Βιβλιο

Βερολίνο, 1933: Διαβάζοντας τις εφημερίδες του Μεσοπολέμου

Μια συναρπαστική αφήγηση για τα άδυτα της δημοσιογραφίας τα χρόνια της κυριαρχίας του Χίτλερ

Δήμητρα Γκρους
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το «Βερολίνο, 1933» (εκδ. Πόλις) ζωντανεύει τα χρόνια της εδραίωσης του ναζισμού μέσα από τις ανταποκρίσεις των ξένων δημοσιογράφων στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου

Ένας Γερμανός Μουσολίνι. Τρεις λέξεις. Οι τρεις αυτές λέξεις έχουν ξεθαφτεί από μια αμερικάνικη εφημερίδα της δεκαετίας του 1920. Είναι ίσως η πρώτη μνεία του Χίτλερ στον αμερικάνικο Τύπο. 

Έτσι ξεκινάει το βιβλίο Βερολίνο, «1933 - H στάση του Διεθνούς τύπου μπροστά στον Χίτλερ», του Daniel Schneidermann, με τις τρεις πρώτες λέξεις που λειτούργησαν σαν ερέθισμα για τον συγγραφέα ώστε να ξεκινήσει μια πυκνή ερευνητική εργασία. Τι είδους ανταποκρίσεις έστελναν οι διαπιστευμένοι ανταποκριτές από την πρωτεύουσα του Ράιχ, Αμερικανοί, Βρετανοί, Γάλλοι, πριν και μετά το 1933, χρονιά που ο Χίτλερ γίνεται καγκελάριος; Ανταποκρίσεις, τηλεγραφήματα, τίτλοι σε πρωτοσέλιδα, με έναν τρόπο, λέει ο συγγραφέας, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα υπάρχει ήδη απευθείας μετάδοση. Πώς μεταφέρεται στον έξω κόσμο η εικόνα από τη γερμανική πρωτεύουσα, τι διαβάζουν οι αναγνώστες για τα γεγονότα μιας εποχής που θα σφραγίσει με τον πιο δραματικό τρόπο την ανθρώπινη ιστορία;

Ο ερευνητής Schneidermann μaς παίρνει μαζί του σε όσα ανακαλύπτει καθώς σκαλίζει την αρθρογραφία του Μεσοπολέμου, με την ιδιότητά του ως δημοσιογράφος, παραθέτοντάς μας τα γεγονότα με τη σειρά που έρχονται στο φως: ψηφιοποιημένα αρχεία των εφημερίδων (των ΝΥΤ από το 1956 και μετά), ρεπορτάζ, ταξιδιωτικές αφηγήσεις, πληροφορίες από το Google, απομνημονεύματα ανθρώπων της εποχής και γεύματα του συγγραφέα στο Παρίσι με επιμελητές εκδόσεων, βιβλία, ιστορικές μελέτες, ένα όνομα που οδηγεί σε ένα άλλο, πρόσωπα, ημερομηνίες, πρωτοσέλιδα, συνθέτουν τα τεκμήρια μιας διαφορετικής ανάγνωσης της Ιστορίας μέσα από τη δημοσιογραφία της εποχής.

Η ταπεινωμένη Γερμανία που περνάει σταδιακά στη ναζιστικοποίηση, οι γενικευμένες συγκρούσεις στα προάστια του Βερολίνου και η δολοφονική βία στους δρόμους, οι ένοπλες πολιτοφυλακές των γερμανικών κομμάτων πολύ πριν την έλευση των ναζί στην εξουσία, και μετά, ο αντισημιτισμός που μολύνει την κοινωνία, τη δημόσια διοίκηση και τους θεσμούς, ο Χίτλερ καγκελάριος, τα ολοένα και πιο έντονα ξεσπάσματα αντισημιτισμού, η ανεξέλεγκτη όξυνση της βίας που μετά το ’33 στρέφεται σε κομμουνιστές, αντιφρονούντες, ομοφυλόφιλους και εβραίους, τα πογκρόμ, οι νόμοι της Νυρεμβέργης το 1935, η Νύχτα των Κρυστάλλων το 1938 όταν λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν εβραϊκά καταστήματα και συναγωγές, μέχρι την κήρυξη του πολέμου και τον αδιανόητο εφιάλτη της Τελικής Λύσης. Ένα χρονικό της εγκαθίδρυσης του ναζισμού, μια αφήγηση της κυριαρχίας του απόλυτου τρόμου υπό το φως του ίδιου πάντα ερωτήματος: Πώς μεταδόθηκαν όλα αυτά στον υπόλοιπο κόσμο; Γιατί οι ανταποκρίσεις των ξένων ανταποκριτών ήταν τόσο χλιαρές, γιατί δεν προειδοποίησαν τον κόσμο για τη βαρβαρότητα και την παραφροσύνη του χιτλερισμού;

 

