- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Καμί στη Μύκονο
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Δημήτρη Στεφανάκη «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι»
Ο Δημήτρης Μαστρογιαννίτης διαβάζει το βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι».
«Η νύχτα έχει πέσει όταν κατεβαίνουμε στη Μύκονο. Τόσες εκκλησίες όσα και σπίτια. Κατάλευκα… Στους κατασκότεινους δρόμους ανασαίνουμε τη μυρωδιά από το αγιόκλημα» γράφει ο Αλμπέρ Καμί στο σημειωματάριό του στις 8 Μαΐου του 1955.
Θα μπορούσαν αυτές οι τρεις φράσεις να εμπνεύσουν ένα ολόκληρο μυθιστόρημα; Θα μπορούσε ο ίδιος ο Καμί παρακάμπτοντας το χρόνο και το αναπόφευκτο του θανάτου να πάρει μια δεύτερη ευκαιρία και να ζήσει ένα καλοκαίρι στα τέλη του εικοστού αιώνα στο αγαπημένο νησί;
«Λες κι αναδύθηκε ξαφνικά στη μέση του πελάγους, σ’ ένα κατάφωτο σκηνικό βράχου και θάλασσας, σ’ ένα τοπίο που κάτι του θύμιζε αλλά δεν μπορούσε ακόμα να προσδιορίσει. Αυτό είναι λοιπόν η ζωή; αναρωτήθηκε. Το απόλυτο φως;» Έτσι ξεκινά το σύντομο οδοιπορικό του Γαλλοαλγερινού συγγραφέα στην πρωτεύουσα του χρόνου, την εποχή μας, και στη Μύκονο που αγάπησε. Έτσι ξεκινά και το μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2009 μέσα σε μια μικρή θύελλα αντιδράσεων, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, αποσύρθηκε το 2011 –κάτι σαν ξαφνικός θάνατος!– για να επανακυκλοφορήσει τώρα από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Τον Ιούνιο του 1998, ο Καμί αποβιβάζεται για μια ακόμα φορά στο παλιό λιμάνι της Μυκόνου. Αυτή τη φορά δεν έρχεται με το κότερο του εκδότη του, αλλά ταξιδεύει σαν απλός τουρίστας με το πλοίο της γραμμής. Κάποιοι φρόντισαν να τον «απαγάγουν» από μια στιγμή της καθημερινότητάς του στο Παρίσι της δεκαετίας του ’50 και να τον μεταφέρουν στις Κυκλάδες κάτω από τον ανίκητο ελληνικό ήλιο. Τον συνοδεύει μια νεαρή Ελληνίδα δημοσιογράφος, η Αριάδνη Δάριβα. Θα είναι η ξεναγός του στο θαυμαστό νέο κόσμο, σε μια εποχή που προετοίμασε η δική του γενιά.
Όλοι προσβλέπουν σ’ αυτή την ανέλπιστη παράταση χρόνου προκειμένου ο Γαλλοαλγερινός νομπελίστας να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του ο «Πρώτος άνθρωπος». Όλοι εκτός από τον ίδιο.
Στο διονυσιακό περιβάλλον της σύγχρονης Μυκόνου, ο Καμί δυσκολεύεται να αναγνωρίσει την άγια ένδεια της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο οικοδομικός οργασμός, η εκθαμβωτική τεχνολογία, τα νέα ήθη στην ψυχαγωγία, ο μύθος του νησιού που χτίστηκε πάνω στις αφίξεις διασημοτήτων, όλα αυτά τον αποπροσανατολίζουν. Παρακολουθεί τα ηλιοκαμένα κορμιά που λικνίζονται στις παραλίες και στα σοκάκια της Χώρας και στοχάζεται «Τι γυρεύει ο άνθρωπος στα τέλη αυτού του ταραγμένου αιώνα; Θαρρεί πως πρέπει να απελευθερώσει πρώτα το σώμα, ακόμα κι αν χρειαστεί να πεθάνει προσωρινά το πνεύμα». Μες στην τουριστική πολυγλωσσία διακρίνει το τοπικό ιδίωμα σαν ομηρική παραφυάδα που ξέφυγε από το χρόνο. Τα πρωινά ατενίζει την αιώνια θάλασσα και σκέφτεται πως «έχει και η Μύκονος τις μικρές ερήμους της: τις αμμουδιές της». Τα μεσημέρια πίνει ούζο με τους ψαράδες στα ταβερνάκια του Ορνού, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά της ανδροπαρέας, τα βράδια παρακολουθεί στη μαγική οθόνη της τηλεόρασης τους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Γαλλίας και παθιάζεται με τον Ζινεντίν Ζιντάν. Είχε κάποτε δηλώσει πως προτιμά το ποδόσφαιρο από το θέατρο, αν μη τι άλλο γιατί διδάσκει πως η μπάλα δεν έρχεται ποτέ από εκεί που την περιμένεις, κάτι που είναι πολύ χρήσιμο για τη ζωή. Τα βράδια χάνεται στα κατάφωτα σοκάκια της Χώρας και απολαμβάνει τη σοδομική ατμόσφαιρα. Δεν είναι μόνο ότι ξέρει να ζήσει στα γεμάτα τις ερωτικές εμπειρίες που του προσφέρονται, ξέρει και να τις περιγράψει: «Μερικοί βλέπουν τον έρωτα σαν μια μικρή συνωμοσία αγαλμάτων. Έτσι μόνο εξηγείται η αδιαπραγμάτευτη ψυχρότητα του μαρμάρου, που συναντάς κάποτε μπροστά σου. Αυτή η μικρή Σκανδιναβή που ψάρεψα χτες… Πιο μακάβρια όμως ήταν η λαγνεία της Γαλλιδούλας που… την κρίσιμη ώρα ούρλιαζε ρυθμικά: “Καμί, Καμί!”» Κατά τα άλλα γεφυρώνει το χάσμα του χρόνου με μια επίσκεψη στη Δήλο: «Οι Κυκλάδες περιστρέφονται αργά γύρω από τη Δήλο, πάνω στην εκτυφλωτική θάλασσα, με μια κίνηση που θυμίζει κάτι σαν ασάλευτο χορό». Προσπαθεί να επωφεληθεί ποικιλοτρόπως από τη νέα εποχή, αναζητώντας ακόμα και το φάρμακο στη φυματίωση που τον βασάνισε στην πρώτη του ζωή. Μάταιος κόπος! Όπως του εξηγεί ο εμπνευστής του ταξιδιού του στο χρόνο, δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε μεταφορά πληροφορίας στο παρελθόν.
Ανασκοπεί τη ζωή του και χαμογελά, όταν σκέφτεται: «Με τόσο ήλιο στη μνήμη πώς μπόρεσα να στοιχηματίσω στο παράλογο;» Σκαλίζει με την περιέργεια μικρού παιδιού το κινητό της Αριάδνης κι αισθάνεται χωριάτης του χρόνου σε αυτή τη νέα εποχή που προσφέρει τόσες ανέσεις στους ανθρώπους. «Όμως η εξέλιξη, με τα καλά και τα κακά της, είναι μαζί με το θάνατο ένας δίκαιος τρόπος διαδοχής των γενεών πάνω στη γη». Ο Καμί παλινωδεί ανάμεσα στον έρωτα και στο θάνατο και προσπαθεί να συλλαβίσει το ελληνικό καλοκαίρι με τη δύναμη της παρομοίωσης: «Καλοκαίρι είναι η αλητεία του βλέμματος πάνω στα πεντάρφανα νερά του πελάγους…»