- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Διαβάστε το διήγημα «Απιστία» από την αδημοσίευτη συλλογή μικρών ιστοριών του Παναγιώτη Ρίζου με τίτλο «Προζύμι»
Μια φορά την εβδομάδα. Ένα βράδυ την εβδομάδα. Και τα βράδια των ημερών κάθε μήνα που είχε αίμα. Μόνο τότε την παρατούσε ήσυχη. Τις άλλες την περίμενε. Την περίμενε ό,τι ώρα και να ερχόταν στο κρεβάτι. Αυτή καθυστερούσε όσο μπορούσε. Τι σιδέρωνε, τι πότιζε όλες τις γλάστρες, τι άναβε το καντήλι στο κονοστάσι, τι έκανε προσευχή που μνημόνευε όσους ήξερε και δεν ήξερε, αυτός εκεί, τα μάτια ανοικτά, ανάσκελα να κοιτάζει τα ταβάνι. Και να περιμένει. Ο κιαρατάς. Αυτή απόσταινε κάποια στιγμή, παραδίδονταν και πλάγιαζε, και στο λεπτό αυτός κατέβαζε τα βρακιά του, «μη όχι σήμερα, είμαι κουρασμένη» αντιστεκόταν η μαύρη, μάταια, το ήξερε. Αυτός μούγκριζε, της κατέβαζε το βρακί και έχωνε τ’ απαυτά του μέσα της. Ερχόταν από πάνω της, την πλάκωνε με το βάρος του και το στόμα του που μύριζε κρασί και σκόρδο και άρχιζε να βογκάει, να βγάζει την γλώσσα του έξω και να κουνιέται πάνω - κάτω, πέρα - δώθε σαν τα τραγιά. Αυτή ξερή, σαν το ξυλάγγουρο, ακίνητη σαν κολώνα. Τι ευχαρίστηση εύρισκε σ’ αυτό κάθε βράδυ τόσα χρόνια και το έκανε; Προσευχή δεν έκανε ο άπιστος, μα αυτό δεν το ξεχνούσε. Κάθε βράδυ απ’ τα 17 που την πήρε και την στεφανώθηκε μέχρι σήμερα που ‘χουν περάσει 35 χρόνια, κάθε βράδυ… Εκτός από τις μέρες που είχε το αίμα και μια ακόμη νύχτα κάθε εβδομάδα. Το αίμα το φοβόταν ο κιαρατάς, απ’ την πρώτη φορά που μπήκε μέσα μου και γέμισαν αίματα τ’ απαυτά του και γέμισαν αίματα τα σεντόνια κι έφυγε σχεδόν έντρομος να πλυθεί και κοιμήθηκε στον καναπέ, το αίμα το φοβόταν. Το προζύμι το σεβόταν. Η άλλη νύχτα ήταν μια φορά την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή που έπιανα το προζύμι, να το ζυμώσω, να φτιάξω τα ψωμιά της εβδομάδας, κάθε φορά έξι μεγάλα καρβέλια για μας που ήμασταν 5, πλέον η μάνα του, ο πατέρας του, και ο παππούς που έμενε μαζί μας ανήμπορος και τυφλός, σχεδόν πάνω απ’ τα εκατό, και κάτι ανήψια και μισό καρβέλι που ‘δινα στα γερόντια πέρα στον συνοικισμό που δεν είχαν ούτε παιδιά, ούτε τα χρειώδη να ζήσουν. Το προζύμι το βαστούσα απ’ τη γιαγιά μου την Βαρσάμω, μου το ‘δωσε όταν έγινα 14 κι έμαθα να ζυμώνω, μου το ‘δωσε σαν δώρο από το δικό της που το ‘χε κι αυτή απ’ τη γιαγιά της τη Λεμονιά. Πρόσφορο το έλεγε, το προζύμι πρέπει να το προσφέρεις σαν δώρο για να φτιάνουν ψωμί και οι άλλοι να μπορούν να ζουν μαζί μ’ εσένα γιατί άμα δεν έχουν, θα ‘ρθουν και θα πάρουν το δικό σου κι εσύ το δικό τους και θα τρώμε ο ένας τον άλλον. Παρ’ το, μου είπε, και φύλα το σαν τα μάτια σου και τάιζέ το κάθε βδομάδα να μην χαλάσει. Και να το πηγαίνεις κάθε Μέγα Σάββατο στον παπά να το βλογάει να φουσκώνει, και να δίνεις σ’ όποιον σου ζητάει, γιατί άμα δεν δίνεις αυτό μαραίνεται και χαλάει και δεν ματαφουσκώνει.
