- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Η Ελληνική Οικονομία μετά το 1950»: Εμβρίθεια και ευτέλεια
Το βιβλίο του Χρυσάφη Ιορδάνογλου είναι ένα έργο αναφοράς που καλύπτει κενά πληροφόρησης και κατανόησης για την περίοδο 1950-73
Παρουσίαση του νέου βιβλίου του καθηγητή Χρυσάφη Ιορδάνογλου, «Η Ελληνική Οικονομία μετά το 1950», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Τράπεζας της Ελλάδας
Είχα ήδη αποφασίσει να παρουσιάσω την πραγματεία του καθηγητή Χρυσάφη Ιορδάνογλου για τη μεταπολεμική ελληνική οικονομία (1950-73) όταν είδα, 8 Δεκεμβρίου, το πρωτοσέλιδο της Εστίας «Η Τράπεζα της Ελλάδος επαινεί τα οικονομικά της δικτατορίας». Η ιστορική υπερσυντηρητική εφημερίδα στον αστερισμό των fake news, εστία παραπληροφόρησης, σκέφτηκα. Πώς και αυτή η έντιμη αποτίμηση της ιστορίας προσφέρεται σε πολιτική εκμετάλλευση και παρερμηνείες;
Όποιος διαβάσει μη επιλεκτικά το βιβλίο «Η Ελληνική Οικονομία μετά το 1950», ιδίως τη χρησιμότατη εισαγωγή-περίληψη, αντιλαμβάνεται πόσο επικριτικά στέκεται απέναντι στην οικονομική πολιτική της δικτατορίας. Η παρατεταμένη υπέρμετρη πιστωτική επέκταση και οι δυο υποτιμήσεις της δραχμής (1971 και 1973) δεν ήταν απλώς επιμέρους σφάλματα: δημιούργησαν πληθωριστική έξαρση και άφησαν τη χώρα ευάλωτη στην απρόσμενη πετρελαϊκή κρίση. Το βιβλίο επικρίνει επίσης την πολιτική των συνταγματαρχών στον οικιστικό τομέα, όπου η δραστική χαλάρωση των πιστωτικών ορίων στα στεγαστικά δάνεια απεδείχθη αντιπαραγωγική: οδήγησε σε άνοδο τιμών και κόστους παραγωγής των ακινήτων, επιβαρύνοντας ολόκληρη την οικονομία.
Το βιβλίο αποδομεί τον διαδεδομένο σε ακροδεξιούς κύκλους μύθο ότι η δικτατορία επιτάχυνε τους ρυθμούς ανάπτυξης: το 1967-73 ήταν οριακά χαμηλότεροι από αυτούς της περιόδου 1961-66. Η δικτατορία ευνοήθηκε μάλιστα αρχικά από τον αυτοτροφοδοτούμενο ενάρετο οικονομικό κύκλο που είχε ήδη εξασφαλιστεί μετά κόπων. Όμως το άγχος των συνταγματαρχών για λαϊκή ανοχή οδήγησε την οικονομία σε υπερθέρμανση, σε μη διατηρήσιμο boom, συμβάλλοντας τελικά στην ανακοπή του αναπτυξιακού κύκλου. Σε αυτό προστίθεται η καταστροφική πολιτική του καθεστώτος στην εκπαίδευση, τον πολιτισμό και, βέβαια, στην πολιτική ζωή. Ο Ιορδάνογλου, που συμμετείχε μάλιστα ενεργά στο φοιτητικό αντιδικτατορικό κίνημα, αναφέρεται σε όλα αυτά διεξοδικά – αλλά και νηφάλια.
Είναι καιρός να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε το παρελθόν χωρίς πάθη και σκοπιμότητες. Έστω με καθυστέρηση. Το επόμενο έτος θα σημάνει, εκτός από την έλευση του πολυπόθητου εμβολίου, τον εορτασμό των 200 ετών από το 1821. Φοβούμαι μήπως, βοηθούσης και της ελληνοτουρκικής έντασης, οι τυμπανοκρουσίες υπερκεράσουν την απείρως χρησιμότερη άσκηση αυτογνωσίας. Τουλάχιστον όμως, στη σφαίρα της μεταπολεμικής μας ιστορίας, το υπό παρουσίαση βιβλίο είναι άκρως διδακτικό – εις πείσμα των μικροτήτων, σκοπιμοτήτων και διαστρεβλώσεων της Εστίας (και άλλων).
Ο Ιορδάνογλου μελετάει τη μεταπολεμική ελληνική οικονομία εδώ και χρόνια. Ο νεοεκδοθείς από την Τράπεζα Ελλάδος πρώτος τόμος καλύπτει μια μάλλον παραμελημένη φάση (1950-73). Υπάρχουν πράγματι σημαντικά κενά κατανόησης αυτών των σημαντικών ετών, όπου σημειώθηκαν πρωτοφανείς ρυθμοί ανάπτυξης και καταγράφηκαν μείζονες δημογραφικές και διαρθρωτικές αλλαγές. Ο Ιορδάνογλου τις αναλύει, τεκμηριώνοντας διεξοδικά τα σχόλιά του.
