- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μισέλ Φάις: «Αυτοπαρατηρώντας τον Κάφκα»
Η «Ερευνήτρια» είναι το πιο ώριμο έργο του συγγραφέα, ταυτόχρονα όμως είναι το πιο εξομολογητικό και πιο προσωπικό
Συνέντευξη με τον συγγραφέα Μισέλ Φάις με αφορμή το βιβλίο του «Η ερευνήτρια», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη
Ημερολόγια, όνειρα και επιστολές αναδεύονται στον βυθό της αποσπασματικής και ημιτελούς γραφής του Φραντς Κάφκα. Ημερολόγια, όνειρα και επιστολές αποτελούν την πρώτη ύλη αυτού του φυγόκεντρου μυθιστορήματος του Μισέλ Φάις. Η «Ερευνήτρια» είναι ένα μυθιστόρημα που η λογοτεχνία συναντάει τη λογοτεχνία και η βιογραφία ενός άλλου γίνεται η αυτοπροσωπογραφία του ίδιου.
Ο ήρωας που ερευνά η ηρωίδα του Φάις είναι κάποιος που πασχίζει να γράψει, βγαλμένος από το λογοτεχνικό αλλά και το ιστορικό σύμπαν της ταραγμένης Ευρώπης των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, ακριβέστερα μία από τις πιο εμβληματικές μορφές του. Η εργογραφία του Φραντς Κάφκα, οι ήρωές του, η εποχή που έζησε, οι μύχιες πλευρές του, η σχέση με τον πατέρα, οι συγγραφείς που τον επηρέασαν και που επηρέασε, ημερομηνίες, γεγονότα, ερμηνείες, οι καθημερινές του συνήθειες, οι διχασμοί του, οι ερωμένες του και οι έρωτες της ζωής του. Έχει κανείς την αίσθηση ότι γνωρίζει τον Κάφκα, όχι μόνο ως συγγραφέα αλλά και συνολικά ως πρόσωπο, σαν αποτέλεσμα μιας εμβριθούς και μύχιας εργασίας.
Είναι η εργασία της Ερευνήτριας, αλλά πίσω από αυτή είναι η εργασία γραφής –αλλά και ζωής– του Μισέλ Φάις. Μια πρόζα μέσα στην πρόζα όπου κάποιος συνεχώς αναμετριέται με τη γραφή, και που θέτει με χίλιους τρόπους το ερώτημα γιατί γράφω, πώς γράφω, τι σημαίνει γράφω.
Θα επιχειρήσω μια απόφανση: Η «Ερευνήτρια» είναι το πιο ώριμο και σπουδαίο έργο του συγγραφέα, ως προς τις αφηγηματικές τεχνικές, την τέχνη της γραφής και ως προς όσα η γλώσσα σημαίνει, ταυτόχρονα όμως είναι το πιο εξομολογητικό και πιο προσωπικό του έργο.
Στον πατέρα μου Αλβέρτο και στη μητέρα μου Αθηνά – στη μνήμη τους. Αφιερώνετε αυτό το βιβλίο στους δύο σας γονείς, κι έτσι ας ξεκινήσουμε με μια ερώτηση για τη δική σας καταγωγή, εβραϊκή όπως και του συγγραφέα τον οποίο ερευνά η Ερευνήτριά σας.
Γεννήθηκα κι έζησα στην Κομοτηνή έως τα έντεκά μου. Μπαμπάς Εβραίος από τη Δράμα, μαμά από την Πάτρα που έγινε Εβραία για να παντρευτούν (τότε δεν υπήρχε πολιτικός γάμος). Μεγάλωσα σ’ ένα ανεξίθρησκο σπίτι με πολλές εντάσεις. Αμφότεροι γιατροί και αριστεροί. Οι γονείς μου ήταν η νύχτα με την ημέρα ως χαρακτήρες. Δεν νομίζω πως κανένας τους μετακινήθηκε από την ψυχοστασία του μέχρι που χώρισαν, με το που μετακομίσαμε από την Κομοτηνή στην Αθήνα με την αδελφή μου και τη μητέρα μου. Μέχρι που πέθαναν επιβεβαίωναν πόσο συμφωνούν ότι διαφωνούν: ο υποχωρητικός Αλβέρτος και η ανυποχώρητη Αθηνά (Χάνα).