Κάθε Παρασκευή το βράδυ το ‘βγαζα από το ψυγείο του ‘ριχνα λίγο νερό κι αλεύρι και το έπλαθα και το άφηνα να φουσκώσει αφού το τύλιγα με ό,τι πιο ζεστό είχα, με βελέντζα μάλλινη με κεντίδια που την είχα φτιαγμένη μόνο για αυτό. Το βράδυ της Παρασκευής, αφού τελείωνα το πρώτο ζύμωμα, έπαιρνα έτσι όπως ήταν σκεπασμένο και τυλιγμένο με τις κουβέρτες, δίπλα μου στο κρεβάτι, και το αγκάλιαζα με τα χέρια μου σαν μωρό να ζεσταθεί, να φουσκώσει, να αυγατίσει, να ξυπνήσει. Κουκουλωνόμασταν κάτω από τις βελέντζες το χειμώνα και κάτω από τις λεπτές κουβέρτες το καλοκαίρι, εκεί πάντοτε είχε κρύα και το καλοκαίρι δροσιά το βράδυ και δεν έστεκες χωρίς κουβέρτα και του μίλαγα, αυτό απαντούσε, το χάιδευα και αυτό φούσκωνε σιγά - σιγά και μοσχομύριζε αυτήν την ξινή μυρωδιά σαν φύλλα με γη από φθινόπωρο και σαν νερό με βασιλικό τ’ Αϊγιανιού, του μίλαγα και του τραγουδούσα σιγά τραγούδια αγαπησιάρικα που μου ‘χε μάθει η γιαγιά σαν νανούρισμα για ξύπνημα και σαν ευχές κι αυτό γουργούριζε ευχαριστημένο, ξυπνούσε και μεγάλωνε κι εμένα με έπαιρνε γλυκά ο ύπνος της Παρασκευής, ο πιο βαθύς με όνειρα από μυρωδιές. Έτσι μας έβρισκε το πρωτοξημέρωμα, αγκαλιασμένες σφιχτά και τις δυό.
Αυτός στροφογυρνούσε στον καναπέ και μούγκριζε, τον άκουγα. Ξυπνούσε σαν σε εφιάλτη, βλαστημούσε καμμιά χριστοπαναγία στον αέρα και ξανακοιμόταν ανήσυχο ύπνο και το πρωινό του Σαββάτου πάντα με κόκκινα τα μάτια και το βλέμμα αγριεμένο, έπινε τον πρώτο του καφέ, καθώς την κρυφόβλεπε να ζυμώνει μέσα και να παλεύει με την αφράτη ζύμη και να κουνιούνται τα βυζιά της πέρα - δώθε σαν να χορεύουν και τα μαλλιά της να ‘ναι ξέπλεκα και να στάζει ο ιδρώτας μέσα στην ζύμη, αυτός ρουφούσε με μανία τον καπνό.
«Ψωμί θα ψωνίζεις από τον Σάββα, θα ‘ρχεται κάθε μέρα με το αυτοκίνητο από πέρα στην πλατεία στις 10 το πρωί», είπε μια νύχτα που ‘ρθε από το καφενείο, μια νύχτα που δεν ήταν απ’ τις δύσκολες γιατί αυτές είχαν σταματήσει, πέντε χρόνια τώρα, που ‘χε πατήσει τα σαράντα πέντε, μια νύχτα που ‘ταν Παρασκευή, που ‘χε έρθει με τα μάτια κόκκινα απ’ το τσίπουρο και τα χείλια μαύρα απ’ τα τσιγάρα.
