Βιβλιο

Τίνος Παιδί είσαι εσύ; Η τραγωδία αροθυμίας της Έλφης Κιλλαχίδου

Ένα βιβλίο για την φυγή των Ποντίων οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει στην Ρωσία, μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78

Θανάσης Δρίτσας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια συγκλονιστική αφήγηση ενός Πόντιου στο βιβλίο της Έλφης Κιλλαχίδου «Τίνος Παιδί είσαι εσύ;».

Ένα συναρπαστικό, συγκινητικό, νοσταλγικό και θαρρώ βαθιά βιωμένο από τη δημιουργό του αφήγημα αποτελεί το βιβλίο της Έλφης Κιλλαχίδου με τίτλο «Τίνος παιδί είσαι εσύ;» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Σμίλη (2020). Στην ουσία η συγγραφέας παρουσιάζει τα γεγονότα της ζωής του (ποντιακής καταγωγής) παππού της Ιγνάτιου τα οποία διηγείται παράλληλα εκείνος (ως αφηγητής μέσα από άλλον αφηγητή) με το αυθεντικό του ύφος. Το αφήγημα του βίου του παππού Ιγνάτιου είχε παραδοθεί στην εγγονή του σε μορφή χαρτόδετου τετράδιου με καλλιγραφημένο στην ετικέτα τον τίτλο «Τα Απομνημονεύματα μου» και είχε παραμείνει φυλαγμένο στα κλειδωμένα συρτάρια της βιβλιοθήκης του για καιρό όταν για πρώτη φορά η εγγονή Άννα το πρωτοδιάβασε υπό το βλέμμα του.

Το γράφημα της ζωής του Ιγνάτιου επί της ουσίας αναφέρεται στα ζητήματα της φυγής των Ποντίων οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει στην Ρωσία, μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78 και μερικές δεκαετίες αργότερα αναγκάστηκαν να διαφύγουν μέσα από τα βουνά του Καύκασου προκειμένου να γλυτώσουν από τις σφαγές και την εξολόθρευση των Τούρκων. Επί της ουσίας ο αφηγητής Ιγνάτιος με μια μετριοπαθή και (συνάμα) γοητευτική γλώσσα περιγράφει την κάθοδο των Ποντίων του Καυκάσου προς τη θάλασσα που κράτησε από τις 2 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου 1920, όταν έφτασαν στο Βατούμ για να επιβιβαστούν στα πλοία με προορισμό την πατρίδα των ονείρων τους που υπήρξε η Ελλάδα και να αποδεκατιστούν, όχι πια από τους Τούρκους αλλά από τον εξανθηματικό τύφο.

Το κίνητρο του παππού προκειμένου να αφήσει μια γραπτή μαρτυρία των δραματικών συμβαμάτων της ζωής του ήταν «να δώσει μιαν ευκαιρία σε αυτούς που επιθυμούν να γνωρίσουν κάτι από τη ζωή του και να ικανοποιήσουν αυτή τους την επιθυμία». Διότι επίσης, όπως γράφει ο Ιγνάτιος «από μικρό παιδί αισθάνεται ο άνθρωπος έναν μεγάλο πόθο να μάθει την ιστορία του έθνους του και ιδίως να γνωρίσει λεπτομέρειες από τη ζωή των γονέων και των παππούδων του. Η μη ικανοποίηση αυτής της επιθυμίας αφήνει πίσω στη ψυχή του ένα κενό, που επιδιώκει πάντα να το συμπληρώσει και όταν τούτο είναι αδύνατο, η έλλειψι αυτή τον στεναχωρεί μέχρι τις τελευταίες στιγμές του.....».

Η εγγονή ‘Αννα παρέμεινε για πολύ καιρό διχασμένη ανάμεσα στην  επιθυμία του παππού Ιγνάτιου για μετάδοση και κληροδοσία και στην ασυγκράτητη ορμή της γιαγιάς Ηλιάννας για ουτοπική αναβίωση και λειτουργική απόλαυση των περασμένων. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια ώστε η εγγονή να αντιληφθεί πόσο η δική της ιστορία συνδέεται με τη ζωή των παππούδων της έτσι ώστε να αποδεχθεί ότι σε αυτήν έπεφτε ο κλήρος να συνεχίσει να ξεδιπλώνει το μίτο της αφήγησης που ξεκίνησε ο Ιγνάτιος.