Μ’ έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα ως ήρωες σε πολλά βιβλία μου ― μετωπικά και γυμνά ή πλάγια και μασκαρεμένα. Για πρώτη φορά τους αφιερώνω εξ αδιαιρέτου ένα βιβλίο. Ίσως γιατί με «βοήθησαν» από τα άγουρα χρόνια μου να καθρεφτιστώ στη γεωμετρία της αυτοενοχοποίησης και στη φάρσα του πόνου (άκρως καφκικά γνωρίσματα), ίσως γιατί οι γονείς μας είναι πάντα γονείς, ο πρώτος άντρας και η πρώτη γυναίκα που γνωρίζουμε όταν αντικρίζουμε το πρώτο φως ― ακόμη κι αν τους ανακαλούμε μέσα από σπασμένο καθρέφτη.
Σαν μονάδες ήταν πολύ ισχυρά πρόσωπα, σαν ζευγάρι μια ατόφια καφκική ιστορία. Από την πατρική φύτρα είχαμε έξι «συμμετοχές» στο Ολοκαύτωμα (φέρω το όνομα του αδελφού του πατέρα μου ο οποίος οικογενειακώς μαζί με τη γιαγιά μου προωθήκαν από τους Βούλγαρους στους Ναζί – αναπαύονται από τον Μάρτιο του 1943 στον βυθό του Δούναβη). Η σχέση μου με την εβραϊκή καταγωγή (εξ ημισείας εξάλλου) είναι αφενός πολιτισμική (πολλοί συγγραφείς και στοχαστές που με έλκουν είναι Εβραίοι) και αφετέρου συνδέεται με το αδιανόητο ιστορικό τραύμα της μνήμης.
→ Μια αποξενωμένη ύπαρξη σε έναν αποξενωμένο κόσμο, ή ο αποξενωμένος κόσμος μιας αποξενωμένης ύπαρξης;… Αναμφίβολα, βρισκόσαστε σε μια μεταβατική, άστατη, απορρυθμισμένη εποχή…
Αναφέρεστε στο Ολοκαύτωμα ως προγονικό σας νήμα. Και τον Κάφκα διαπερνά το αδιανόητο τραύμα, όπως το λέτε, πριν ακόμα γίνει μνήμη. Γερμανόφωνος εβραίος της Πράγας που ζει στους ταραγμένους καιρούς μιας βάναυσης εποχής, θα χάσει ανθρώπους του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης – βέβαια ο ίδιος δεν θα είναι εν ζωή, γεννιέται το 1883 και πεθαίνει από φυματίωση το 1924. Είναι όμως κάτι που επανέρχεται σαν πραγματολογικό στοιχείο στο βιβλίο, όπως και ο αντισημιτισμός και η εβραϊκή του ταυτότητα, που τον καθόρισε όσο λίγα. Δώστε μας εδώ ένα σύντομο πορτρέτο του.
Ο Κάφκα προσπαθεί να λύσει, μεταξύ άλλων, μέσα από τα βιβλία του ισόβιους διχασμούς: Τσέχος που γράφει στα γερμανικά, νομικός σύμβουλος που αισθάνεται συγγραφέας, Εβραίος που δεν πατάει στη συναγωγή, εργένης που υποδύεται τον αρραβωνιασμένο, ευυπόληπτος αστός που συχνάζει σε καταγώγια, έφηβος που γερνάει απότομα, φυγάνθρωπος που διψά για συνάθροιση, φαντασιόπληκτος που εκ των υστέρων η φαντασιοπληξία του αποδεικνύεται εσωτερικό «ρεπορτάζ» για τον επικείμενο ευρωπαϊκό ζόφο…
Προσπάθησα να μιλήσω για την τοιχογραφία τους καιρού του χωρίς να χάσω την αίσθηση του προσώπου του (και κυρίως του απισχνασμένου κορμιού του). Το συλλογικό να μην εκτοπίσει το ατομικό. Ίσως επειδή o Kάφκα ζει σε μια συναρπαστικά σκοτεινή εποχή (πόλεμοι, ισπανική γρίπη, πογκρόμ, εθνικές ανακατατάξεις, συλλογικές ακρότητες και τυφλότητες) ξεδιπλώνει σε τέτοιο βαθμό τη ζωομορφική βεντάλια του. «Μεταμορφώνεται» στα πάντα για να σωθεί από τα πάντα. Παράλληλα, όμως, επειδή πρόκειται για μια αένανη μηχανή αναιρέσεων, παρεξηγήσεων, εκτροπών ο συγγραφέας της «Δίκης» μας αποδεικνύει, εντός κειμένου, ότι αν το μύχιο δεν είναι πολιτικό, είναι νάρκισσο και αυτοαναφορικό.
Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση, χωρίς να φεύγει ποτέ από την επικράτεια της λογοτεχνίας, ότι εξοικειώνεται με ό,τι πιο μύχιο προσδιόριζε τον άνθρωπο και συγγραφέα Φραντς Κάφκα, όπως τα αποδελτιώνει η Ερευνήτρια από το «οικογενειακό του ψυχόδραμα», τα έργα του, την ιστορική συγκυρία.
Πλησίασα τον Κάφκα όπως θα τον πλησίαζε (το δανείζομαι από το οπισθόφυλλο) «μια σκοτεινή πνευματίστρια, μια εμμονική αναγνώστριά του, μια παθιασμένη ηρωίδα μιας ασχημάτιστης ιστορίας του». Με δυο λόγια: προσπάθησα να φιλοτεχνήσω το πορτρέτο του ολιστικά. Πανταχόθεν. Και με τα εργαλεία της μεθόδου, του ορθολογισμού, της διασταύρωσης και με τα εργαλεία του χάους, της διαίσθησης, του εξωλογικού.
→ Αναμφίβολα: οι εξακολουθητικά διωκόμενοι ήρωές σας μιλούν τη γλώσσα των διωκτών τους. Αυτό είναι ίσως κάτι που σας ενοχλεί. Σας ανησυχεί. Μπορεί ακόμα και να σας απειλεί Ίσως και λόγω αυτού επινοήσατε την πιο αφτιασίδωτη, γυμνή, ψυχρή πρόζα που γράφτηκε ποτέ μέχρι τότε στη γερμανική. Έναν γλωσσικό τόπο όπου η γραφειοκρατική γεωμετρία συναντά την ονειρική κρυπτικότητα και αμφότερες τη μαύρη κωμωδία. Οι ήρωές σας απαθείς, αντιδραματικοί, ανελέητα φαρσικοί, αενάως τιμωρούμενοι ή αυτοτιμωρούμενοι χωρίς να έχουν διαπράξει το παραμικρό.
Να έρθουμε στη δομή της «Ερευνήτριας», στο πώς είναι χτισμένη. Η αφήγηση είναι σπονδυλωτή. Χτίζεται σε τρεις άξονες, τρεις αφηγηματικές φωνές, διακριτές ως προς το ύφος, την απεύθυνση, τις προθέσεις, τις οποίες προαναγγέλλετε στην αρχή του βιβλίου.
Η τριμερής δομή του βιβλίου προέκυψε από τη διαπίστωση πως ο Κάφκα, με διάφορες υπαρκτές ή επινοημένες προφάσεις, κατέφυγε στην αποσπασματική ή ημιτελή γραφή. Άλλοτε επειδή ερωτεύοταν το εν μια νυκτί κείμενο, άλλοτε επειδή γυρνούσε εξουθενωμένος από τη δουλειά του, άλλοτε επειδή δεν άντεχε τους θορύβους στην οικογενειακή εστία, άλλοτε επειδή προτιμούσε να βολοδέρνει στην Πράγα (σκοτεινή και φωτεινή), άλλοτε επειδή οι αϋπνίες και οι υποχονδρίες του τον καταδίωκαν, τέλος, επειδή κάποια στιγμή η φυματίωση του έδωσε τη χαριστική βολή. Για όλους αυτούς τους λόγους κατέφυγε σ’ ένα παράπλευρο έργο (που στην πορεία έγινε κεντρικό): στα ημερολόγια, στα όνειρα και στις επιστολές.