Πήγε στο ξύλινο ψυγείο, το άνοιξε, πήρε το προζύμι που το ‘χε φυλαγμένο στο γυάλινο κουτί, βγήκε έξω και το ‘δωσε να το φάνε τα γουρούνια από πέρα στην χαμοκέλα. Εκείνη φώναξε, έκλαψε, τον καταράστηκε. Αυτός έφαγε ό,τι είχε για βράδυ, πήγε και ξάπλωσε άναψε τσιγάρο και την περίμενε, όπως κάθε βράδυ. Ήταν Παρασκευή. Εκείνη πήγε, ξέλυσε τα μαλλιά της, κάρφωσε το βλέμμα της στο εικόνισμα από πάνω με τους αγγέλους και τους διαβόλους που χωρίζουνε τους αμαρτωλούς και τους ενάρετους στον παράδεισο και στην κόλαση, και περίμενε, μια, δυό, τρείς, τέσσερεις, πέντε, φύσηξε, ξεφύσηξε, τελείωσε, ξέπνοος τον πήραν τα ζουμιά του, έγειρε ανάσκελα, έτσι όπως ήταν, με τα βρακιά μισά πάνω μισά κάτω, με την μαλαπέρδα του υγρή ακόμη μέσα από τα βρακιά να ξεπροβάλει ξέπνοη κι αυτή.
Σηκώθηκα, άναψα το καντήλι μπροστά στο κόνισμα του Αι Δημήτρη, πήρα τον μπαλτά στάθηκα από πάνω του, κιαρατά του φώναξα και του κατέβασα την πρώτη στο κούτελο, την άλλη στο λαρύγγι, κι άλλες πολλές στο λαιμό και στο κεφάλι, γέμισε αίματα ο τόπος, ούτε κιχ έκανε αυτός. Δεν πρόλαβε.
Συγυρίστηκα, τον συμμάζεψα λίγο κι αυτόν όπως-όπως και πήγα στον παπά Παναγιώτη, τον ξύπνησα νυχτιάτικα και του ‘πα το και το, του ξομολογήθηκα, κι αυτός μου ‘δωκε ευχή.
Την πήρανε το πρωί με το περιπολικό μέσα στον εισαγγελέα και από κεί την κλείσανε στη φυλακή, πέρασε δίκη, έφαγε ισόβια, πέθανε στις φυλακές τις γυναικείες του Κορυδαλλού, πάντα γλυκομίλητη, ευγενική και κάπως απόμακρη.
Κάθε Σάββατο πρωί, για 18 χρόνια, όλη η πτέρυγα μοσχομύριζε τα ψωμιά που ‘φτιαχνε η Γιαννούλα. Κάθε Παρασκευή το βράδυ της έφερναν το προζύμι και το έπαιρνε στο κελί της και το φούσκωνε και του μίλαγε και του τραγουδούσε έτσι τυλιγμένο που το είχε με την κουβέρτα στο πήλινο κι ας είχαν καλοριφέρ πια και θέρμανση στην κουζίνα, αυτή έλεγε ότι το προζύμι για να γίνει θέλει χάδια και τραγούδια και ζεστασιά γυναίκας. Κοιμόντουσαν μαζί και στις 4 ξυπνούσαν και την πηγαίνανε στην κουζίνα να ζυμώσει το ψωμί της εβδομάδας για την πτέρυγα Δ’ γυναικών με βαριές ποινές, όλες ανθρωποκτονίες των συζύγων τους, σε ηλικία μόλις τελειώναν τα έμμηνα, όλες από χωριά του κάμπου ή ορεινά όπως αυτή.
Το προζύμι το φύλαγαν στο ψυγείο της πτέρυγας οι γυναίκες, το ‘χε φέρει η μάνα της Ακριβής από την Αετομηλίτσα πάνω στα Ζαγόρια στην Ήπειρο, που η Ακριβή, η κορούλα της, είχε πολτοποιήσει με το φτυάρι το κεφάλι του Ζήση του άνδρα της, ισοβίτισσα κι αυτή. Το προζύμι που η μάνα της Ακριβής το ‘χε από την γιαγιά της…
Ο Παναγιώτης Ρίζος είναι δικηγόρος και συγγραφέας του βιβλίου «Ικετηρία», το οποίο κατείχε μία θέση στις Bραχείες Λίστες για τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία του 2017.