Βιβλιο

Ερωτεύτηκα μια μεταφράστρια

Τη γερμανομαθή Έμη Βαϊκούση

Δημήτρης Φύσσας
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ξέροντας μόνο αγγλικά, που κι από κει δεν διαβάζω πάντα απευθείας, τρέφω μεγάλο σεβασμό για τους μεταφραστές και τις μεταφράστριες. Χάρη σ’ αυτό το λεπτό, σπουδαίο στρώμα γραφιάδων που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους αλλοδαπούς συγγραφείς και σ’ εμένα, γνώρισα τον Φλομπέρ και τον Κάφκα, τον Τσέχοφ και τον Καλβίνο, τον Αξιόνοφ και τον Μοπασάν, τον Έκο και τον Σταντάλ. Εμείς οι αναγνώστες εκθειάζουμε τους αλλοδαπούς συγγραφείς, λέμε «Μ’ αρέσει ο τάδε ή η τάδε», αλλά σχεδόν ποτέ δεν ασχολούμαστε με τους λογοτεχνικούς (ή μη, γιατί οι μεταφραστές δεν μεταφράζουν μονάχα λογοτεχνία) ενδιάμεσους. Αποφάσισα λοιπόν να προσέχω περισσότερο ποιοι μεταφράζουν τα βιβλία που μ’ αρέσουν. Γι΄ αυτό, λίγους μήνες πριν, έχοντας εντυπωσιαστεί από το «Δάκρυ στον ωκεανό», τον πρώτο τόμο της τριλογίας «Η καμένη βάτος» του Μανές Σπέρμπερ («Καστανιώτης») επιδίωξα να έρθω σ’ επαφή με τη μεταφράστρια. Έτσι μίλησα με την Έμη Βαϊκούση για το αντισταλινικό αυτό έπος που είχε μεταφράσει, του οποίου αναμένεται σύντομα ο δεύτερος τόμος (πάλι «Καστανιώτης», και πάλι βέβαια Βαϊκούση). Στο μεταξύ, έψαξα κάπως περισσότερο τι άλλο έχει κάνει η υπέροχη αυτή μεταφράστρια, της οποίας οι εργασίες αποτελούν πεζογραφήματα υψηλού επιπέδου.

Βρήκα λοιπόν και διάβασα το «Γάτα και ποντίκι» του Γκίντερ Γκρας («Καστανιώτης»): ίσως το ωραιότερο μυθιστόρημα ενηλικίωσης που έχει πέσει ποτέ στα χέρια μου, με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, κεντρικό πρόσωπο έναν αξέχαστο (αντι)ήρωα, φόντο το Ντάντσιχ (σημερινό Γκντανσκ) στα πρώτα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και μοντέρνα γραφή που το κάνει να ξεχωρίζει δίχως να κουράζει. Βρήκα και το «Δεν θα πεθάνεις» της Κατρίν Σμιτ (κι αυτό «Καστανιώτης»), ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα που συνδυάζει διαφορετικές ψυχολογικές πλευρές, καθώς μπλέκει ιδιοφυώς τη σταδιακή επαναφορά μιας γυναίκας μετά από βαρύ εγκεφαλικό, την παλιά Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, μια τρανσέξουαλ, τη σύγχρονη τεχνολογία και τη γυναικεία ψυχολογία, με μια αγχωμένη τριτοπρόσωπη γραφή, όπου κυριαρχεί ο ενεστώτας.

Ιδίως, όμως, ανακάλυψα το πρόσφατο «Ο πότης» του Χανς Φάλαντα (αυτό είναι «Κίχλη»), που το θεωρώ ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει στη ζωή μου. Είναι η αυτοβιογραφική ιστορία ενός εμπόρου στη μεσοπολεμική Γερμανία, που σταδιακά πέφτει στον αλκοολισμό, μέχρι που η ζωή του διαλύεται και χάνει τα πάντα. Κι αν το πρώτο μέρος έχει μέχρι και χιουμοριστικά στοιχεία, το δεύτερο, που αποτελεί το χρονικό του εγκλεισμού του ήρωα σε τρελοκομείο, είναι ο ορισμός του ζόφου. Αξέχαστα πορτρέτα τροφίμων, τραγικές συνθήκες ζωής και συνεχές γλίστρημα σ’ ένα ζωντανό θάνατο. Ο ίδιος ο Φάλαντα, που δεν είχε φύγει από τη ναζιστική Γερμανία, πέρασε τέτοιες στιγμές σε ίδρυμα των «αρίων», όπου οι «υπάνθρωποι» είχαν κλειστεί να πεθάνουν από πείνα, κι εκεί έγραψε, κρυπτογραφικά, το εκπληκτικό αυτό μυθιστόρημα, μόνο που για προφανείς λόγους το τοποθέτησε σε προγενέστερο χρόνο. Σ’ αυτό λοιπόν το βιβλίο, ακόμα περισσότερο, αναδεικνύεται η άκρα λογοτεχνικότητα της μεταφράστριας.

Εύγε, Έμη Βαϊκούση, θα επισημαίνω συστηματικά ό,τι μας προσφέρεις.


Υ.Γ. Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε  πράγματι ο δεύτερος τόμος της τριλογίας του Σπέρμπερ. Περισσότερα εν καιρώ.