Σχετικά με το ημερολόγιο. Το ημερολογιακό αφορά την πνευματιστική όψη της αφηγήτριας και ηρωίδας. Επιστρέφει στην Πράγα του Κάφκα, αλλά και στις πόλεις του ταξίδεψε. Συναντά τους γονείς του και τις αδελφές τους, τους φίλους του, πρόσωπα από το επαγγελματικό περιβάλλον του, τις γυναίκες που σχετίστηκε (γνωστές και άγνωστες), τους λογοτέχνες που θαύμαζε, συνέπλευσε ή ανταγωνίστηκε. Με όλον αυτόν τον θίασο η Ερευνήτρια συγχρωτίζεται σε ξενοδοχεία, καφέ σαντάν, θέατρα, παραθεριστικά θέρετρα, σε σανατόρια, νεκροταφεία. Ακόμη και με περιώνυμες ηρωίδες των βιβλίων του διασταυρώνεται. Συνομιλεί μαζί τους. Τις ανακρίνει. Τις συγχέει με τις υπαρκτές ερωμένες του συγγραφέα. Εμπλέκεται τόσο με προγόνους (Κλάιστ, Kίργκεγκορ, Φλομπέρ), όσο και τους επιγόνους του Κάφκα (Μπέκετ, Πίντερ, Χάντκε). Είναι μια πρωτοπρόσωπη φωνή που μιλά εκ του συστάδην για τον μικρόκοσμο του συγγραφέα του «Πύργου» – εντός κι εκτός αφηγηματικής επιφάνειας.
Σχετικά με το σημειωματάριο. Το σημειωματάριο (Τεφρό σημειωματάριο – οι Εβραίοι, φευ, έχουν μια ειδική σχέση με τη στάχτη) είναι μια δευτεροπρόσωπη φωνή που σκιαγραφεί μια σκοτεινή γυναίκα που προσπαθεί να σκοτώσει έναν άντρα. Μηχανεύεται τρόπους και μεθόδους. Βίαιους, γκροτέσκους, αδιανόητους. Χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Λες και προσπαθεί να ξεριζώσει αυτό που μέσα της είναι αξερίζωτο: την έκσταση, την παραφορά, τον ίμερο, που αισθάνεται γι’ αυτόν που θέλει να εξαφανίσει από προσώπου γης. Θα μπορούσε να είναι μια ηρωίδα που πρόδωσε ο Κάφκα. Που της υποσχέθηκε κάποιο «ρόλο» σε κάποια ιστορία και τελικώς αυτό δεν συνέβη. Είναι μια παθιασμένη γυναίκα, μια ανεκπλήρωτη ηρωίδα του. Μπορεί όμως απλώς να συνομιλεί μ’ ένα σκοτεινό κομμάτι του εαυτού της. Να είναι ένα κλονισμένο πρόσωπο. Είναι η νουάρ νότα του βιβλίου. Ας μην ξεχνάμε το κλίμα υπαρξιακού θρίλερ που συχνά μας υποβάλλει το έργο του Κάφκα.
Σχετικά με τις επιστολές (με την ίδια πάντα προσφώνηση, Κύριε Κ.) Το τρίτο μέρος, παντοπτική εσωτερικής εστίασης, αφορά το καθαυτό ερευνητικό κομμάτι. Μέσω της Ερευνήτριας αποτυπώνεται όχι μόνο η χρόνια, συστηματική μου ανάγνωση των έργων και των ημερών του Κάφκα, αλλά και η προσπάθειά μου να μιλήσω, στο μέτρο του εφικτού, μακριά από ερμηνευτικά στερεότυπα (θεολογικά, μαρξιστικά, ψυχαναλυτικά, φεμινιστικά, αποδομιστικά) για την ατόφια και συνάμα αμετάδοτη εμπειρία της ανάγνωσης ενός εμβληματικού συγγραφέα του εικοστού αιώνα ο οποίος έγραψε ίσως την πιο γυμνή γερμανική πρόζα, ο κορυφαίος αντιρεαλιστής από τον πολύ ρεαλισμό, ένας συγγραφέας που πάσχιζε να αποτυπώσει με ακραία ακρίβεια όλα αυτά που παραμένουν αφανέρωτα, ανεπίγνωστα, άδηλα.