Υποστηρίζει ότι η γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής εκείνης της περιόδου συνέβαλε αποφασιστικά στις καλές επιδόσεις. Το διαμορφωθέν πλαίσιο («καθεστώς πολιτικής») αποδείχτηκε κατάλληλο για την επιτάχυνση της ανάπτυξης, σε συνδυασμό με την απαραίτητη νομισματική σταθερότητα –ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες υπερπληθωρισμού. Πέτυχε την ενθάρρυνση των επενδύσεων, ιδιωτικών και δημόσιων, εγχώριων και ξένων– βασική προϋπόθεση της ανάπτυξης.
Οι αναπτυξιακοί στόχοι υποστηρίζονταν από ένα πλέγμα βασικών κανόνων άσκησης της οικονομικής πολιτικής, που εξηγούνται αναλυτικά. Οι κανόνες αυτοί τηρήθηκαν από όλες τις κυβερνήσεις της εποχής: με διαφορές έμφασης, αλλά και αξιοσημείωτη για τα ελληνικά δεδομένα συνέχεια. Εντυπωσιακό, αν αναλογιστούμε τις πολιτικές αναταράξεις της εποχής! Έτσι, η διαχείριση της βραχυπρόθεσμης οικονομικής συγκυρίας ήταν κατά κανόνα συμβατή με το γενικό πλαίσιο.
Η μετεμφυλιακή περίοδος εμπεριείχε στοιχεία έντονου αυταρχισμού, πατερναλισμού και διοικητικού ελέγχου. Ο συγγραφέας εντοπίζει τα σημεία της οικονομικής πολιτικής στα οποία τα στοιχεία αυτά εκδηλώθηκαν (λ.χ. ελεγχόμενος συνδικαλισμός).
Προτάσσεται μια εισαγωγική πανοραμική επισκόπηση των μεταπολεμικών φάσεων της ελληνικής οικονομίας: ο συγγραφέας βάζει τα χαρτιά του στο τραπέζι, παρουσιάζοντας τη δομή και μέθοδο έρευνας, το διεθνές πλαίσιο, συγκρίνοντας την Ελλάδα με τις επιδόσεις άλλων χωρών.
Το επόμενο κεφάλαιο εξετάζει τους «κανόνες του παιχνιδιού», που με παραλλαγές τηρήθηκαν από όλες τις τότε κυβερνήσεις: λ.χ. σταθερή ισοτιμία (1 δολάριο=30 δραχμές), δημοσιονομική πειθαρχία, εναρμόνιση μισθολογικών αυξήσεων με παραγωγικότητα.
Έπεται λεπτομερής καταγραφή της πολιτικής των κυβερνήσεων της περιόδου. Εντοπίζονται οι διαφορές έμφασης ως προς την εφαρμογή των κανόνων και οι διορθώσεις που έγιναν, όταν οι συνέπειες των αποκλίσεων γίνονταν σαφείς.
Τα κεφάλαια 6 και 7 συνιστούν στατιστική τεκμηρίωση, ενώ στα κεφάλαια 8-13 εξετάζεται η δραστηριότητα του ευρύτερου δημόσιου τομέα - κυρίως η κοινωνική πολιτική: η αργή, φειδωλή αλλά συστηματική «κατασκευή» ελληνικού κοινωνικού κράτους. Πρόκειται για πολύτιμη σφαιρική και τεκμηριωμένη παρουσίαση της κοινωνικής πολιτικής της περιόδου 1950-73. Ακολουθούν (κεφάλαια 9-13) εκπαίδευση, συνταξιοδοτικό, υγεία και άλλες μορφές κοινωνικής προστασίας. Προκύπτει ότι το κοινωνικό κράτος που οικοδομήθηκε είχε σημαντικές ελλείψεις: λ.χ. παιδεία και υγεία υποχρηματοδοτούνταν. Ο συγγραφέας εκτιμά ότι η φειδώς με την οποία αντιμετωπιζόταν η κοινωνική πολιτική ήταν ενσυνείδητη επιλογή. Ήταν προϊόν των δημοσιονομικών περιορισμών της εποχής, των χρόνιων αδυναμιών του φορολογικού συστήματος και της προτεραιότητας στις δημόσιες επενδύσεις υποδομής: η τρέχουσα δημοσιονομική διαχείριση όφειλε να έχει πλεονάσματα προκειμένου αυτές να χρηματοδοτηθούν.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με σύντομο επίλογο.
Πρόκειται για έργο αναφοράς που καλύπτει κενά πληροφόρησης και κατανόησης για την περίοδο. Οι μελλοντικοί μελετητές θα το συμβουλεύονται για πολλά χρόνια.