Χρειάστηκαν καιροί και γεγονότα αλλά κυρίως η αφορμή μιας αναπάντεχης συζήτησης με μια χαρισματική εβραία γιατρό προκειμένου να μπορέσει η (εγγονή) Άννα να χαλαρώσει και να παραδεχτεί τις όποιες αντιστάσεις, τους φόβους και τις ενοχές της πριν τελικά αποδεχτεί την πνευματική κληρονομιά του παππού της. Όπως γράφει η συγγραφέας «χρειαζόταν κάποιο έναυσμα, που ήρθε μέσα από την αναπάντεχη αντίδραση μιας γυναίκας γιατρού, που εκείνο το πρωί ενδύθηκε τα σημαίνοντα των αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας και της εβραικής της καταγωγής, Δεν είναι λίγο μια απόγονος εβραία να σε προτρέπει να γράψεις για τους δικούς σου ξεριζωμένους και μάλιστα ενώ πηγαίνεις να την δείς σαν γιατρό, γιατρός όντας για την Άννα ο άνθρωπος που παλεύει με το αδύνατο...»

Τα υπαρξιακά ερωτήματα και οι αγωνίες της εγγονής-συγγραφέως αρχίζουν να συνδέονται με τα βιώματα και την φιλοσοφία ζωής του παππού Ιγνάτιου μέσα από μια παρόμοια πορεία ζωής που είχε τελικά και εκείνη ως σύγχρονος μετανάστης. Άλλωστε το τετράδιο με τα «Απομνημονεύματα» του παππού το είχε πάντα σε περίβλεπτη θέση, άλλοτε δίπλα στο ντιβάνι της και άλλοτε στο προσκέφαλο του κρεβατιού της, ξόρκι και ριζικό, δώρο και φυλαχτό, για να τα διαβάζει και να τα ξαναδιαβάζει, κομμάτια και θρύψαλα χωρίς αρχή και τέλος, έχοντας συχνά τη ζωτική ανάγκη να βεβαιωθεί ακόμη και με την αφή ότι είναι εκεί, χάρτινο σκάφανδρο και ομφάλιος λώρος, κάθε φορά που το οξυγόνο λιγόστευε γύρω της.

Η συγγραφέας καταφέρνει να παραδεχτεί τελικά, μέσα από μια δύσκολη εσωτερική σκοτεινή διαδρομή, την άσβεστη και ατελείωτη αγάπη για τον τόπο και τη γλώσσα της (πάντα μέσα από τα γραπτά του παππού της) και να αναγνωρίσει τον δικό της αθεράπευτο πατριωτισμό. Έναν όμως όχι εθνικιστικό και φολκλορικό πατριωτισμό αλλά έναν πατριωτισμό στον οποίον η έννοια της πατρίδας συμπυκνώνεται απλά στο αίτημα εδάφους και σε τρείς κύριες λέξεις: ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη. Η έννοια της πατρίδας, κατά την συγγραφέα ‘Ελφη Καλλαχίδου, περιλαμβάνει την διεκδίκηση των όρων εδάφους και ασφάλειας απαλλαγμένων από κάθε εθνικιστική χροιά, συμφέρον και σύνορα.

Η σπουδαία και βαθειά ανάλυση των ζητημάτων που προκύπτουν από το ποτάμι της αφήγησης του παππού Ιγνάτιου βασίζεται οπωσδήποτε και στην επαγγελματική εμπειρία της Έλφης Κιλλαχίδου στα αντικείμενα της ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης. Υπάρχουν άλλωστε σποραδικές αναφορές μέσα στο κείμενο στις σκέψεις του Λακάν, του Φρόυντ και του Καστοριάδη. Τα πρωτότυπα κομμάτια της αφήγησης του Ιγνάτιου μέσα στο βιβλίο διαθέτουν μια τέτοια καθαρότητα ύφους, ψυχραιμία και μετριοπάθεια (τους λόγους αυτής της μετριοπάθειας εξηγεί άλλωστε η συγγραφέας) που με παραπέμπουν στο ύφος του αρχαίου κειμένου της «Καθόδου των Μυρίων» του Ξενοφώντα. Η δε πανέμορφη αφήγηση των «παραδεισένιων» παιδικών του χρόνων, όσον αφορά την αυθεντικότητα της σχέσης με τη φύση, στο ρωσικό χωριό Σιντισκόμ που μεγάλωσε με συνδέουν με ανάλογη ποιητική εικόνα των παιδικών χρόνων του Αντρέι Ταρκόφσκι στην ταινία του «Ο Καθρέφτης».