Αυτό για τα ερμηνευτικά στερεότυπα, είναι κάτι που το απευθύνει και η Ερευνήτρια στον κύριο Κ., σε μία από τις εποστολές της... ενώ εσείς –του γράφει– είσαστε απλώς ένας συγγραφέας με ορμές, φοβίες και απωθημένα, αλλά και με σαφείς αισθητικές αξιώσεις και πολιτισμικές αναγωγές. Ένας οξυδερκής και κουρασμένος Εβραίος αστός της Κεντρικής Ευρώπης, που αποζητούσε λυσσασμένα χρόνο και χώρο για να γράψει... Σε τι αναφέρεστε;
Εδώ αναφέρομαι στην «εργαλειοποίηση» του Κάφκα, απ’ όσους προβάλλουν το ιδεολογικό απωθημένο τους ή τη θεωρητική αυτοεικόνα τους και τον περιφέρουν ως τομέμ ασκητικότητας, ριζοσπαστικότητας, μοντερνισμού ή μεταμοντερνισμού. Ο Κάφκα εκτοπίζεται από τον χρόνιο καφκαϊσμό του. Από δυο μέτωπα. Είτε από τους μαζικούς αναγνώστες, είτε από τους «ειδικούς». Από τη μια μπλουζάκια με τυπωμένη τη φάτσα του, από την άλλη παραστάσεις, εκθέσεις, αναλύσεις τραβηγμένες από τα μαλλιά.
Πάντως το βιβλίο φανερώνει μια βαθιά δική σας σχέση με το έργο του Τσεχοεβραίου, μοιάζει να συμπυκνώνει κάτι πολύ μεγαλύτερο από την τωρινή συγκυρία της συγγραφής.
Το βιβλίο αυτό με «γράφει» από τα δώδεκά μου. Τον διαβάζω από την αρχή της εφηβείας μου. Άρχισα με τη «Μεταμόρφωση» στη θρυλική σειρά του Γαλαξία. Κι από τότε επιστρέφω ξανά και ξανά στη σαγήνη της μαύρης κωμωδίας του Γκρέγκορ Σάμσα. Επειδή οι συγγραφείς, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύει εκείνος ο αναγνώστης που ζητάει βιβλία «βιωμένα» ή βιβλία να τον «ταξιδέψουν», γράφουν παρατηρώντας χαρακτήρες άλλων βιβλίων, εισχωρώντας σε αφηγηματικές ατμόσφαιρες, ξεκλειδώνοντας μηχανισμούς γραφής που τους έλκουν ή τους πυροδοτούν.
Πρόκειται λοιπόν για ένα διαρκώς αρχινισμένο, σταματημένο, ξαναρχισμένο βιβλίο. Είχα πλέον πειστεί πως μόνο καθ’ ύπνον θα ολοκλήρωνα αυτό το βιβλίο. Θα παρέμενε το αείποτε τελειωμένο βιβλίο Ακούγεται εντόνως καφκικό και ως έναν βαθμό είναι. Ακόμη και τώρα που το κρατάω στα χέρια μου, που κάποιοι το έχουν προμηθευτεί και το έχουν ήδη διαβάσει δεν είμαι και τόσο βέβαιος ότι υπάρχει η «Ερευνήτρια». Στιγμές έχω την αίσθηση πως το έχει γράψει ένας άλλος. Ένας πληρεξούσιός μου.