Ο Σνεντερμάν χτίζει ένα σχεδίασμα της μεγάλης εικόνας από την καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας, και την ίδια στιγμή ανατέμνει τα γεγονότα τη στιγμή που συμβαίνουν στις πολλαπλές εκδοχές μετάδοσής τους από τον ξένο Τύπο. Τι γράφουν, για παράδειγμα, οι γαλλικές και βρετανικές εφημερίδες για το μποϊκοτάζ του 1933, όταν η τρομοκρατία έχει εγκατασταθεί για τα καλά και η πόλη γεμίζει με αφίσες Μην ψωνίζετε από εβραϊκά μαγαζιά; 

Ήταν μια καλοστημένη παράσταση με τους ναζί να στέκονται έξω από τα εβραϊκά μαγαζιά ώστε να αποτρέψουν με την παρουσία τους όποιον είχε την πρόθεση να ψωνίσει, μια απόδειξη του ειρηνικού χαρακτήρα του γερμανικού αντισημιτισμού, όπως έγραψαν οι ανταποκριτές της Paris Soir; Ή, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του βρετανικού Manchester Guardian, η απόλυτη τρομοκρατία, η Γερμανία μια φυλακή, οι Εβραίοι σε τεράστια απελπισία να διατρέχουν θανάσιμο κίνδυνο; Ήταν μια επίδειξη δύναμης, όπως έγραψε η Le Temp, πρόδρομος της Le Monde, στις 11 Μαρτίου 1933, σημειώνοντας την «ευκολία με την οποία εδραιώνεται η χιτλερική δικτατορία»; Αρθρογραφώντας λίγες μέρες μετά ότι «η χιτλερική μέθοδος του εκφοβισμού και της βάναυσης καταπίεσης δύναται να φέρει καρπούς εξαιτίας της αδυναμίας των κομμάτων, της δημοκρατίας, κάποιων οργανώσεων που θεωρούνταν τόσο στιβαρές, να αντιδράσουν στη ρατσιστική επιβολή»; 

Το βιβλίο μας κάνει αναγνώστες της εποχής, διαβάζουμε αποσπάσματα και αυτούσια άρθρα για όσα γράφτηκαν, για όσα παρερμηνεύτηκαν ή διαστρεβλώθηκαν, κυρίως για όσα αποσιωπήθηκαν. Τα ερωτήματα του συγγραφέα γίνονται και δικά μας.

Αν η αποστολή των δημοσιογράφων είναι να διαβάζουν τα γεγονότα και να ενημερώνουν την κοινή γνώμη, τι έκανε ο διεθνής Τύπος της εποχής; Υποτίμησαν τον κίνδυνο; Πώς αφηγήθηκαν οι εφημερίδες τις πυρπολήσεις βιβλίων, τους φυλετικούς νόμους, τις διώξεις;

Πριν το 1933, είχαν κάθε ελευθερία να διαβάσουν τα γεγονότα και να ουρλιάξουν για αυτό που θα ερχόταν. Μετά το 1933 το Γραφείο Προπαγάνδας επαγρυπνεί και ο ναζισμός μετακινείται σε μη ορατές ζώνες. Απολύσεις, εκκαθαρίσεις, εκφοβισμοί, βιαιοπραγίες. Η καταγγελία δεν ξεπερνάει αυτή μικρών αναφορών, που δεν βγάζουν τη μεγάλη εικόνα. Ωστόσο ο Χίτλερ χρειάζεται τους ξένους δημοσιογράφους μέχρι να ολοκληρωθεί το σχέδιο του επαναξοπλισμού το 1938, οι ναζί φοβούνται τον ξένο Τύπο, ανησυχούν για τη διεθνή εικόνα τους, για τα αντιναζιστικά μποϊκοτάζ το 1933 σε Βρετανία και ΗΠΑ. Προσπαθούν να χειριστούν τον ελεύθερο δημοκρατικό τύπο, κάνουν απελάσεις αλλά δεν επιτίθενται κατά μέτωπο. Κι από την άλλη οι ανταποκριτές φοβούνται την απέλαση, οι αναγνώστες διψούν για εντυπωσιακές φωτογραφίες από τις συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης, ο Χίτλερ πουλάει, γράφει ο Σνεντερμάν, και ακούγεται τόσο αδιανόητα κυνικό.

Ίσως είναι αυτό που λέει κάπου ο συγγραφέας, πως αν έρθεις πολύ κοντά του ο τρόμος μπορεί να χάσει τον τρομακτικό του χαρακτήρα. Κι ήταν σίγουρα η ναζιστική λογοκρισία, αλλά ήταν μόνο αυτό, αναρωτιέται αναζητώντας κίνητρα στους χαρακτήρες των ανθρώπων, στις πιέσεις από τους εκδότες και τη «γραμμή» των εφημερίδων, στη διστακτικότητα των ιδιοκτητών των ΜΜΕ, στην άρνηση των κοινωνιών της Δύσης να γνωρίζουν, στον κομφορμισμό για μια θέση ανταποκριτή στην καρδιά των γεγονότων. Ή ήταν ο σφοδρός αντικομουνισμός, η ατμόσφαιρα μιας εποχής ανεκτικής στους δικτάτορες, η παράλυση μπροστά στα όσα αντικρίζουν τα μάτια τους, και πολλοί ακόμα λόγοι, που όλοι μαζί συμβάλλουν στο να επικρατήσει μια μιντιακή τύφλωση, όπως την ονομάζει, που θα οδηγήσει από το ’41 και μετά στην πιο εκκωφαντική σιωπή και στην πιο ηχηρή άρνηση, αυτή του Ολοκαυτώματος;

