνεται Μόδα
Η «Ελληνική Επανάσταση» προκαλούσε περιέργεια και προσφερόταν για εμπορευματοποίηση. Ο Μέτερνιχ, με φανερή ειρωνεία έγραφε: «Στο μεταξύ ο κόσμος έχει βυθιστεί σε μία μεγάλη και αξιοθρήνητη φαντασμαγορία: το φιλελληνικό emporium». Είδη οικιακής χρήσης, επιτραπέζια σκεύη, τραπουλόχαρτα, επιτραπέζια παιχνίδια (το «Παιχνίδι της χήνας, ανανεωμένο με Έλληνες» που κυκλοφόρησε στο Παρίσι, ήταν παρόμοιο με το γνωστό μας «Φιδάκι»), ημερολόγια και διακοσμητικά αντικείμενα με παραστάσεις εμπνευσμένες από τον Αγώνα του 1821 κυκλοφορούν στη γαλλική κυρίως αγορά, με μεγάλη επιτυχία. Αρωματοποιοί κατασκευάζουν το «σαπούνι Υψηλάντης», ανδρικά παντελόνια σε ύφασμα «γκρίζο Μεσολόγγι» γίνονται της μόδας, ενώ ακόμη κι ένα λικέρ ονομάζεται «Μεσολόγγι». Μία λιθογραφία με τίτλο «Robelina», που απεικονίζει την Μπουμπουλίνα, θα εμπνεύσει έναν νέο παρισινό συρμό, τα φορέματα à la Robeline.
Με τις διάφορες φιλελληνικές εκδηλώσεις για τη συλλογή χρημάτων «υπέρ των Ελλήνων», διαδίδονται άσπρες κορδέλες με μικρούς γαλάζιους σταυρούς, ενώ οι κομψές κυρίες κεντούν στα μαντήλια τους ελληνική μονογράμματα. Σερβίτσια πιάτων από τρία γνωστά γαλλικά εργοστάσια φαγεντιανής διακοσμούνται με παραστάσεις από τον «πόλεμο των Ελλήνων».
Ο πόλεμος στην Ελλάδα, εκτός από μόδα, είχε γίνει και ένα γεγονός «σε συνέχειες» στις εφημερίδες και το κοινό εκδήλωνε τη συμπαράστασή του συμμετέχοντας και σε φιλελληνικούς συλλόγους. Περιέργεια, συμπάθεια, εικόνες της μάχης, ένα έπος σε καθημερινές συνέχειες.
Όπως γράφει η Χ. Κουλούρη: «Έναν μήνα μετά την Καταστροφή της Χίου, οι παρισινές εφημερίδες αρχίζουν να δημοσιεύουν ανταποκρίσεις οι οποίες περιγράφουν με δραματικούς τόνους και αποτροπιασμό τη σφαγή των κατοίκων του νησιού, τη λεηλασία και την πυρπόληση σπιτιών και δημόσιων κτιρίων και τα σκλαβοπάζαρα όπου πωλούνταν γυναικόπαιδα που είχαν απαχθεί ως λάφυρα. Ο αντίκτυπος στη γαλλική κοινή γνώμη ήταν μεγάλος, όχι μόνο λόγω της κυρίαρχης αλληγορίας περί σύγκρουσης μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ, αλλά και επειδή η Χίος στη δυτική φαντασία ήταν ο γενέθλιος τόπος του Ομήρου».
Η ιστορία αποκτάει εικόνα κι έτσι εντυπωσιάζει και συγκινεί
Ο Krazeisen, αξιωματικός του βαυαρικού στρατού και ερασιτέχνης ζωγράφος, είχε έρθει στην Ελλάδα το 1826, μετά την πτώση του Μεσολογγίου, για να πολεμήσει εθελοντικά στο πλευρό των Ελλήνων. Ο Krazeisen θα ζωγραφίσει με μολύβι προσωπογραφίες Ελλήνων αγωνιστών και Φιλελλήνων, σε ένα διάστημα περίπου έξι μηνών. Τα πορτρέτα έγιναν με αυτοψία και φέρουν χρονολογία, τόπο και υπογραφή του εικονιζόμενου. Είναι η σφραγίδα γνησιότητάς τους. Το πορτρέτα εκείνα γίνονται λιθογραφίες οι οποίες δίνουν «τους ήρωας μέσα εις την ελαφράν εκείνην ομίχλην, εις την οποία τους έβλεπεν η κοινή φαντασία», όπως σχολίαζε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου.
Γύρω στα μέσα του19ου αιώνα, Έλληνες καλλιτέχνες που έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό αρχίζουν να αναπλάθουν κι εκείνοι εικόνες του Αγώνα. Στη Σχολή Καλών Τεχνών, η οποία λειτουργεί με πρωτοβουλία της Δούκισσας της Πλακεντίας, εκπαιδεύεται μία νέα γενιά καλλιτεχνών όπως ο Νικηφόρος Λύτρας και ο Νικόλαος Γύζης τα έργα των οποίων εκτίθενται σε βιτρίνες βιβλιοπωλείων –αργότερα και πιλοπωλείων– κι έτσι δεν χρειάζεται να πληρώσει κανείς για να δει έργα τέχνης με τις αναπαραστάσεις σκηνών του ’21. Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 μάλιστα, οι αθηναϊκές εφημερίδες προτρέπουν τους αναγνώστες τους να επισκέπτονται τα υπουργεία των Στρατιωτικών και των Ναυτικών για να βλέπουν τις αναρτημένες εκεί προσωπογραφίες των αγωνιστών.
