Βιβλιο

Απλά μαθήματα (σωστής) γραφής: Ξέρεις να κόβεις τα κείμενά σου;

Ό,τι χρειάζεστε για να κόβετε ωραία τα κειμενάκια σας

Μανίνα Ζουμπουλάκη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη δίνει συμβουλές για να γράφετε σωστά και ωραία κείμενα, αφαιρώντας όσα δεν χρειάζονται στον γραπτό λόγο

Αν σας ενδιαφέρει το γράψιμο, αρπάξτε ένα ψαλίδι (μεταφορικά). Αν δεν σας ενδιαφέρει καθόλου το γράψιμο αλλά διαβάζετε αρκετά, καταλαβαίνετε τι εννοούμε με τα παρακάτω. Αν δεν διαβάζετε, δεν γράφετε και δεν σας ενδιαφέρει τίποτε σχετικό, σίγουρα είστε περίεργος άνθρωπος οπότε θα διαβάσετε τη συνέχεια για να δείτε τι προτείνει ο σεφ. Αν δεν είστε ούτε περίεργος, έχετε ήδη σταματήσει να διαβάζετε, οπότε, όλα καλά.

Τι είναι περιττό και μπορούμε να κόψουμε όταν γράφουμε διήγημα, άρθρο, μυθιστόρημα, νουβέλα, φυλλάδιο: 

Βασικά, ουσιαστικά, αληθινά, αλήθεια, πραγματικά, γενικά, πολύ, πάρα πολύ, υπερβολικά: τα πρώτα 5 έχουν ένα περιθώριο να χρησιμοποιούνται σε διάλογο, αραιά και σπάνια. Τα τελευταία 4, ακόμα πιο σπάνια. Ο αμήχανος ήρωας αρχίζει την κουβέντα του «Γενικά…», ή «βασικά…» και πρέπει να του ταιριάζουν οι λέξεις αυτές για να τις υιοθετεί. Αλλά δεν είναι όλοι οι ήρωες Χόλντεν Κόλφιλντ*.

Όλα τα επιρρήματα (απλώς, εντελώς, διακαώς, συνεπώς, ανελλιπώς, πολλαπλώς, ανεπαρκώς κ.λπ.) να χρησιμοποιούνται με το σταγονόμετρο ή καθόλου. Τα αρχαιοπρεπή (ολοσχερώς, καθέτως, ανεπιφυλάκτως, ουσιαστικώς, πρωτίστως κ.λπ.) μόνον σε διάλογο, σαρκαστικά ή για να τονιστεί κάτι. Ή αν αυτός που τα λέει είναι εισαγγελέας, αρχαιοπρεπής ή ο Τσαγανέας** ο ίδιος.

Και μετά, και τότε: έχουν χρησιμότητα μόνον σε αλλαγή παραγράφου, όταν πρόκειται να συμβεί κάτι. Δηλαδή πχ «Η Μαρία έβαλε να φάει. Και τότε άνοιξε η πόρτα και όρμησε μέσα ο Λευτέρης». Όχι «Η Μαρία έβαλε να φάει, και μετά έκοψε και μια φέτα ψωμί». Ας τα έκανε μαζί, όπως έπρεπε. Τι περίμενε κι έκοψε μετά το ψωμί της, τον πάπα; 

Είναι το ένα και το αυτό: τζους, δρόμο, πέταμα. Φράση που δεν προχωράει την πλοκή ούτε φωτίζει το χαρακτήρα, εκτός που είναι κλισέ.

Η μία ή η άλλη: επίσης. Σε διάλογο, π.χ. σε σΊριαλ, πάντα βρίσκει τη θέση της, η μία ή η άλλη. Αλλά ως εκεί.

Πρωτεύον, δευτερεύον, τριτεύον: το «πρώτο», «δεύτερο», «τρίτο» αρκεί. Κάποιος έγραψε κάπου «πεντεύον», αμέσως μετά το «τεταρτεύον», οπότε καλύτερα να αποφεύγονται οι κακοτοπιές.