Αφήσαμε έξω από την κουβέντα μας τις Σημειώσεις, στις οποίες παρατίθενται πραγματολογικά στοιχεία από τη ζωή του Κάφκα και των ανθρώπων που συνδέθηκε. Κανονικά θα αντιστοιχούσαν σε λέξεις με δείκτες στο σώμα της ιστορίας και ο αναγνώστης θα διέκοπτε την ανάγνωση για να τις διατρέξει, αντ’ αυτού παραπέμπουν σε σελίδες και τις συναντάμε στο τέλος. Και, πάντως, επιβεβαιώνουν ότι ένα μεγάλο μέρος από όλο αυτό το υλικό, παρότι λογοτεχνία, είναι αποτέλεσμα (και) πραγματικής έρευνας.
Κι εδώ υπήρχε ένα θέμα: πώς το βιβλίο θα αφορά κι αυτόν που παίζει στα δάχτυλα τον Κάφκα, κι αυτόν που μισογνωρίζει το έργο του, αλλά κι αυτόν που τον ξέρει μόνο κατ’ όνομα. Κοντολογίς τον αναγνώστη της λογοτεχνίας κι όχι τον μελετητή του καφκικού σύμπαντος – συστηματικό ή εκ περιτροπής. Αμφιταλαντεύτηκα επί μακρόν και κατέληξα στις Σημειώσεις. Και για να γίνει και ενδοκειμενικό παιχνίδι, τις ονόμασα: Σημειώσεις της Ερευνήτριας. Και τις καταχώρισα στο τέλος του βιβλίου κι όχι υποσελίδια. Με αύξοντα αριθμό που παραπέμπει στο σώμα του κειμένου.
Αυτές λοιπόν οι Σημειώσεις δεν διασαφηνίζουν μόνο πραγματολογικά σημεία, που ενδεχομένως αγνοεί ο αναγνώστης του βιβλίου, ενίοτε προεκτείνουν και εμβαθύνουν αυτό καθ’ αυτό το μυθιστόρημα, ακόμη και το υπονομεύουν. Με άλλα λόγια δεν έχουμε μόνο μια τριμερή αναγνωστική δομή στο μυθιστόρημα, αλλά και ευρύτερα τρία αρθρωτά μέρη σε όλο το βιβλίο: Αναγνωστική πυξίδα στην αρχή, καθαυτό μυθιστόρημα στο μέσον και στο τέλος τις Σημειώσεις.
Συχνά μου έρχεται στο νου μια σκηνή που μου είχε αφηγηθεί ο μεγάλος αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης στην τελευταία συνέντευξη που είχαμε κάνει πριν πεθάνει. Μου μνημόνευε μια συζήτηση που είχε με κάποιον πελάτη του με τον οποίον είχαν επισκεφθεί ένα σπίτι που είχε χτίσει για να πάρει μια πρόγευση πως θα ήταν εξωτερικά, ως κέλυφος και το δικό του που θα του σχεδίαζε. Κάποια στιγμή περίσκεπτα και κάπως συνεσταλμένα του είπε ο πελάτης: «Κύριε Κωνσταντινίδη, συγχωρήστε μου το θάρρος, αλλά ενώ μου αρέσει πολύ η αρχιτεκτονική σας, πως να το πω, μου θυμίζουν σκαλωσιά κτιρίου περισσότερο, σκαρίφημα παρά κτίριο. Έτσι θα είναι και το σπίτι μου;». Και γελώντας βραχνά ο Κωνσταντινίδης συμπλήρωσε: «Αυτό αγαπητέ μου, αν και δεν το κάνατε συνειδητά, είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που έχουν κάνει ποτέ για τη δουλειά μου». Κάπως έτσι: στη δουλειά μου, θέλω να φαίνεται όλος ο κύκλος. Αν φτιάχνω μια καρέκλα, παράδειγμα, το σχέδιο με το μολύβι, οι διορθώσεις του, τα καλούπια, το ξύλο, τα ροκανίδια, οι κόλλες, τα καρφιά, η μπογιά, το λούστρο, η φόδρα. Τα πάντα. Και μετά να κάθεται άνετα ο αναγνώστης πάνω της έχοντας επίγνωση όλη τη διαδικασία κατασκευής της. Κάπως έτσι.
