Βιβλιο

Ο Χειλάκης διαβάζει Λειβαδίτη

Ο μεγάλος ποιητής πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1988

A.V. Team
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922 και πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1988. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς. Εξοριστηκε από το 1947 έως το 1951 στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951.

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας». 

Ακούστε τον Αιμίλιο Χειλάκη, πατώντας το player πάνω, να διαβάζει το ποίημα «Σε παλιό στυλ».

Ακολουθούν μερικά ακόμα ποιήματά του:

Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας

Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.

Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο

νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα

νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα

νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,

νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες

νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους

νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ

ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο

καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.

Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

IV

Ναὶ ἀγαπημένη μου,

ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε

γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ

ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ

ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.

Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν

ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας

πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.

Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας

μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.

Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε

φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε

φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας

φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ

καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια

φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη

φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ

μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν

νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.

Σὲ περιμένω παντοῦ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,

μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.

Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.

Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται

νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.

Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,

θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,

σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα, 

ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!

Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει

Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη

ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ

Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια

μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους

ποὺ ὁδηγοῦνε

ἄγνωστο ποῦ…

Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς

ποὺ ἀρνοῦνται

κλαῖνε λίγο

κι ὕστερα ἐνδίδουν

καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,

ἀερίζουν τὸ σπίτι

ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια

μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες

πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν

πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου

κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν

γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι

σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…

Γιατί δὲ μιλᾷς;

Πές μου!

Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;

Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;

Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;

Τί θέλουν νὰ ποῦν;

Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!

Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…

δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,

τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο

τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…


Και μια απαγγελία από τον ίδιο: