Βιβλιο

Οι Αριάδνες δεν κλαίνε

«Γκρο Πλάνο, Ιστορίες κοντινής εστίασης»: Ιστορίες που «παίζουν» με την αλήθεια της ζωής από την Ευαγγελία Μινάρδου - Αδάμου και τις εκδ. Βακχικόν

A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κριτική για το βιβλίο «Γκρο Πλάνο, Ιστορίες κοντινής εστίασης» της Ευαγγελίας Μινάρδου – Αδάμου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Γνωρίζεις τα είδη των πλάνων; Ραπροσέ, vertical, αμερικάνικο πλάνο, μακρινό, πολύ κοντινό πλάνο, γκρο πλάνο. Ειδικά αυτό το τελευταίο απαντάται συχνά πυκνά, φέρνοντας στο φως πράγματα στοιχειώδη που όμως θα παρέμεναν ανεξιχνίαστα, αν το πλάνο τα περιφρονούσε. Πράγματα όπως το μακιγιάζ, οι σκόπιμες ατέλειες, εκείνο το είδος της θλίψης που καθίσταται ορατό βαθιά μέσα στα μάτια, το πρώτο δάκρυ, η αίσθηση της παραφροσύνης που σιγοκαίει μέσα βαθιά στον ήρωα, δίνοντας το επιχείρημα και την αφορμή για την τελευταία, την πιο επική του έξοδο. Υπάρχουν στ’ αλήθεια πολλών ειδών πλάνα. Καθένα ακουμπά σε μια ιστορία και φέγγει μια ασώματη και νοερά πάντα ψυχή, γεμάτη απερίγραπτα αινίγματα και χρονικά. Και υπάρχει πάντα ένα πλάνο, έξω από τα τετριμμένα, κινηματογραφικά καρέ για κάθε ένα από τα θαύματα που πάψαμε να ζητούμε.

Τέτοια θαύματα φαντάζουν οι ιστορίες της πρωτοεμφανιζόμενης Ευαγγελίας Μινάρδου - Αδάμου που φιλοξενούνται στην συλλογή των εκδόσεων Βακχικόν με τίτλο «Γκρο Πλάνο, Ιστορίες κοντινής εστίασης». Ιστορίες που δεν προπαγανδίζουν αλλά υπακούουν στις απαιτήσεις της ποίησης και αφήνουν όλο το βάρος τους να φανεί μετά την ανάγνωση. Πόζες της ζωής βαλμένες απροσποίητα μες στις πρόζες της συγγραφέως που αναλαμβάνουν την πιο δύσκολη δουλειά. Δύσκολη και απαιτητική, καθώς χρειάζεται καρδιά και θάρρος για να ενδυθείς τριάντα επτά ατόφιες, σκληρές ζωές λέγοντας αδιάκοπα το τραγούδι μιας ανθρώπινης βιογραφίας, καμωμένης για τα θαύματα, το θάρρος, την τραγωδία, την καταστροφή.

Στον πρόλογο της συλλογής η συγγραφέας αποκαλύπτει το στίγμα των ιστοριών της. «Γκρο Πλάνο, λοιπόν, κοντινή εστίαση στην ίδια την ψυχή του ανθρώπου. Τριάντα επτά ιστορίες που παίζουν με την αλήθεια της ζωής καθώς αποτελούν απείκασμά της. Κοινός, θεματικός τους άξονας η απώλεια και η κάθε λογής απουσία , οι ματαιώσεις, οι διαψεύσεις, οι προδοσίες, οι δύσκολες επιλογές, τα αδιέξοδα, οι επώδυνες, συχνά προσπάθειες του αυτοπροσδιορισμού μας… Κάθε απώλειά μας και μια προσωπική οδύνη. Που μπορεί να γίνει ήττα. Μπορεί όμως να γίνει και αποδοχή κι ελπίδα, νέα αρχή».