→ Σπρώχνεις έναν άντρα από τη σκάλα. Είναι μια ξύλινη, στριφτή παλιά σκάλα. Αν και τρίζει σε κάθε βήμα, δείχνει πολύ στέρεη. Μια σκάλα που την ανεβαίνεις κατεβαίνοντας και την κατεβαίνεις ανεβαίνοντας. Δεν είναι μια σκάλα που σε βγάζει πάντα στο ίδιο μέρος. Άλλοτε σε οδηγεί εκεί που λαχταράς να πας, άλλοτε εκεί που πιστεύεις ότι θέλεις να πας, άλλοτε εκεί που πραγματικά έχεις την ανάγκη να πας, κι άλλοτε εκεί που εντέλει πηγαίνεις. Συχνά αυτές οι νοερές διαδρομές της σκάλας μπερδεύονται. Με αποτέλεσμα στην όψη αυτού που χρησιμοποιεί αυτή τη σκάλα, είτε πρακτικά, είτε φανταστικά, να καθρεφτίζεται μια έκφραση γελοίας απόγνωσης.
[Πριν κλείσουμε, να κάνω ένα σχόλιο για τη γλώσσα, που πάντα έχει κεντρική θέση στη λογοτεχνία του Μισέλ Φάις – είναι κατά βάση εννοιολογικός συγγραφέας, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Εδώ, ωστόσο, η τεχνική της γραφής φαίνεται να έχει φτάσει στην πιο ώριμη και εις βάθος έκφανσή της, πραγματικό δώρο για τον αναγνώστη. Ένα λογοτεχνικό κείμενο που μας δείχνει τι μπορεί να κάνει η γλώσσα, η ίδια ως απτό σώμα, που κατασκευάζει συνεχώς παραδοξότητες, αντίθετα που αλληλοσυμπληρώνονται, εναλλασσόμενες διαδρομές που φτάνουν στο ίδιο. Τις διαφορετικές εκδοχές των πραγμάτων. Η μαστοριά στα τερτίπια της γλώσσας, ωστόσο, σε αυτό το παιχνίδισμα με τις λέξεις, δεν είναι φορμαλιστικό χαρακτηριστικό, υπηρετεί με συνέπεια το ερώτημα για την ύπαρξη. Η γραφή δεν περιγράφει, δεν στολίζει, δεν γεμίζει περιεχόμενα – επιτελεί. Η Ερευνήτρια εξερευνώντας κατασκευάζει ένα πλήθος από χώρους όπου η οικεία διάταξη των πραγμάτων αλλάζει, χωρίς ποτέ να χάνεται η οικεία αίσθηση των πραγμάτων. Κι είναι αυτή η οικεία παραδοξότητα που δείχνει το κωμικό στοιχείο που ενυπάρχει στο τραγικό, μια αίσθηση ανάλαφρου και παιχνιώδους αλλά την ίδια στιγμή σκοτεινού και θολού.]
Όπως άλλωστε γράφει σε μία επιστολή της η Ερευνήτρια στον κύριο Κ....
«Εξού και η λογοτεχνία που σας πυροδοτεί δεν μιμείται την πραγματικότητα, ως εκ τούτου ούτε τη συντηρεί, ούτε την ανατρέπει· η λογοτεχνία που σας παρακινεί πασχίζει να δημιουργήσει έναν ενδιάμεσο κόσμο ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα, πάντα εξ ονόματος της πραγματικότητας, ενώ κάποιες φορές παρηγορεί (χωρίς να το επιδιώκει) ή σαρκάζει (για να αντέξει) την πραγματικότητα· ακόμα και στη θέση της εξωφρενικής πραγματικότητας μπαίνει η γραφή σας, όπως ο κασκαντέρ αναλαμβάνει τις επικίνδυνες σκηνές του πρωτασγωνιστή, προκειμένου να σώσει την πραγματικότητα από την πολλή πραγματικότητα.
Σας έχω μπροστά μου καθώς γράφετε...»
Ξεκινήσαμε με μία ερώτηση βιογραφική δική σας, να κάνουμε έναν κύκλο και να τελειώσουμε με μία ερώτηση που να αφορά στο έργο σας. Ως αναγνώστρια που λίγο σας παρακολουθώ, σκεφτόμουν πως με αυτό το βιβλίο έχετε φτάσει σε ένα σημαντικό σταθμό της διαδρομής σας.