Μόνο/ν: όχι «Είμαι μόνον ο αδερφός της» (κακο-μετάφραση του αγγλικού «I’m only her brother», τι εννοεί στα Ελληνικά; Ότι δεν είμαι ΚΑΙ ο παππούς της, ας πούμε;) ούτε «Πήγε μόνο να αλλάξει μια λάμπα» που πάλι είναι κακο-μετάφραση, αλλά εγκρίνεται σε διάλογο: «Μέλπω, ήρθα μόνο να σου αλλάξω τη λάμπα». Ενίοτε και «Έφαγε μόνο ένα βραστό αυγό» όταν έχει σημασία το ότι είναι άφαγος, ή δυσκοίλιος.

Εδώ που τα λέμε/ για να λέμε την αλήθεια: Με σαρκασμό ίσως περνάει το «Εδώ που τα λέμε, η Μέλπω δεν ήθελε να τον δει ούτε ζωγραφιστό», ή σε χιουμοριστικό κείμενο. Ή όταν ένας απατεώνας λέει, «Για να λέμε την αλήθεια, της ανάβουν τα λαμπάκια της Μέλπως όταν τον βλέπει»… Δήλωση που στέκει και χωρίς το «Για να λέμε την αλήθεια». Άρα, γιατί να τη λέμε; 

Συχνά, συνήθως, μάλλον: η χρήση τους στο γραπτό οφείλει να είναι μετρημένη. Όχι «συναντιούνται συχνά, συνήθως μια φορά τη βδομάδα» αλλά «βλέπονται συχνά» χωρίς προσδιορισμό πότε βλέπονται. Ο προσδιορισμός (μια φορά τη βδομάδα) πετάει έξω το «συχνά» και το «συνήθως». Το «Μάλλον τον αγαπάει η Μέλπω» επίσης δεν παίζει – ή τον αγαπάει ή όχι, ας αποφασίσει, γιατί όπου να ‘ναι θα μείνει «ολίγον έγκυος». Ακόμα και το «Μάλλον είναι νεκρός» είναι λάθος, το σωστό, αν υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσον πιτσικάρισε ή κάνει τον ψόφιο κοριό ο λεγάμενος, είναι «Νομίζω ότι είναι νεκρός».

Η αβεβαιότητα και ο δισταγμός δεν μεταφέρονται καλά στο χαρτί. Αν ο χαρακτήρας διστάζει και είναι αβέβαιος, καλό είναι να χτιστεί η συμπεριφορά του έτσι ώστε να φαίνεται χωρίς να γράφεται. Τον βαριέται ο αναγνώστης ή/και ο θεατής τον αναποφάσιστο, αβέβαιο χαρακτήρα που είναι και το λέει, κάνει «εεεε», «χμμμ», «μμμ», του σπάει τα νεύρα. Κι ας υπάρχει στην πραγματική ζωή, στην οποία έχει τη θέση του.

Όσον αφορά («ήταν καλό γκιγκ όσον αφορά τα λεφτά»). Ίου.

© Hannah Grace / Unsplash

Η προσωπική μου γνώμη/ εγώ προσωπικά: μόνον αν πρέπει να τονιστεί στον διάλογο, πχ όταν το χρησιμοποιεί κάποιος ενοχλητικά. Επίσης, σε σαρκασμό ή ειρωνεία. Αφού μιλάω εγώ τώρα, γιατί πρέπει να τονίσω ότι μιλάω προσωπικά; Παίζει να μιλάω απρόσωπα; Ποιος είμαι, ο Φαντομάς; 

Όλοι, με πιθανή εξαίρεση τον Λευτέρη: δηλαδή; Θα έρθει ο Λευτέρης ή είναι αναποφάσιστος; Μη μας το κάνεις αυτό με το «πιθανόν να μην έρθει», μας τρώει η αγωνία!

Μπήκε στη διαδικασία του μαγειρέματος/φαγητού/ύπνου: Απαπα. Μπήκε στην κουζίνα, αν πρέπει να μπει κάπου, ή έστρωσε το κρεβάτι του. Η διαδικασία δεν είναι τούνελ, εκτός κι αν κάποιος διαμαρτύρεται σε διάλογο, «Μη με βάζεις στη διαδικασία διαζυγίου με τη Μέλπω, θα με κάνει σκόνη!» Που και πάλι, το «Προς θεού, μη με βάζεις να χωρίσω» την καλύπτει μια χαρά τη Μέλπω. 

