Βιβλιο

«Ταμιευτήρας 13»: Ο Τζον Μακ Γκρέγκορ αναζητά το χαμένο κορίτσι

Ένα μυθιστόρημα για τη στενή σύνδεση του ανθρώπου με τη φύση που τον περιβάλλει

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 764
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Ταμιευτήρας 13» του Τζον Μακ Γκρέγκορ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα

Κάποιοι από εσάς, οι παλαιότεροι των ημερών, θα γνωρίζουν βέβαια τον όρο pen pal. Σημαίνει: φίλος δι’ αλληλογραφίας. Η μόδα αυτή είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες τη δεκαετία του ’70 ανάμεσα στη νεολαία της εποχής. Κάποια περιοδικά δημοσίευαν σε ειδική σελίδα τις διευθύνσεις νέων ανθρώπων απ’ όλο τον πλανήτη κι αν ήθελες διάλεγες κάποιο άτομο (συνήθως του άλλου φύλου) και ξεκινούσες μια ταχυδρομική επικοινωνία μαζί του. Έμενα τότε στην Κρήτη κι είχα ανοίξει επιστολικό πάρε-δώσε με μια Αμερικάνα, μια Γερμανίδα και μια Αγγλίδα. Σε κάθε μία υποσχόμουν αιώνια αγάπη κι αφοσίωση. Ήμασταν όλοι έφηβοι, γεμάτοι πίστη για τη ζωή.

Αργότερα, πρωτοετής φοιτητής της Νομικής, έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Πέταξα στην Αγγλία να συναντήσω τη νεαρή φίλη μου. Δεν θυμάμαι αν μου είχε στείλει φωτογραφία της – που σημαίνει ότι πήγαινα στα τυφλά, αλλά ήμασταν νέοι και τολμηροί τότε. Πήρα το τρένο από το Λονδίνο και ταξίδεψα βόρεια. Μου έκανε εντύπωση το αγγλικό τοπίο με την ατέλειωτη πρασινάδα του. Έφτασα κάποτε στο μέρος του ραντεβού. Κατέβηκα σ’ έναν ερημικό σταθμό του τρένου. Γύρω μου, στα λιβάδια, έβοσκαν αγελάδες. Κάπου κάπου, ένα υποστατικό με αχυροσκεπή. Ένα σκιουράκι με κοίταξε πάνω από έναν φράχτη – δεν είχα ξαναδεί ζωντανό σκίουρο ως τότε.

Σύντομα έφτασε η φίλη μου με το αυτοκίνητο του πατέρα της και με οδήγησε στο cottage τους. Η οικογένεια με φιλοξένησε με ζεστασιά, δοκίμασα την εμπειρία του five o’clock tea, κι έμεινα σε δωμάτιο με θέα την αγγλική ύπαιθρο. Με τη φίλη μου, Σούζαν θαρρώ την έλεγαν, κάναμε βόλτες στην εξοχή πιασμένοι χέρι χέρι (το δικό της ήταν παχουλό και ίδρωνε συνέχεια, πράγμα που μ’ έκανε να νιώθω άβολα και να σκέφτομαι το ταξίδι της επιστροφής). Η Σούζαν μου μιλούσε για τις οικογένειες που κατοικούσαν στις άλλες αγροικίες, μου έδειχνε τις φωλιές των ασβών και των αλεπούδων, μου εξήγησε τη διαφορά ανάμεσα στις κνιδόκαμπες και τις λυκαινίδες (είδη νυμφαλίδων). Με πήγε στην παμπ του χωριού και μύρισα για πρώτη φορά εκείνη την οσμή από βρεγμένο πριονίδι και αψιά μπίρα. Περπατήσαμε πλάι σ’ ένα ποταμάκι και χαθήκαμε στην πρωινή ομίχλη. Νοτίσαμε από τη βροχή που έπεφτε ασίγαστη.

Εκείνο το βουκολικό τοπίο μου έφερε στο νου το μυθιστόρημα του Τζον Μακ Γκρέγκορ «Ταμιευτήρας 13». Παραμονή πρωτοχρονιάς, σ’ ένα χωριό της αγγλικής επαρχίας, ένα κορίτσι δεκατριών ετών εξαφανίζεται. Κι έτσι, σα να σηκώνεται ένα παραπέτασμα, αρχίζει να αναδύεται η ζωή στο χωριό εκείνο. Μια ζωή που δεν αφορά μόνο τους κατοίκους αλλά ολόκληρο το οικοσύστημα. Ζευγάρια που χωρίζουν, μπλέκουν αρμονικά με τη φύση που φθινοπωριάζει. Τον χειμώνα στην εκκλησία ψάλλουν τους χριστουγεννιάτικους ύμνους ενώ ένας χρυσοβασιλίσκος περνάει τρέχοντας ανάμεσα στα ψηλά έλατα στην άκρη του προαύλιου. Έρωτες γυμνασιόπαιδων ανθίζουν την ίδια στιγμή που τα χελωνάκια αρχίζουν να ζευγαρώνουν πλάι στον υδατοφράκτη. Πεζοπόροι φτάνουν το καλοκαίρι για να βαδίσουν στα εξοχικά μονοπάτια δίπλα στους ταμιευτήρες του νερού ενώ οι πεταλούδες αιωρούνται γύρω από τα μύρτιλλα στον θαμνότοπο, το χελιδονόχορτο ψηλώνει στα χωράφια και μια γερακίνα ψάχνει τροφή για τα μικρά της.

Ο συγγραφέας απλώνει το κείμενό του χωρίς παραγράφους, σε μονομπλόκ κατασκευές της μιάμιση σελίδας, χρησιμοποιώντας ετούτα τα κομμάτια σαν τούβλα λάσπης ώστε να οικοδομήσει ένα μυθιστόρημα που όχι μόνο δημιουργεί καινούργιες συνάψεις στο μυαλό του αναγνώστη αλλά απλώνει μπροστά στα μάτια του τη στενή σύνδεση του ανθρώπου με τη φύση που τον περιβάλλει.

Η αναζήτηση του χαμένου κοριτσιού είναι ένα μικρό νήμα στον καμβά του συγγραφέα. Μια θρυαλλίδα στα γιορτινά πυροτεχνήματα του χωριού. Και μια ευκαιρία για μένα να θυμηθώ τη Σούζαν της χρυσής μου νιότης.