Προτιμώ να μιλώ εκ των έσω για το έργο μου. Ως τεχνίτης, ως άνθρωπος που δουλεύει με τα χέρια, λες και οι λέξεις είναι πράγματα, απτά αντικείμενα και οι χαρακτήρες, άνθρωποι που έχω γνωρίσει, έχω ξεχάσει και κάποια στιγμή τους ξαναθυμάμαι μέσα από τη γραφή, δηλαδή τους επινοώ ή τους ονειρεύομαι.
Πιο συγκεκριμένα. Τα τελευταία χρόνια έχω την αίσθηση ότι επιστρέφω σε πρωθύστερα σημεία της γραφής μου για να επαναδιατυπώσω τα ίδια πράγματα διαφορετικά, να σκάψω αφηγηματικά σε κοντινά σημεία, να ανιχνεύσω αγνοημένα κοιτάσματα και φλέβες, να κουρδίσω σε άλλες τονικότητες την παρτιτούρα του κειμένου, να φωτίσω από άλλη σκοπιά χρόνιες εμμονές. Παράδειγμα, με τα «Κτερίσματα» (2010) «ξαναγράφω» την «Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου» (1994) μέσω ενός νευραλγικού νήματός του: του σεξουαλικού πένθους. Με την «Ερευνήτρια», μέσα από το οικείο μου πλέον κάτοπτρο (αυτοπροσωπογραφία ενός άλλου), μιλώ μέσω του Κάφκα μιλώ για όλες τις πτώσεις μου, τις απορρίψεις μου, τις ακυρώσεις μου. Όπως, χρόνια πριν, έκανα με «Το μέλι και η στάχτη του Θεού» (μέσω του Τζούλιο Καΐμη, 2002) αλλά και την «Ελληνική αϋπνία» (μέσω του Γ.Μ. Βιζυηνού, 2004).
Πέραν αυτών όμως, στο πέρασμα του χρόνου, με ελκύει περισσότερο η πρόζα του κινηματογράφου, του θεάτρου, της φωτογραφίας, της φιλοσοφίας, της ποίησης, της δημοσιογραφίας, του διαδικτύου, της πολεοδομίας, της περιπλάνησης από αυτή καθαυτή την πρόζα της λογοτεχνίας. Όσον αφορά τις ειδολογικές επισημάνσεις, είναι αναγκαίες για τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας και, σε κάποιον βαθμό, για τα μαθήματα δημιουργικής γραφής.
Θα ήθελα να κλείσουμε με την αισθητική του εξωφύλλου και του οπισθοφύλλου. Ασχολείστε με τη φωτογραφία, έχετε πραγματοποιήσει εκθέσεις φωτογραφίας. Δύο φωτογραφίες σας κοσμούν το εξώφυλλο. Μιλήστε μας γι’ αυτές…
Η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι τραβηγμένη στις 12 Απριλίου 2016 στη Θεσσαλονίκη. Ένα γκρι κτίριο με σκοτεινά και φωτισμένα παράθυρα από τον ακάλυπτο ενός ξενοδοχείου στην παραλία. Ξύπνησα απότομα μετά από ένα δυσάρεστο όνειρο που δεν θυμόμουν, τράβηξα την κουρτίνα, πήρα την κάμερα και καδράρισα. Εντέλει αυτή η φωτογραφία μπορεί και να είναι το όνειρο που δεν θυμόμουν.
Η δεύτερη, στο οπισθόφυλλο, είναι τραβηγμένη 13 Ιουνίου 2015 στον Βύρωνα, στο σαλόνι του σπιτιού μου. Στον καναπέ είναι ξαπλωμένη η γυναίκα μου, η Αλεξία. Λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο πρόσθεσα αναποδογυρισμένη την υπογραφή του Kafka. Θυμίζει απροσδιόριστο τατού ― μνημονεύεται εξάλλου ως σημείωση μέσα στο βιβλίο.