Απόλυτα σίγουρη/σχεδόν σίγουρη: το «σίγουρη» είναι απόλυτο από μόνο του, άρα δε θέλει «απόλυτα», και το «σχεδόν» αποδυναμώνει τη σιγουριά. Αν είσαι σχεδόν σίγουρη, περιμένεις μέχρι να σιγουρευτείς όσο χρειάζεται και μετά μιλάς.

Τον μήνα Αύγουστο: σκέτο Αύγουστο. Ξέρουμε ότι πρόκειται για μήνα και όχι για αρχιεπισκοπή.

Ίσως να μπορεί να βοηθήσει: ας αποφασίσει και ας μας το πει. Έχουμε και τη Μέλπω στην αναμονή, με τον άλλον που δεν είναι σίγουρος αν πρέπει να χωρίσει ή όχι.

Καλό είναι να μην χρησιμοποιούνται 2-3-4 ρήματα εκεί που βολεύεται η κατάσταση με 1 («Έσκυψε πάνω στο πιάτο του και άρχισε να τρώει χωρίς να μιλάει» π.χ. γίνεται καλύτερο: «Έτρωγε αμίλητος, σκυμμένος πάνω από το πιάτο του» ή ακόμα καλύτερο: «Έτρωγε βιαστικά, αμίλητος». Εκτός κι αν έχουμε λόγο να ξέρουμε ότι έσκυβε πάνω από το πιάτο του – γιατί; Έψαχνε για τρίχα; Για να μην βλέπει τη Μέλπω απέναντί του; Είχε μυωπία; Του έπεσε ο φακός στο πιάτο;)

Οι γνωστές διαδικασίες δεν θέλουν υπερ-ανάλυση (και ρήματα): π.χ. «το αφεντικό έβαλε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε το πορτοφόλι του, το άνοιξε, διάλεξε ένα δεκάρικο, άπλωσε το χέρι προς το μέρος του Λευτέρη, του χαμογέλασε και του το έδωσε». Οκτακόσια ρήματα και πάρα πολλά άρθρα για να πούμε ότι του έδωσε ένα δεκάρικο, φανταστείτε να του έδινε 500άρικο, που δεν θα το είχε ξαναδεί και ποτέ του ο Λευτέρης, τέτοιος που είναι. «Έβγαλε ένα δεκάρικο από το πορτοφόλι και του το έδωσε», αν, ντε και καλά δεν νοιώθουμε καλά με ένα σκέτο ρήμα… παρόλο που «Του έδωσε ένα δεκάρικο» τα λέει όλα, με στρέιτ τρόπο. Διστάζει, το αφεντικό; Είναι τσιγγουναριό, καβουροτσεπάκιας, φραγκοφονιάς, ταλιροσφίχτης; Θα πρέπει να εκδηλωθεί, οπότε ας διστάσει να βγάλει το πορτοφόλι, ας μετρήσει σκυφτός (επιτέλους!) τι έχει και δεν έχει στο πουγγί, ας το δώσει απρόθυμα το ρημάδι το δεκάρικο. Ορίστε που έχουν την χρησιμότητά τους κάποιες λέξεις οι οποίες (όμως) καλό είναι να χρησιμοποιούνται με μέτρο.

Απλώς, και μόνον που… θα ήταν προτιμότερο να του έδινε 500άρικο το αφεντικό του Λευτέρη. Θα καταλαβαίναμε όχι μόνο το δισταγμό και την απροθυμία, αλλά και την σοβαρότητα της συναλλαγής…


*Χόλντεν Κόλφιλντ, ο μετα-έφηβος ήρωας του διάσημου μυθιστορήματος «Ο Φύλακας στη Σίκαλη» του Τζ.Ντ. Σάλιντζερ.

**Χρήστος Τσαγανέας, ηθοποιός (2/7/1906-2/7/1976) με αριστοκρατικό στυλ, παράστημα και ύφος, έπαιξε σε περισσότερες από 65 ταινίες και αμέτρητα θεατρικά έργα.