Την ζωή τη χρωματίζουν «ξυνά» κίτρινα χρώματα. Και άλλοτε την πλημμυρίζουν ανταύγειες βγαλμένες από την πιο παιδική μας ματιά. Η κυρία Μινάρδου - Αδάμου επιλέγει τα χρώματά της από την ανθρώπινη γεωγραφία, εκείνη που ταξιδεύει, ερωτεύεται, γυρεύει με κάθε τίμημα τον εαυτό της. Εκείνη που χαράζει την πορεία της, μες σε σπασμούς ελευθερίας και συντριβής. Έκπτωτοι θεοί και άνθρωποι με σπασμένα φρένα κυμαίνονται από τον θάνατο ως την απουσία που φαντάζει μια ίδια και απαράλλαχτη μοίρα. Μες στο εκκλησίασμα της ζωής σαλεύει το χνούδι της και είναι λίγοι, τόσο λίγοι εκείνοι που τολμούν να αναμετρηθούν μαζί του, να ψηλαφήσουν την εφηβεία του. Τα ονόματά τους μαγικά, παράγωγα του ανέμου, λέξεις παράξενες, όπως Χαραμόη. Μες στην νησιώτικη σκηνογραφία που αποτελεί έναν οικείο τόπο για την συγγραφέα, η ίδια αλιεύει πρόσωπα, στάσεις ζωής, στήνει από την αρχή παλιές φαντασιώσεις, μονάχα γιατί θέλει να μιλήσει για την αγάπη. Μέσα από την απώλεια και τους πιο θανάσιμους έρωτες τα πρόσωπα των ιστοριών του Γκρο Πλάνου, γυρεύουν για μας τον πιο ζωντανό θεό, υπηρετούν το ωραίο και το αληθινό ως μοίρα προσωπική. Καμιά φορά οι ψυχές των ηρώων κουρελιάζονται, πνίγονται στ’ ανάμεσα της επιθυμίας και του δυσβάσταχτου φορτίου τους, διαβάζοντας από την αρχή το τραγικό και συνάμα σκληρό παραμύθι της ομορφιάς που τίποτε και κανείς δεν άγγιξε ποτέ. Ομορφιά και θάνατος στέκουν από κοινού στο ύψος των τρυφερών ιστοριών της κυρίας Μινάρδου - Αδάμου, ιστοριών που δονούνται από κλονισμούς και του ονείρου το χρονικό. Μιλούν μια άλλη γλώσσα, παιδική, υπηρετούν την ομορφιά με εκείνον τον πληθωρικό και κρυπτικό τρόπο του διαχρονικού Δημήτρη Καπετανάκη όταν στην μακρινή δεκαετία του 1930 μελέτησε με όλες του τις δυνάμεις την ένταση και την σύνθεση εκείνου που σήμερα οι άνθρωποι ονομάζουν πάθος θανάσιμο. Τριάντα επτά φορές η συγγραφέας θα χαράξει λίγο μακρύτερη και πιο βαθιά την γραμμή της ζωής στο μέσα των χεριών όλων εκείνων των λαϊκών προσωπογραφιών που ενδύονται το θάρρος ενός ήρωα και ενός έρωτα. Και έτσι πεθαίνουν στις σελίδες του βιβλίου για να ξυπνήσουν γεμάτοι από την δόξα της ιδέας που διατρέχει ακλόνητα όλο το πλάτος της εξαιρετικής έκδοσης. Ενός βιβλίου που καλείται να αναμετρηθεί με την πληθώρα των εκδόσεων, διαθέτοντας ένα είδος αλήθειας και τιμής, χαραγμένων στα πρόσωπα ως εφόδιο και θεμελιώδες χαρακτηριστικό του. Τίποτε παρασιτικό και φτιασιδωμένο δεν κατοικεί πλάι στους μύθους του βιβλίου. Μονάχα μια άρρητη ηθική, το είδος του αναστήματος που ξέρουν να υψώνουν οι άνθρωποι μιας άγιας, ελληνικής επαρχίας, ανέγγιχτης μες στους κόλπους της.

Καθένας κρύβει σε έναν απόμερο γιαλό πράγματα και αισθήματα. Καθένας διαθέτει μες στην ομίχλη έναν ολόδικό του μόλο, μια σανιδένια εξέδρα που φθάνει ως την θάλασσα και πάλι πίσω, ίσια στην καρδιά. Κάθε νύχτα ξεθάβει από τους βυθούς όσα κάποτε πέταξε για να τα γυρέψει σήμερα, επάνω στην μεγάλη του ανάγκη. Μια τέτοια πορεία διαγράφουν οι ιστορίες της Ευαγγελίας Μινάρδου - Αδάμου που με το εξαντλητικό της πλάνο, το τόσο κοντινό φωτίζει όχι τα πρόσωπα, μα κάτι αχνούς και ασθενικούς κηροστάτες, βυθισμένους στην πιο άγρια σκουριά. Την ώρα που η φωνή της αθωότητας χάνεται, έρχεται στο φως μια προπαίδεια λαϊκή, μπολιασμένη από φιγούρες και ιστορίες βαθιά ανθρώπινες. Αυτή μεταμορφώνεται στην περιουσία, σε ένα σεράι γεμάτο φαντασίες όπου τίποτε δικό σου δεν κατοικεί άνεργο. Όλα σηματοδοτούν ένα είδος φθοράς που κάτω από την σκουριά τους θα φανερώσουν την περιπέτεια της ζωής και το πολύ της δράμα.

Ετούτο το σημείωμα νιώθει πως είπε περισσότερα από όσα πρέπει. Συλλογίζεται πως τίποτε άλλο δεν μπορεί να ειπωθεί για το κατακόρυφο βάρος της απώλειας που με τόσο ταλέντο πραγματεύεται το Γκρο Πλάνο των εκδόσεων Βακχικόν. Στέκεται για λίγο στο επιμύθιο, όπως κανείς καταθέτει έναν ελάχιστο φόρο τιμής στα εικονοστάσια των ορεινών διαδρομών. Φέρνει στο νου του την Αριάδνη που έχασε τον μίτο της και θρηνεί εδώ και αιώνες στα μαδριγάλια. Και έπειτα χαμογελά, όπως χαμογελούν οι άνθρωποι μες στην πολλή ανάμνησή τους. Χαμογελά, επειδή αισθάνεται πως η Αριάδνη ετούτου του βιβλίου περισσότερο από κάθε τι άλλο, ξαναβρίσκει εκείνο το είδος της εσωτερικής ζωής, την ρίζα και το ένστικτό της, που σημαίνουν τον ίδιο τον μίτο της.