Θα συνηγορήσουμε μαζί του ότι κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τη συνέχεια, και ενδεχομένως δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να τη σταματήσει. Άλλωστε μετά από 80 χρόνια είναι εύκολο να βλέπεις τα πράγματα καθαρά, τη στιγμή που ζεις τα γεγονότα όμως...; Και πάλι. Όσο παρακολουθούμε το πυκνό σκοτάδι του ναζισμού να απλώνεται με αυτό το πικρό, στενάχωρο αίσθημα που έχουμε πάντα όταν διαβάζουμε ντοκουμέντα και εξιστορήσεις από τα τρομακτικά εκείνα χρόνια, μας δημιουργείται η επιθυμία να πάμε πίσω στον Μεσοπόλεμο και να βροντοφωνάξουμε μαζί με τον συγγραφέα, σταματήστε τα γέλια, σταματήστε τα βαλς, τα καμπαρέ και τα ερωτικά τραγουδάκια, αντιδράστε όσο είναι καιρός. 

«Δεν γράφω ιστορικό βιβλίο. Γράφω το βιβλίο του αυτόπτη μάρτυρα που δεν ήμουν, που ονειρεύτηκα πως ήμουν».

Και τι δεν θα έδινε να πήγαινε πίσω, σε αυτά τα χρόνια. Ίσως είναι η προσωπική του εμπλοκή που κάνει την αφήγηση συγκινητική και μαζί συναρπαστική, σαν να διαβάζεις ένα μυθιστόρημα για το πώς οι ξένοι ανταποκριτές απέτυχαν στην αποστολή τους να αφυπνίσουν τον κόσμο. Ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει τους διαλόγους με την Εβραία ηλικιωμένη μητέρα του, καταγράφει την οικογενειακή τους ιστορία, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, τις αγωνίες του, και την ίδια στιγμή δίνει υπόσταση στους τότε πρωταγωνιστές, ζωντανεύει τις δικές τους ιστορίες, τους τόπους συνάντησης, ακολουθεί τα χνάρια τους μετά τον πόλεμο, ανιχνεύει τα ψυχικά τους γνωρίσματα. Τους επαινεί ή τους επικρίνει, ανάλογα με τη στάση τους, και συχνά βάζει τον εαυτό του στη θέση τους. Αν εκείνος, π.χ., ως δημοσιογράφος της εποχής, είχε πρόσβαση στα στατιστικά στοιχεία που βρίσκει στο βιβλίο του ιστορικού Saul Friendlander, «Η ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι» (Πόλις, 2013), που δείχνουν τον βαθμό διείσδυσης των Εβραίων στη γερμανική κοινωνία, εκεί που στηρίχθηκε η χιτλερική προπαγάνδα ώστε να πάρει πλήρη έλεγχο της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής στη Γερμανία, θα τα δημοσίευε, αναρωτιέται, ή μήπως μια τέτοια δημοσίευση θα αποτελούσε προσπάθεια δικαιολόγησης;  

Γιατί πάνω από όλα αναδύεται το ερώτημα για τη λειτουργία του Τύπου, ποιο είναι το χρέος των εφημερίδων και των μέσων ενημέρωσης, και αυτό δεν είναι μόνο μια παλιά ιστορία, είμαστε εμείς, οι άνθρωποι της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα που στεκόμαστε απέναντί του και το ερευνούμε. Ένα παράπλευρο νήμα που διατρέχει το βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος, είναι τι βλέπουμε και τι μεταδίδουμε εμείς σήμερα. Ποιο είναι το χρέος των δημοσιογράφων απέναντι στις σημερινές δημοκρατίες, πώς αναγνωρίζουν και επαγρυπνούν για τους κινδύνουν που διατρέχουν τα μεταπολεμικά κεκτημένα του δικού μας πολυδιασπασμένου, όσο και παγκοσμιοποιημένου κόσμου, πώς αναμεταδίδουν τις σύγχρονες τραγωδίες. Όταν άρχισε το εγχείρημά του ο Σνεντερμάν, ακριβώς 4 χρόνια πριν, ήταν αμέσως μετά τις προηγούμενες αμερικανικές εκλογές, τότε που ο πλανήτης βίωνε τον τρόμο που προκαλούσε ο Ντόναλντ Τραμπ, ως νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ. Παρότι σε μια εντελώς διαφορετική συγκυρία –ευτυχώς– σήμερα, μοιάζει εξίσου επίκαιρη η υπενθύμισή του για εγρήγορση, εντιμότητα και αίσθημα ευθύνης.

Το «Βερολίνο, 1933» είναι ένα πραγματικά πολύ ιδιαίτερο, πολυδιάστατο βιβλίο, και δεν ήταν τυχαία στην κορυφή στις λίστες με τα ευπώλητα βιβλία τη χρονιά που πέρασε.