Οι χαράκτες απόφοιτοι του Πολυτεχνείου δουλεύουν για την εικονογράφηση των οικογενειακών περιοδικών, όπως η «Eυτέρπη» και η «Πανδώρα», προσφέροντας εικόνες των ιστορικών προσωπικοτήτων, έγχρωμες, σε διαστάσεις 62 x 41,6 που αποσπόνταν από τις σελίδες και γίνονταν διακοσμητικά κάδρα σε σχολικές αίθουσες, σπίτια, δημόσιους χώρους, εργαστήρια κ.λπ.
Ο Κωστής Παλαμάς είχε γράψει ότι «καμία από τας εικόνας, τας αναπαριστώσας επί το φανταστικώτερον σκηνάς της επαναστάσεως δεν είνε τόσον διαδεδομένη ως στόλισμα των οικιών και των εργαστηρίων όσον η εικών της συλλήψεως του Διάκου».
Κι ακόμα, λαϊκοί ζωγράφοι όπως ο Θεόφιλος, διακοσμούσαν σπίτια, μαγαζιά, πόρτες καφενείων, με σκηνές από την Επανάσταση, ενώ οι ήρωες μπαίνουν ακόμα και στις παραστάσεις του Καραγκιόζη.
Οι φωτογραφίες και οι ήρωες
Οι ήρωες που έπεσαν στη μάχη, όπως ο Διάκος, εξιδανικεύτηκαν με τη μορφή της αιώνιας νεότητας. Πολλοί από τους άλλους απαθανατίστηκαν γέροντες πλέον, με «φράγκικα» ρούχα, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Σπυρίδων Τρικούπης, και κάποιοι με τις στολές και τα παράσημα που τους απέδωσε το ελληνικό κράτος. Στα μέσα του 19ου αιώνα μπαίνει στη ζωή της αθηναϊκής κοινωνίας η φωτογραφία. Το πρώτο φωτογραφείο της Αθήνας το άνοιξε το 1848 ο ζωγράφος Φίλιππος Μαργαρίτης ενώ στη δεκαετία του 1850 ακόμη τρεις φωτογράφοι θα δραστηριοποιηθούν στην ελληνική πρωτεύουσα. «Η φωτογράφηση στο στούντιο είναι μία ατομική επιλογή αυτοεπιβεβαίωσης, μία συμβολική πράξη που επικυρώνει την κοινωνική άνοδο», όπως γράφει η Χ. Κουλούρη. «Οι ανθρώπινες σχέσεις αποκτούν ιστορία, τα οικογενειακά πορτρέτα κατασκευάζουν “προγόνους”».
Ο Καραϊσκάκης
Ο Καραϊσκάκης, ο οποίος κατηγορήθηκε ως προδότης, δικάστηκε και τελικά αμνηστεύτηκε από την ελληνική διοίκηση, ηρωοποιήθηκε κυριολεκτικά την επομένη του θανάτου του. Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνεδρίαζε στην Τροιζήνα όταν έφτασε η είδηση ότι είχε σκοτωθεί, κατά την πολιορκία της Ακρόπολης, διέκοψε τις εργασίες της για την κηδεία, ώστε να αποδοθούν τιμές. Μετά από λίγα χρόνια έγινε η μετακομιδή των λειψάνων του και όσων έπεσαν κατά την πολιορκία της Ακρόπολης και τοποθετήθηκαν σε μνημείο στο Φάληρο. Στην τελετή, ο Όθων είχε μιλήσει ελληνικά προς το πλήθος και τους συγγενείς του Καραϊσκάκη και, με μία συμβολική κίνηση, έβγαλε το παράσημό του και το τοποθέτησε πάνω στα οστά του Καραϊσκάκη, προσφέροντάς το εν συνεχεία τιμητικά στις δύο θυγατέρες του. Ήταν η πρώτη μεγαλοπρεπής, αποχαιρετιστήρια τελετή που θα είχε απήχηση και σε ένα μεγάλο πλήθος.
Ο Κολοκοτρώνης
Το «αντίπαλο δέος» του μύθου του Καραϊσκάκη ήταν ο μύθος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ο οποίος άρχισε αμέσως να χτίζεται μετά τον θάνατό του, το 1843. Το νεκρικό πορτρέτο του Κολοκοτρώνη ήταν το πρώτο νεκρικό πορτρέτο αγωνιστή της Επανάστασης, και είναι μία επιβλητική εικόνα του ξαπλωμένου ήρωα με φουστανέλα και φέσι, και το κεφάλι του ανασηκωμένο πάνω σε μαξιλάρια.