Η πατρίδα των προγόνων του παππού Ιγνάτιου, δεν ήταν παρά οι χαμένοι του νεκροί. ‘Οπως γράφει η Έλφη Κιλλαχίδου «η γιαγιά Ηλιάννα και ο παππούς Ιγνάτιος δεν γνώρισαν ούτε τους τάφους των προγόνων τους που έμειναν θαμμένοι στον Πόντο, ούτε τους τάφους των γονιών τους. Οι μαννάδες τους θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους στην Καλαμαριά, ενώ οι δυο τους χαροπάλευαν με τον εξανθηματικό τύφο σε παραπήγματα και πρωτόγονα νοσοκομεία ενώ οι πατεράδες τους πέθαναν στο καράβι που τους έφερε από το Βατούμ στη Θεσσαλονίκη και δεν βρήκαν παρά υγρό τάφο στα νερά της θάλασσας. Η δική τους ανασφάλεια, η αναζήτηση μητέρας πατρίδας, δεν είχε να κάνει με την κάθε τετριμμένη, εθνικιστικής μορφής προπαγάνδα, αλλά με τον αγώνα και την αγωνία τους να δούν να στερεύει η πηγή της ορφάνιας και της δυστυχίας τους, αφού δικαίωμα εδάφους δεν είχαν ούτε για τάφο...»

Το σπουδαίο επίτευγμα της ‘Ελφης Κιλλαχίδου είναι η αναμφισβήτη ικανότητα της να πλέκει το νήμα της αφήγησης της εγγονής με την αφήγηση του παππού με έναν τρόπο τόσο αρμονικό ώστενα αποδεικνύει τελικά την αδιάψευστη πνευματική-πέραν της βιολογικής τους-συγγένεια. Η εγγονή κληρονόμησε τελικά μαζί με το χαρτόδετο τετράδιο και το αφηγηματικό χάρισμα του παππού της και δείχνει σίγουρα βαθιά ικανοποιημένη τον συγκεκριμένο λόγο. Η φιγούρα της γιαγιάς Ηλιάννας κατέχει επίσης ένα εξαιρετικά σπουδαίο και συμπληρωματικό ρόλο στο κείμενο της Καλλαχίδου γιατί μεταφέρει μιαν επιθυμία ζωής που ξεχύνεται στο σήμερα μέσα από το τραγούδι και τις χειρονομίες της. Σαν να θαύμαζε πάντα και να απορούσε με όσα έλεγε, σαν να μην ήταν βέβαιη ότι έγιναν όλα αυτά: «Να ουρλιάζουν οι λύκοι και ο αέρας...να λες πως να φαντάζεσαι αυτό; Και ξαφνικά αρχίσαμε να τραγουδάμε! Τραγουδούσαμε για να διώχνουμε το φόβο..» Και όλο και έκανε μια παύση η «γιούλα» η γιαγιούλα της, για να πεί μια «τραγωδία αροθυμίας», ένα τραγούδι νοσταλγίας.

ΥΓ: «Τραγωδία αροθυμίας» σημαίνει το τραγούδι της νοσταλγίας. Η λέξη Αροθυμία στην ποντιακή διάλεκτο σημαίνει νοσταλγική, γλυκιά ανάμνηση


Έλφη Κιλλαχίδου. Τίνος Παιδί είσαι εσύ; Εκδόσεις Σμίλη (2020).

Η συγγραφέας Έλφη Κιλλαχίδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη, σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και εν συνεχεία Ψυχιατρική και Παιδοψυχιατρική στο Παρίσι όπου ζεί και εργάζεται ως ψυχαναλύτρια. Το 1990 άρχισε ψυχανάλυση με τον Κορνήλιο Καστοριάδη και συνέχισε μετά τον θάνατο του με τον Ζακ-Αλλαίν Μίλλερ. Έχει δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα στα γαλλικά και στα ελληνικά καθώς και μεταφράσεις. Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Το 2015 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων της «Ισκαριώτισσα» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.