Πολλά μνημεία αποφασίστηκε να στηθούν σε όλη την Ελλάδα, αν και ο Κολοκοτρώνης δεν έχαιρε κοινής αποδοχής λόγω του προεπαναστατικού παρελθόντος του ως κλέφτη στην Πελοπόννησο και της εμπλοκής του σε εμφύλιες και πολιτικές διαμάχες. Στο πάνθεον των ηρώων, όμως, υπάρχει η φιγούρα του ως ένας ευφυής και σοφός γέροντας, «πατρική φιγούρα» με πολλές ιστορίες, ανέκδοτα, μύθους και ρητά γι’ αυτόν.
Η γλυπτική άργησε να τον τιμήσει. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Τάκης Κανδηλώρος διεκτραγωδεί τη λήθη που έχει σκεπάσει τον τάφο του ήρωα στο νεκροταφείο της Αθήνας, ανάμεσα σε «χρυσόφορτα» μαυσωλεία «παντοπωλών ζαπλούτων ή ψευδεργετών τοκογλύφων». Ο πρώτος ανδριάντας του Κολοκοτρώνη θα ανεγερθεί στο Ναύπλιο και όχι στην πρωτεύουσα. Μετά από πρωτοβουλία του Έλληνα γλύπτη Λάζαρου Σώχου, από την Τήνο, που σπούδαζε στο Παρίσι και συνέδεε την τέχνη του με το πατριωτικό καθήκον, ξεκίνησε να δουλεύει έναν έφιππο ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στο Παρίσι με φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά από το εκμαγείο του νεκρού ήρωα. Ο πρώτος ανδριάντας από ορείχαλκο στήθηκε στο Ναύπλιο. Ο γλύπτης επιθυμούσε το έργο του να βρει θέση και στην πρωτεύουσα και προσέφερε δωρεάν το πρόπλασμα ενώ τα χρήματα για να χυτευθεί σε ορείχαλκο συγκεντρώθηκαν μέσω πανελλήνιου εράνου. Το 1904 στήθηκε το αντίγραφο στην ομώνυμη πλατεία της Αθήνας, έξω από την τότε Βουλή στην οδό Σταδίου, με προσανατολισμό ώστε ο Κολοκοτρώνης να δείχνει προς την Ανατολή, «υπενθυμίζοντας στους διαβάτες τη Μεγάλη Ιδέα και το “διαρκές χρέος” τους».
Τα εικονοκείμενα του Μακρυγιάννη
Ο Μακρυγιάννης, το 1829, ξεκινώντας να γράφει τα απομνημονεύματά του ένιωθε την επιθυμία της ακριβούς καταγραφής των γεγονότων και μάλιστα εξεικονίζοντάς τα. Για τρία χρόνια, προσέλαβε τον Παναγιώτη Ζωγράφο από τη Σπάρτη με τους γιους του οι οποίοι, «μυστικώς» και υπό τις οδηγίες του, ζωγράφισαν 26 ξύλινους πίνακες και τέσσερα αντίγραφα-υδατογραφίες όλης της σειράς. Οι εικόνες «διαβάζονται» σε συνδυασμό και παράλληλα με το κείμενο των Απομνημονευμάτων. «Διατί τις έφκειασα;» ρωτάει ο ίδιος. Και απαντά: «Ν’ αποδείξω αυτεινών τις ψευτιές και τις χαμέρπειές τους κατά δύναμιν».
Στο τέλος του έργου, έκανε ένα μεγάλο τραπέζι στο σπίτι του καλώντας 250 άτομα, τους πρέσβεις των ευεργετών Δυνάμεων, τους φιλέλληνες, τους αγωνιστές, τους αυλικούς και τους υπουργούς και τους έδειξε τους πίνακες. Έστειλε 25 στον Βασιλιά, «κι’ άλλες τόσες του Άγγλου του Πρέσβη, του Γάλλου και του Ρούσσου […]».
Η οδός Μακρυγιάννη
Όταν η 3η Σεπτεμβρίου έγινε η δεύτερη εθνική επέτειος, ο Αλέξανδρος Σούτσος πρότεινε την ανέγερση μνημείου προς τιμήν του στρατού, ενώ ο Μακρυγιάννης υπέβαλε κατάλογο 42 πολιτών που μετείχαν σε αυτή, ώστε να δοθεί αριστείο και σε εκείνους. Στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης αναφέρεται σε απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας: «Εις το σπίτι μου, πού άρχισε εκεί το κίνημα του Συντάματος, σ’ εκείνη την πιάτσα οπού ’ναι μπροστά εις το σπίτι μου και Νοσοκομείον, να γένει ένα τρόπαιον και να γραφτούν όλα τα ‘νόματα· και να λέγεται κι ο δρόμος αυτός “οδός Μακρυγιάννη”. Εγώ τους είπα ας ξοδιαστούν τα χρήματα σ ’εκείνο το τρόπαιον, ή ας γένει ένα στην πιάτσα του Παλατιού». Τελικά το μνημείο δεν στήθηκε.